τα-παιδιά-που-δεν-πρόλαβαν-την-αλάνα-563904664
Εικονογράφηση: Michael Kirki

Τα παιδιά που δεν πρόλαβαν την αλάνα

Ερευνες δείχνουν ότι περίπου ένας στους τρεις νέους εγκαταλείπει τον αθλητισμό, ακόμη και σε περιπτώσεις με προοπτικές – Τι «οδηγεί» τις τάσεις φυγής των εφήβων σήμερα; Είναι, όπως κάποιοι της καταλογίζουν, η γενιά που τα παρατάει εύκολα ή μήπως είναι η γενιά που δεν έχει καν μάθει τι σημαίνει τεμπελιά;

Εικονογράφηση: Michael Kirki
Φόρτωση Text-to-Speech...

O Χάρης πέρασε την πόρτα του ψυχολόγου της ομάδας διστακτικά, αλλά νιώθοντας ταυτόχρονα και μια ανυπομονησία. Τους τελευταίους μήνες οι σκέψεις του τον «καταδίωκαν» και ήθελε σε κάποιον να μιλήσει. Επί μέρες έκανε πρόβες μόνος του, τι θα πει και πώς.

Αρχικά, είχε σκεφτεί να ανοιχτεί στους γονείς του, αλλά φοβόταν την αντίδρασή τους. Τον έπνιγαν οι ενοχές. Εκείνοι είναι που κάθε εβδομάδα αναζητούν τρόπους να στριμώξουν στο πρόγραμμά τους τα «πηγαινέλα» στις προπονήσεις. Εβλεπε με πόση προσμονή περίμεναν κάθε Σαββατοκύριακο τους αγώνες του. Παρότι στην ηλικία του είναι θεσμοθετημένο να μη μετράται σκορ στους αγώνες, ο πατέρας του πάντα σημείωνε έναν έναν τους πόντους του. Πέρυσι, σε πολλά παιχνίδια τον περίμενε έξω από το γήπεδο για να του ανακοινώσει ότι ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του.

Είχε ξεκινήσει το μπάσκετ στα έξι του και χρόνο με τον χρόνο εξελισσόταν. Στα 14 του πια, είχε ακούσει τους προπονητές του να λένε στους γονείς του ότι έχει τα φόντα «για να το κυνηγήσει σοβαρά». Ακόμη και η φύση έμοιαζε να είναι σύμμαχός του: το τελευταίο καλοκαίρι είχε ψηλώσει περισσότερο από όλους τους φίλους του. 

Ο ίδιος όμως τον τελευταίο καιρό ένιωθε «άδειος». Με του που έκατσε στην καρέκλα, στο μικρό γραφείο δίπλα από τα αποδυτήρια, δεν μπορούσε άλλο να το κρατά μέσα του. «Δεν νιώθω ο εαυτός μου στο γήπεδο, δεν μου βγαίνει να παίζω όπως έπαιζα. Δεν το ευχαριστιέμαι πια. Χρειάζομαι ένα διάλειμμα από όλο αυτό», εξομολογήθηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. 

Τάσεις φυγής 

Το περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο και -όπως φαίνεται- δεν αφορά μόνο παιδιά που αθλούνται για χόμπι. Αντίθετα, αγγίζει (ίσως περισσότερο) έφηβους αθλητές και αθλήτριες που ανήκουν σε οργανωμένα σωματεία, προπονούνται από μικρή ηλικία, ακόμη και σε καθημερινή βάση, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχουν το ταλέντο για να κυνηγήσουν με αξιώσεις μια επαγγελματική καριέρα. Ερχεται η ώρα, όμως, που λυγίζουν από το άγχος και -κυρίως- τις προσδοκίες. Είτε αυτές εκφράζονται με λέξεις από γονείς, προπονητές και συμπαίκτες είτε απλώς «πλάθονται» στο μυαλό τους, ανεβάζοντας ξανά και ξανά έναν αόρατο πήχυ. 

Πέρα από τη θεωρία, το φαινόμενο αποτυπώνουν «ψυχρά» και οι αριθμοί. Παρότι δεν υπάρχει προς το παρόν μια μεγάλη «δεξαμενή» ερευνών που να χαρτογραφεί το πρόβλημα, αρκετές μεμονωμένες μελέτες σε ευρωπαϊκές χώρες την τελευταία δεκαετία συμπίπτουν σε δύο βασικά συμπεράσματα: 

  • Πρώτον, περίπου ένας στους τρεις νέους αθλητές και αθλήτριες εγκαταλείπει τον αθλητισμό, με τα ποσοστά μάλιστα να είναι σταθερά ή και να αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο.
  • Δεύτερον, η «διακεκαυμένη ζώνη» είναι αυτή μεταξύ 13 και 16 ετών.

Η παγίδα των 13

Για τον κ. Μάνο Τσαγκαράκη, αθλητικό ψυχολόγο στον PAO BC Αcademy (Sport and Exercise Psychology Msc.), τα παραπάνω δεν είναι πρωτόγνωρα. Καλείται συχνά να ακούσει, να διαχειριστεί ή και να «προλάβει» προβλήματα και ανησυχίες. Η ειδικότητά του έως τα μέσα της περασμένης δεκαετίας ήταν «προνόμιο» για αθλητές λίγων συλλόγων στην Ελλάδα. Πλέον, αποτελεί κομμάτι όλο και περισσότερων ομάδων και ακαδημιών. 

Οπως λέει στην «Κ», η πιο δύσκολη ηλικία είναι τα 12-13. «Τότε έρχεται η αλλαγή από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Το παιδί μπαίνει πλέον καθαρά στην εφηβεία και το επίκεντρό του μετατοπίζεται σιγά σιγά από την οικογένεια στους φίλους. Το ενδιαφέρει όλο και περισσότερο η εξωτερική του εικόνα. Εκεί έρχονται συχνά οι πρώτες δυσκολίες. Ειδικά αν μιλάμε για ομαδικό αθλητισμό, αναζητά απεγνωσμένα το “εγώ” του μέσα στο σύνολο. Πρέπει, όμως, να μάθει μέσα από τη συλλογικότητα πώς μπορεί να αναπτύξει θετικά τον εγωισμό του – και εκεί υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή: το να διαφοροποιηθεί το “εγώ” από τον “εγωισμούλη”, να το πω έτσι. Δηλαδή, η ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης να πατά σε ένα δυνατό “εγώ”, σε μια στιβαρή έννοια, ότι μπορώ να τα καταφέρω, είμαι αυτάρκης σαν προσωπικότητα, και όχι στο να μηδενίσω τους άλλους, ώστε να φανώ εγώ». 

Τα κίνητρα και η «αποστείρωση»

Ενα άλλο σύνηθες πρόβλημα που εντοπίζει ο κ. Τσαγκαράκης είναι το θέμα του κινήτρου. «Οι περισσότεροι άνθρωποι ξεκινούν τον αθλητισμό με ένα εξωτερικό κίνητρο. Για έναν κοινό αθλούμενο αυτό μπορεί να είναι η υγεία ή το σώμα του. Οσο τα παιδιά προχωρούν όμως και μπαίνουν σε ανταγωνιστικό επίπεδο, επιβάλλεται αυτό το κίνητρο να εξελιχθεί από εξωτερικό σε εσωτερικό. Το απόλυτο εσωτερικό κίνητρο είναι ότι το κάνω επειδή το αγαπάω, έχει γίνει κομμάτι του εαυτού μου. Δεν μπορώ να το αποχωριστώ», αναφέρει.  

Το ερώτημα γεννάται αβίαστα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρει ένα παιδί αυτό το κίνητρο για κάτι που αγαπά, και σε μια ηλικία που το μόνο ζητούμενο (θα έπρεπε να) είναι να απολαμβάνει αυτό που κάνει; Εδώ, κατά τον κ. Τσαγκαράκη, έχει αναδυθεί στις μέρες μας ένα παράδοξο, το οποίο συχνά περνά κάτω από τα «ραντάρ» γονέων και αθλητών: όσο τα χρόνια περνούν και ο αθλητισμός ασκείται πλέον από πολύ μικρές ηλικίες συντεταγμένα τόσο τείνει να «αποστειρώνεται».  

«Τα περισσότερα παιδιά ξεκινούν από 5-6 ετών και το κάνουν πλέον από την αρχή σε ένα δομημένο πλαίσιο. Οι σημερινοί 40άρηδες είμαστε ίσως η τελευταία γενιά που έχει προλάβει την έννοια της αλάνας. Το να πίνουμε νερό από το λάστιχο. Πλέον, αυτό δεν υπάρχει. Αρα σήμερα τα παιδιά ό,τι κάνουν πρέπει να το κάνουν δομημένα», αναφέρει και εξηγεί:

«Ο “κίνδυνος” με το δομημένο είναι ότι μπορεί να σε “κάψει”, να σε οδηγήσει σε αυτό που λέμε burn out, όχι σωματικά, αλλά ψυχολογικά. Δηλαδή, έχοντας μπει από νωρίς σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, αρκετά παιδιά βλέπουν τον αθλητισμό σαν “αγγλικά”, δηλαδή ως μια δραστηριότητα που απλά είναι μέρος ενός προγράμματος. Το βλέπουν σαν αγγαρεία γιατί πολλές φορές τους σπρώχνουν οι γονείς προς αυτό το κομμάτι. Με απλά λόγια, δηλαδή, στις πολύ μικρές ηλικίες ο αθλητισμός τείνει να απομακρυνθεί από την αγνή, ελεύθερη χαρά του παιχνιδιού. Ολα πλέον είναι πιο συντεταγμένα και σε έναν βαθμό πιο… αποστειρωμένα. Και η λέξη αποστείρωση δεν κολλάει σαν έννοια με την καλή ψυχολογία, τη δουλεμένη ψυχολογία».

»Οσο, λοιπόν, προχωρούν τα χρόνια και εισάγεται αναπόφευκτα από το ίδιο το άθλημα η ανταγωνιστικότητα, αν το παιδί δεν έχει αναπτύξει την αίσθηση της ικανότητάς του, τότε συχνά δυσκολεύεται πολύ να ακολουθήσει και αρχίζει να απομακρύνεται από το σύστημα αυτό. Και τι παίζει ρόλο για την αίσθηση της ικανότητας; το κίνητρο να είναι όσο γίνεται δικό του, το “εσωτερικό” που λέγαμε νωρίτερα, και να έχει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, κυρίως από τους γονείς του», σημειώνει. 

Ο ρόλος των γονέων

Οι γονείς, αναμενόμενα, αποτελούν τη «συγκολλητική ουσία» που δένει κάθε πτυχή της κουβέντας μας. Οπως λέει ο κ. Τσαγκαράκης, άλλωστε, παρότι τα παιδιά τον προσεγγίζουν συχνότερα με αμιγώς αθλητικά αιτήματα, πάντοτε ένας «προβολέας» δείχνει την οικογένεια.

Φέρνει ως παράδειγμα τη συνηθέστερη, όπως αναφέρει, ανησυχία που έχει παρατηρήσει σε νέους αθλητές. «Είναι η δυσκολία να νιώσουν αποδεκτοί από την ομάδα. Και πώς εκφράζεται; Εκφράζεται μια δυσχέρεια στο να δείξουν την ικανότητά τους. Δηλαδή, φοβούμενοι το λάθος, ουσιαστικά κρατούν τον εαυτό τους πίσω. Δημιουργούν αυξημένο άγχος επικοινωνίας με τους συμπαίκτες τους και τελικά νιώθουν ότι μένουν εκτός ομάδας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, το παιδί συνήθως προέρχεται από ένα αποστειρωμένο οικογενειακό περιβάλλον – δηλαδή να μην έχει ωθηθεί προς τη δημιουργία αυτόνομων σχέσεων», εξηγεί.

Παρότι, όπως λέει, είναι σύνηθες οι γονείς να «σηκώνουν άμυνες» όταν μια ανησυχία του παιδιού φτάνει να συζητείται με τους ίδιους, «απαιτείται, και είναι ξεκάθαρο αυτό, η οικογένεια να κάνει ένα βήμα πίσω, προκειμένου το παιδί να κάνει δύο και τρία βήματα μπροστά».

Είναι εξίσου κομβικό, όμως, γονείς και παιδί να λειτουργούν ταυτόχρονα ως σύνολο: «Πρέπει η οικογένεια να εισάγεται αργά ή γρήγορα στη διαδικασία της ψυχολογικής ανάπτυξης του παιδιού. Η ιδέα είναι ότι τελικά ένα άτομο οφείλει να δουλέψει σαν σύνολο. Είναι συστημικό το θέμα. Το ίδιο το παιδί είναι απλώς η απόληξη αυτού του συστήματος. Παρότι παρατηρώ ότι γενικά οι γονείς έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου τα τελευταία χρόνια και αυτό σίγουρα γεννά μια αισιοδοξία, έχω δει αρκετές φορές παιδιά πιο δουλεμένα συναισθηματικά από τους γονείς. Οταν συμβαίνει όμως αυτό, βλέπεις ένα παιδί να βγαίνει από τον ρόλο που θα έπρεπε να έχει. Εκεί αλλάζουν οι ισορροπίες, είναι σαν να έρχεται το ταβάνι στο πάτωμα».  

Μήπως είναι απλώς «παραχαϊδεμένα»;

Η συζήτησή μας αναπόφευκτα οδηγείται και στον αντίλογο. Μήπως τελικά έχει δημιουργηθεί ένα πλαίσιο υπερβολής και υπερπροστασίας; Πώς τόσοι και τόσοι αθλητές γαλουχήθηκαν στο παρελθόν σε ένα περιβάλλον χωρίς αθλητικούς ψυχολόγους, με πολύ λιγότερα «εργαλεία» και σε σαφώς πιο σκληρές συνθήκες; Μήπως εντέλει ο αντίλογος του «σκάσε και κολύμπα» και όσων έχουν εισαγάγει και στην Ελλάδα τον όρο «snowflakes» (φλώροι, κατά το κοινώς λεγόμενο) για τις νεότερες γενιές έχει μια κάποια βάση;  

Ο κ. Τσαγκαράκης διαφωνεί: «Εχουν αλλάξει πάρα πολύ οι εποχές. Τα άγχη που πλέον αντιμετωπίζουν τα παιδιά εμείς δεν τα βιώναμε στην εποχή μας. Εχουν αυξηθεί πάρα πολύ “τα φαντασιακά πλαίσια” των ανησυχιών. Γιατί και το ίδιο το άγχος αυτό είναι, είναι ένα φαντασιακό πλαίσιο ανησυχίας. Δημιουργούμε από το πουθενά ένα πρόβλημα. Σαν μια λακκούβα που τη βλέπουμε και πάμε και πέφτουμε μέσα. Η κοινωνία είναι πια κατά τέτοιο τρόπο δομημένη που εκτίθεσαι από πάρα πολύ μικρή ηλικία, χωρίς δικλίδες προστασίας. Μπορεί να διαρρεύσει μια φωτογραφία ή ένα σχόλιο που μπορεί να εκθέσει ένα παιδί σε όλη την τάξη, στο σχολείο, σε μια ολόκληρη πόλη. Καλούνται τα παιδιά να διαχειριστούν καταστάσεις που ακόμα κι ένας ενήλικας δεν είναι έτοιμος να το αντιμετωπίσει».

«Να βαρεθούν, να θυμώσουν, να λυπηθούν»

Δεν στέκεται, όμως, μόνο στον συνήθη ύποπτο, δηλαδή τα social media, αλλά περιγράφει και μια… ευρύτερη, αέναη εγρήγορση. «Δεν υπάρχει πλέον η έννοια του να κάτσει εύκολα το μυαλό μας και να εστιάσει σε κάτι. Πόσω μάλλον σε κάτι το οποίο μας αρέσει και μας ηρεμεί. Δεν υπάρχει ξεκούραση, δεν υπάρχει τεμπελιά. Είμαστε στην εποχή που κινδυνεύουμε να χάσουμε ένα συναίσθημα: αυτό της βαρεμάρας, ένα από τα βασικότερα συστατικά της δημιουργικότητας», λέει και εξηγεί: 

«Αυτή είναι ακόμη μια αγωνία των γονέων. Μου λένε συχνά: “Το παιδί θα βαρεθεί αν το αφήσω χωρίς κάτι”. Και τους απαντώ “αφήστε το να βαρεθεί”. Τα παιδιά δεν κατανοούν πλέον τον κενό χρόνο. Λειτουργούν σε ένα πλαίσιο που απομακρύνεται από τη λογική και κινείται με οδηγό ένα μόνιμο άγχος. Και αυτό αναπόφευκτα έρχεται στην επιφάνεια όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν μία εσωτερική σύγκρουση ή να πάρουν μια απόφαση. Πνίγονται στα σενάρια».

Δεν είναι, όμως, μόνο ο «φόβος της τεμπελιάς». Ενα συχνό φαινόμενο είναι επίσης η τάση (υπερ)προστασίας των παιδιών και από άλλα «αρνητικά» συναισθήματα: την ήττα, τη λύπη, τον θυμό.

«Λέμε στους γονείς: Μη φοβάστε την ήττα. Μη φοβάστε να στενοχωρηθεί το παιδί. Αφήστε το να βιώσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του. Υπάρχουν γονείς που παθαίνουν σοκ και απαντούν: “Τι εννοείς το παιδί μου να στενοχωρηθεί; Μα στο μπάσκετ έρχεται για χαρά”. Μα ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που ζούμε μέσα στο άγχος και οδηγούμαστε στην κατάθλιψη, την άλλη μάστιγα της εποχής μας. Επειδή δεν στεκόμαστε σε συναισθήματα που μας χτυπάνε την πόρτα. Και κυνηγάμε ασταμάτητα μια χαρά και μια θετική ψυχολογία», τονίζει ο κ. Τσαγκαράκης και καταλήγει επιστρέφοντας στο ερώτημα περί «χαϊδεμένης γενιάς»:

«Κάποιοι, λοιπόν, θεωρούν ότι με τη σκληρή old school νοοτροπία μπορείς να σταθείς και να αποφύγεις τις δυσκολίες. Αλλά αποφεύγεις μόνο τις δυσκολίες τού τώρα. Αυτό το “σκάσε και κολύμπα”, επομένως, μόνο αν γίνει έχοντας δουλέψει και μεταφέρει στα παιδιά τις σωστές ψυχολογικές έννοιες, τότε, ναι, μπορεί να ενταχθεί σε ένα παραγωγικό πλαίσιο που μπορεί και να τα ωφελήσει».  

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT