Σικελία: όταν το κράτος θέλει

Είναι η βεντέτα το πρόβλημα; Ισως όχι. Κάποιος –ένας εξελικτικός ανθρωπολόγος, για παράδειγμα– θα έλεγε το αντίθετο: η βεντέτα είναι μια προσαρμοστική πρακτική, ένα κοινωνικό υποκατάστατο των θεσμών που λείπουν

3' 30" χρόνος ανάγνωσης

Είναι η βεντέτα το πρόβλημα; Ισως όχι. Κάποιος –ένας εξελικτικός ανθρωπολόγος, για παράδειγμα– θα έλεγε το αντίθετο: η βεντέτα είναι μια προσαρμοστική πρακτική, ένα κοινωνικό υποκατάστατο των θεσμών που λείπουν. Εμφανίζεται εκεί όπου οι νόρμες είναι κλειστές, οι συγγενικοί δεσμοί ισχυροί και το κράτος αδύναμο· σε ορεινές ποιμενικές κοινωνίες εκτεθειμένες στη λεηλασία, όπου η περιουσία είναι κινητή και η έννομη προστασία σχεδόν ανύπαρκτη.

Σε τέτοια περιβάλλοντα, το κενό του νόμου καλύπτεται από έναν άτυπο κανόνα: τον κώδικα τιμής. Η λογική είναι απλή: όποιος δεν υπερασπίζεται το όνομά του, χάνει το κύρος του. Σε αυτό το πλαίσιο «αμοραλιστικού οικογενειοκρατισμού», όπου η πίστη στην οικογένεια υπερισχύει κάθε συλλογικής υποχρέωσης –μια μορφή κοινωνικού ατομισμού με συγγενικό πρόσημο– η αποτυχία να υπερασπιστείς την υπόληψή σου ισοδυναμεί με απώλεια αξιοπρέπειας.

Αν λοιπόν κάθε παρεξήγηση που έθιγε τον κώδικα τιμής έπρεπε να λυθεί με αυτοδικία, πολλά ορεινά χωριά θα είχαν αδειάσει εδώ και καιρό. Η βεντέτα λειτουργεί ανασχετικά: αυξάνει το προσδοκώμενο κόστος της εκδίκησης, αποτρέποντας την πρώτη σκανδάλη. Είναι μια ιδιότυπη μορφή απονομής δικαιοσύνης, όπου ο φόβος των αντιποίνων παίζει τον ρόλο που αλλού παίζει το κράτος. Αν και εύθραυστη, αυτή η ισορροπία αποδεικνύεται αποτελεσματική: οι θάνατοι από βεντέτες είναι συνήθως λιγότεροι απ’ όσους θα περίμενε κανείς σε κοινωνίες χωρίς τέτοιους άτυπους μηχανισμούς αποτροπής.

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ίδιο συνέβη και στη Σικελία – με μία κρίσιμη διαφορά. Εκεί η λογική της βεντέτας δεν έμεινε στην οικογένεια· οργανώθηκε. Η ανάγκη προστασίας της τιμής και της περιουσίας σε περιβάλλον θεσμικής ανεπάρκειας πήρε τη μορφή της μαφίας: ενός ιδιωτικού μηχανισμού «δικαιοσύνης» και προστασίας, με δικούς του κανόνες και ιεραρχίες. Οι ρίζες της βρίσκονται στις εύφορες περιοχές όπου άνθησε η κερδοφόρα αγορά εσπεριδοειδών.

Τα πορτοκάλια και τα λεμόνια –πολύτιμα και ευάλωτα στη λεηλασία– χρειάζονταν φύλαξη. Μέσα σε ένα αδύναμο και διεφθαρμένο κράτος, η μαφία γεννήθηκε για να καλύψει αυτό το κενό. Οι ίδιες λογικές αυτοδικίας και αποτροπής μετατράπηκαν σε παράλληλο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και παροχής προστασίας, με δικούς του κανόνες, ιεραρχίες και ρυθμούς τιμωρίας.

Ο τρόπος – Στη Σικελία, όταν το κράτος ανέκτησε το μονοπώλιο της βίας, προστάτεψε τους μάρτυρες και απονομιμοποίησε κοινωνικά την τιμή ως άλλοθι για τη βία, το σύστημα κατέρρευσε.

Είναι εδώ που η κουλτούρα της τιμής αποκαλύπτει το πιο σκοτεινό –και βαθιά έμφυλο– της υπόστρωμα. «Στη Σικελία, οι γυναίκες είναι πιο επικίνδυνες και από τις καραμπίνες», προειδοποιεί ένας Σικελός χωρικός τον Μάικλ Κορλεόνε που ερωτεύεται την Απολλωνία, κόρη ενός τοπικού μαφιόζου, στον «Νονό». Η φράση φανερώνει την καρδιά της πατριαρχικής λογικής: στις πατρογραμμικές κοινωνίες, η τιμή της οικογένειας ενσαρκώνεται στις γυναίκες· την ευθύνη, όμως, να τη διαφυλάξουν, την έχουν οι άνδρες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νόμος 587 του ιταλικού ποινικού κώδικα, που καταργήθηκε μόλις το 1981, προέβλεπε επιείκεια για τους άνδρες που σκότωναν συζύγους ή κόρες για λόγους «προσβολής της τιμής».

Η Σικελία δείχνει ότι τέτοια φαινόμενα δεν είναι διαχρονικά ούτε ανίκητα. Η δεκαετία του 1980 –με το Maxi Trial στο Παλέρμο και τις δολοφονίες των δικαστών Φαλκόνε και Μπορσελίνο– έσπασε τη σιωπή και σήμανε την αρχή του τέλους. Oταν το κράτος ανέκτησε το μονοπώλιο της βίας, προστάτεψε τους μάρτυρες και απονομιμοποίησε κοινωνικά την τιμή ως άλλοθι για τη βία, το σύστημα κατέρρευσε.

Η Κρήτη, αντιθέτως, παρέμεινε εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους: ούτε εντελώς ιδιωτικοποιημένη ούτε πλήρως απορροφημένη από το κράτος. Ετσι, ένας άτυπος κανόνας τιμής συνέχισε να λειτουργεί παράλληλα με το επίσημο δίκαιο, ως υπόμνηση θεσμικής ανεπάρκειας, αλλά και ως επιβίωση μιας βαθύτερης κοινωνικής λογικής. Μιας λογικής όπου το κράτος μπορεί να είναι παρόν στα χαρτιά, αλλά η τιμή εξακολουθεί να θεωρείται υπόθεση της οικογένειας. Η συλλογική μνήμη βοήθησε στη συντήρηση αυτής της ενδιάμεσης κατάστασης, παρά την όποια θεσμική και οικονομική πρόοδο που συντελέστηκε διαχρονικά.

Ο μύθος του λεβέντη Κρητικού –του ανυπότακτου, του γενναίου, του άνδρα που δεν σηκώνει προσβολή– αντλεί από αυθεντικές, ή και διογκωμένες, μνήμες ηρωισμού, από τη Μάχη της Κρήτης και την Κατοχή. Ομως όταν ο μύθος γίνεται άλλοθι, μετατρέπεται σε πρόβλημα. Δεν ζούμε πια σε μεσαιωνικά ορεινά χωριά· το κράτος έχει τα μέσα για να επιβάλει την τάξη, αρκεί να το θελήσει. Γιατί η βεντέτα μπορεί κάποτε να υπήρξε μηχανισμός επιβίωσης, αλλά σήμερα δεν είναι παρά σύμπτωμα θεσμικής ανεπάρκειας.

*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT