Πρόσφυγες από τη μικρή Ελλάδα του Χαρτούμ

Κάποιες οικογένειες ζούσαν στο Σουδάν για έναν αιώνα. Τα έχασαν όλα μέσα σε μια νύχτα. Τώρα οι ομογενείς από την κατεστραμμένη χώρα θέλουν να γυρίσουν πίσω, «μόνο για να φιλήσουν το χώμα»

7' 49" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Οταν οι σκέψεις τον σκιάζουν, ο Παναγιώτης Γαβριηλίδης κατεβαίνει στη θάλασσα. Τα τελευταία δύο χρόνια, από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στο Σουδάν, κατοικεί στις κατασκηνώσεις του Δήμου Ζωγράφου στη Ραφήνα μαζί με άλλες οικογένειες από την τεράστια αφρικανική χώρα. Καθώς δεν μας δόθηκε πρόσβαση για να εισέλθουμε στον χώρο, συναντήσαμε τον 60χρονο άνδρα στο λιμάνι.

«Είναι δύσκολο σε αυτή την ηλικία να χάνεις τα πάντα σε μία μέρα», λέει πικροπίνοντας τον καφέ του. Ο Παναγιώτης Γαβριηλίδης ήταν ένα από τα περίπου 70 μέλη της διαρκώς συρρικνούμενης ελληνικής παροικίας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χαρτούμ, στο οποίο είχε μεταναστεύσει ο παππούς του το 1896. Στη διάρκεια της κουβέντας μας επαναλαμβάνει συχνά την ίδια φράση: «Ζούσαμε καλά στο Σουδάν».

Το ίδιο αφηγούνται όλοι οι Eλληνες του Σουδάν με τους οποίους μίλησε η «Κ», με αφορμή τα νέα αιματηρά επεισόδια του πολέμου που εξελίσσεται μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και της παραστρατιωτικής ομάδας «Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης» (Rapid Support Forces) που ενώ είχαν συμμαχήσει στο παρελθόν, σήμερα μάχονται για την κατάληψη της εξουσίας. Η επίσημη κυβέρνηση κατηγορεί τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ότι υποστηρίζουν τους αντάρτες με οπλικά συστήματα και μισθοφόρους, κάτι που τα ΗΑΕ αρνούνται. Ο πόλεμος που διαρκεί πάνω από δύο χρόνια έχει οδηγήσει στη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση που έχει καταγραφεί στα χρονικά, με περισσότερους από 14 εκατ. εκτοπισμένους και 30 εκατ. σε κατάσταση ανάγκης. «Η παγκόσμια κοινότητα ξέχασε το Σουδάν», υπογραμμίζουν πικραμένοι.

«Νόμιζα ότι θα πεθάνω» – «Εφυγαν όλα μου τα δόντια και έσπασα το ένα μου πόδι. Νόμιζα ότι θα πεθάνω. Επί εννέα ημέρες έμεινα έτσι, χωρίς αγωγή. Δεν μου έκαναν ούτε μία ένεση», αφηγείται ο Παναγιώτης Γαβριηλίδης, o οποίος τραυματίστηκε στο Σουδάν το Πάσχα του 2023.

Σωτηρία στην Ελλάδα

Ο κ. Γαβριηλίδης ακόμη πονάει όταν περπατάει μεγάλες αποστάσεις. Ηταν ένας από τους Ελληνες που είχε τραυματιστεί σοβαρά όταν ξέσπασαν οι εχθροπραξίες τον Απρίλιο του 2023. «Ηταν Μεγάλο Σάββατο. Είχε εκκλησία, είχα πάει να αγοράσω αρνί για να το πάω στην κοινότητα. Βλέπω τανκς, κάνω αναστροφή και επιστρέφω. Αρχισα να ακούω τα μπαμ». Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι φίλου του όπου είχε πάει για να βρει καταφύγιο, έπεσε βόμβα.

«Εφυγαν όλα μου τα δόντια και έσπασα το ένα μου πόδι. Νόμιζα ότι θα πεθάνω. Επί εννέα ημέρες έμεινα έτσι, χωρίς αγωγή. Στο νοσοκομείο ήταν οι αντάρτες, έφερναν τους δικούς τους πεθαμένους σε τσουβάλια. Δεν μου έκαναν ούτε μία ένεση. Εμεινα στην κοινότητα. Είχα πέντε οπές στην κοιλιά. Μου τα τύλιξε ένας γιατρός με ένα σεντόνι». Μετά τα πρώτα εφιαλτικά 24ωρα, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα όπου και νοσηλεύθηκε. Τις πρώτες 25 ημέρες ήταν σε κώμα, ενώ ακολούθησαν επτά επώδυνα χειρουργεία για να σωθεί.

Πρόσφυγες από τη μικρή Ελλάδα του Χαρτούμ-1
Ο Παναγιώτης Γαβριηλίδης, στο λιμάνι της Ραφήνας, περιοχή όπου διαμένει αφότου ξεριζώθηκε. «Στο Σουδάν, όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι είμαι Σουδανός. Αγαπάω την Ελλάδα, αλλά είμαι Σουδανός». 

Το πρώτο διάστημα, όσο ακόμη ανάρρωνε, πίστευε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα και θα επέστρεφε σπίτι του. «Ονειρο απατηλό»! Στο Χαρτούμ, ο Παναγιώτης Γαβριηλίδης ήταν ιδιοκτήτης τεσσάρων μαγαζιών (καφενεία τα αποκαλούν εκεί) που πουλούσαν σουβλάκια και ενός καφεκοπτείου. Είχε αποκτήσει τέτοια φήμη, που κάθε μαγαζί του πουλούσε 1.000 πίτες την ημέρα.

«Με ήξερε το μισό Σουδάν. Με έλεγαν Χαουάγια, δηλαδή Ευρωπαίο. Μέχρι και ο Μπεσίρ (σ.σ. πρόεδρος της χώρας που είχε καταλάβει με πραξικόπημα την εξουσία και ανετράπη το 2019) αγόραζε από εμένα. Μου τηλεφωνούσε η γραμματέας και στέλναμε σουβλάκια στο παλάτι». Η ημέρα του ξεκινούσε πολύ νωρίς με δουλειά και τελείωνε τα βράδια στον ελληνικό σύλλογο για μπιρίμπα και ντόμινο. Είχε ένα σπίτι μέσα στην ελληνική κοινότητα και ένα μεγάλο με κήπο στα προάστια. Πλέον, σχεδόν τα πάντα έχουν καταστραφεί και οι περισσότεροι συνεργάτες του είναι νεκροί.

Η μετάβαση από την παλιά στη σημερινή του ζωή, όπου μένει σε έναν οικίσκο 35 τ.μ. και εργάζεται ως υπάλληλος, είναι σκληρή. «Στο Σουδάν, όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι είμαι Σουδανός. Αγαπάω την Ελλάδα, αλλά είμαι Σουδανός». Τα γαλάζια του μάτια δακρύζουν όταν σκέφτεται τη στιγμή που θα επιστρέψει. Η Ελλάδα είναι υπέροχη, τονίζει και δεν πρόκειται να στερήσει από τα παιδιά του, που έχουν γραφτεί στο σχολείο, τη ζωή σε μια ευρωπαϊκή χώρα. «Εγώ όμως θέλω να γυρίσω όταν τελειώσουν όλα, έστω και για λίγο, μόνο και μόνο για να φιλήσω το χώμα».

Στο «Ακροπόλ»

Την ίδια συγκίνηση εκφράζει και ο Γεράσιμος Παγουλάτος, επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στο Σουδάν και συνιδιοκτήτης του ιστορικού ξενοδοχείου «Ακροπόλ». Δυσκολεύεται ακόμη να συνειδητοποιήσει πως ο ίδιος και η οικογένειά του εγκατέλειψαν κυνηγημένοι τη χώρα πριν από δυόμισι χρόνια. «Ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι θα φεύγαμε με τέτοιο τρόπο και θα γινόταν αυτό που γίνεται στο Σουδάν».

Πρόσφυγες από τη μικρή Ελλάδα του Χαρτούμ-2
Αναμνηστική φωτογραφία της ομάδας μπάσκετ νέων της ελληνικής παροικίας στον τελικό κυπέλου το 1966-67, η οποία βρίσκεται στα γραφεία της Ενωσης εκ του Σουδάν Ελλήνων.

Ο 69χρονος έζησε τη χρυσή εποχή του Χαρτούμ και της ελληνικής κοινότητας. Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα τέσσερα χρόνια αφότου οι γονείς του αποφάσισαν να ιδρύσουν το ξενοδοχείο «Ακροπόλ» στο κέντρο της πόλης. Το καλό ελληνικό φαγητό και η φιλοξενία το έκαναν περιζήτητο. Από τα δωμάτιά του πέρασαν διάσημοι δημοσιογράφοι, διπλωμάτες, υπουργοί και αρχαιολόγοι, που απολάμβαναν τη ζεστή ατμόσφαιρα και τα φρεσκομαγειρεμένα πιάτα με παστίτσιο και κοκκινιστό. Οπως περιγράφει ο κ. Παγουλάτος, η ζωή του ιδίου και των δύο αδελφών του είχε συνδεθεί άρρηκτα με την επιχείρησή τους.

Η περίοδος της ακμής – «Τις καλές εποχές, πριν από τη δεκαετία του ’80, φρόντιζαν και έφερναν κάποια ορχήστρα από την Ελλάδα και για είκοσι μέρες, δηλαδή λίγο πριν από τα Χριστούγεννα και μέχρι των Φώτων, διασκέδαζε ο κόσμος», θυμάται ο Γεράσιμος Παγουλάτος.

Ηταν όμως μια ζωή κινηματογραφική: βαρκάδες στον Νείλο, τραπέζια με γνωστούς παρουσιαστές του BBC και του CNN και οι καθιερωμένες συναντήσεις με τους άλλους Ελληνες στη Λέσχη. Οι καλές αναμνήσεις υπερβαίνουν μέχρι σήμερα τις όποιες δυσκολίες, είτε ήταν πολιτικές ταραχές είτε οικονομικές κρίσεις. «Υπήρχαν μέρες που δεν είχαμε ούτε ηλεκτρικό ούτε πετρέλαιο για να βάλουμε μπροστά τη γεννήτρια – όλοι είχαμε γεννήτριες. Φανταστείτε σε μια χώρα με 45 βαθμούς Κελσίου χωρίς ούτε ανεμιστήρα».

Ο ίδιος ήταν ενεργό μέλος της ελληνικής παροικίας που στα νιάτα του ήταν ακόμη εύρωστη και πολυπληθής. Τη δεκαετία του ’70, η κοινότητα αριθμούσε περίπου 3.000 μέλη, εκ των οποίων πολλοί ήταν βιομήχανοι. Στο Χαρτούμ στεγαζόταν η Μητρόπολη και το ελληνικό σχολείο. Τα Σαββατοκύριακα τα κτίρια της ελληνικής κοινότητας πλημμύριζαν από παιδιά που αθλούνταν, ενώ συχνά διοργανώνονταν μεγάλα πάρτι δίπλα στην πισίνα που διέθετε ο Σύλλογος.

Πρόσφυγες από τη μικρή Ελλάδα του Χαρτούμ-3
Τα παιδιά της ελληνικής παροικίας μπροστά από τη Μητρόπολη στο Χαρτούμ. Τη δεκαετία του ’70, η ελληνική κοινότητα στο Σουδάν αριθμούσε περίπου 3.000 μέλη. [ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΤΑΓΙΑΝΝΗΣ]

«Τις καλές εποχές, πριν από τη δεκαετία του ’80 φρόντιζαν και έφερναν κάποια ορχήστρα από την Ελλάδα και για είκοσι μέρες, δηλαδή λίγο πριν από τα Χριστούγεννα και μέχρι των Φώτων, διασκέδαζε ο κόσμος», ανακαλεί ο κ. Παγουλάτος. Η κοινότητα άρχισε σταδιακά να φθίνει μετά την ανακήρυξη της χώρας σε μουσουλμανικό κράτος το 1981, που έφερε απαγορεύσεις σε εξόδους και αλκοόλ. Οι κινηματογράφοι, τα καμπαρέ και οι κάβες, κάποια εκ των οποίων ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας, άρχισαν να σβήνουν και οι Ελληνες να εγκαταλείπουν τη χώρα.

Τώρα, όπως περιγράφει, τίποτα δεν έχει μείνει να θυμίζει εκείνο το παρελθόν. Τα κτίρια της Μητρόπολης και της ελληνικής κοινότητας έχουν καταστραφεί και λεηλατηθεί. Το ίδιο και το ξενοδοχείο. Ενας καλός φίλος δημοσιογράφος κατάφερε να του στείλει φωτογραφίες του «Ακροπόλ», που στέκει διαλυμένο σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Οι πόρτες είναι σπασμένες, τα κρεβάτια διαλυμένα, ενώ έχουν κλαπεί όλα τα αντικείμενα αξίας από τις αίθουσες. Φεύγοντας δεν πρόλαβαν να πάρουν κάτι.

Αυτοί που έμειναν

Στο Σουδάν αυτή τη στιγμή ζουν μόνο δύο Ελληνες. «Εγώ θα είμαι ο τρίτος», λέει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Μακρής, ιδιοκτήτης μεγάλου εργοστασίου στη χώρα, το οποίο κληρονόμησε από τον πατέρα του. Τον συναντήσαμε στο σπίτι του στην Αθήνα. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Χαρτούμ, οι γονείς του έστειλαν τον ίδιο και την αδελφή του σε ιδιωτικά σχολεία στην Ελλάδα σε ηλικία 12 ετών, ώστε να λάβουν καλύτερη εκπαίδευση. Από τότε μέχρι το 2018, είχε επισκεφθεί ελάχιστες φορές τη χώρα. Οταν ο πατέρας του όμως αρρώστησε, επέστρεψε στο Χαρτούμ για να τον φροντίσει και να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση που είχε ιδρύσει ο παππούς του το 1956.

Μόλις άρχισε να ορθοποδεί, να επανασυνδέεται με παλιούς συμμαθητές του και να δημιουργεί νέους φίλους, ήρθε ο πόλεμος. Στο κινητό του έχει ακόμη τη φωτογραφία από την τρύπα που άνοιξε μια σφαίρα στον τοίχο πάνω από το κεφάλι του. Τον πρώτο καιρό μετά τη διαφυγή του, πεταγόταν με κάθε δυνατό ήχο, ενώ μέχρι σήμερα δυσκολεύεται να διαχειριστεί ψυχολογικά αυτό που έχει συμβεί. Οταν λαμβάνει φωτογραφίες και βίντεο από τις μάχες και τα αντίποινα εκεί, τα βλέπει και τα σβήνει απευθείας. «Χάνω τον ύπνο μου. Δεν μπορώ. Το αγάπησα το Σουδάν. Ολοι το αγαπήσαμε». Ο κ. Μακρής έχει επικοινωνήσει ήδη με κάποιους εργαζομένους και συνεργάτες και μεταφέρει μέρος του εργοστασίου του σε μια πόλη λίγες ώρες μακριά από το Χαρτούμ. «Πρέπει να ξεκινήσω ξανά από το μηδέν. Είναι μονόδρομος. Στην Ελλάδα αφήνω μόνο τη μητέρα μου».

Πρόσφυγες από τη μικρή Ελλάδα του Χαρτούμ-4

Ο Πάρης Παπγής, αντιπρόεδρος της Ενωσης εκ του Σουδάν Ελλήνων. [ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΤΑΓΙΑΝΝΗΣ]

Πριν φύγει συναντάει τον Πάρη Παπγή, αντιπρόεδρο της Ενωσης εκ του Σουδάν Ελλήνων. Παρότι έφυγε στα 18 του χρόνια, ο κ. Παπγής είναι ακόμη ψυχικά συνδεδεμένος με τη χώρα και από τη θέση που έχει, δικτυώνει τους Ελληνες που ανήκαν στην παροικία. «Στις 27 Δεκεμβρίου, από όποια χώρα και να είμαστε, οι Ελληνες του Σουδάν της δική μου γενιάς, 45-55 ετών, μαζευόμαστε και τρώμε μαζί. Χωρίς τις γυναίκες ή τα παιδιά μας, μόνο οι άνθρωποι που ζήσαμε εκεί. Είναι άγραφος κανόνας».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT