ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΑ ΒΟΡΙΖΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ. «Τέτοιο κακό δεν το περίμενε κανείς. Καβαλίκεψαν τα αυτοκίνητα και μπαλωτεύανε. Εριχναν από τη μία γειτονιά στην άλλη». Ο Ζαχαρίας Καραμανιτάκης, καθισμένος στην αυλή του σπιτιού στα Βορίζια, λέει ότι φοβάται για τα χειρότερα.
«Το κακό έπρεπε πιο μπροστά να σταματήσει. Διαφορές υπήρχαν, οι άνθρωποι είναι βοσκοί. Όμως να ρίχνουν μέρα μεσημέρι με τα τουφέκια…», λέει στην «Κ» και σταυρώνει τα χέρια.
Ο Καραμανιτάκης είναι 86 ετών και θυμάται καθαρά το αιματοκύλισμα στο ίδιο χωριό τη δεκαετία του ’50. «Τότε είχαν σκοτωθεί οι θείοι μου», λέει.
Παρότι 86 ετών, η ηλικία του δεν φαίνεται. Γεννήθηκε στα Βορίζια, μεγάλωσε στα κτήματα και γνωρίζει καλά τις δύο οικογένειες που σήμερα βρίσκονται σε πόλεμο. Όπως περιγράφει, άκουσε την έκρηξη της βόμβα που σήκωσε το χωριό στο πόδι το βράδυ της Παρασκευής, η οποία θεωρείται η αρχή του κακού.
«Η βόμβα τα έκανε όλα. Το ‘χανε όρεξη», λέει. Δίπλα του είναι καθισμένη η γυναίκα του, η Φωτεινή. «Φοβήθηκα πολύ. Δεν σκέφτονται τα παιδιά τους; Πού τα βρήκαν τόσα πράγματα;», λέει και μπαίνει στο χαμηλό σπίτι τους. Από το εσωτερικό φτάνει η κυριακάτικη λειτουργία στο ραδιόφωνο.
Πώς έζησα τη βεντέτα του ‘50
Ο ηλικιωμένος Ζαχαρίας Καραμανιτάκης θυμάται καλά την τραγωδία που είχε σημαδέψει το χωριό τη δεκαετία του ‘50. «Το θυμάμαι πολύ καλά», λέει και σιωπά. «Ο δασοφύλακας καθόταν στο καφενείο και ένας χωριανός τον χτύπησε με το μαχαίρι στον λαιμό. Είχαν αντιδικήσει για τα ξύλα στο βουνό», θυμάται. «Είχαν μπει και τότε άνθρωποι στη μέση να τους τα σιάξουνε, όπως και σήμερα, αλλά δεν τα κατάφεραν».
Την επόμενη μέρα, ένας χωριανός πέταξε χειροβομβίδα μέσα σε ένα σπίτι που είχε γιορτή. «Εμάς μας έκλεισαν στο σπίτι της θειάς μου. Έτρεξε η μάνα μου στο σπίτι. Είδε τον ανιψιό της νεκρό, τη γυναίκα του το ίδιο. Χωρίς να φταίνε», λέει.

Αποκλεισμένα τα Βορίζια
Τα Βορίζια παρέμεναν το πρωί της Κυριακής αποκλεισμένα από την Αστυνομία. Αστυνομικοί με κουκούλες, οπλισμένοι σαν αστακοί, άφηναν μόνο τους κατοίκους να περάσουν, για να πάνε στα κτήματα και τα στάνες. Τα κουδούνια από τα ζώα ακούγονται μέχρι το χωριό. Περνάνε αγροτικά φορτωμένα με σάκους γεμάτους ελιές.
Κάποια στιγμή, μετά τις 9, εμφανίστηκαν δύο πομπές αυτοκινήτων της αστυνομίας. Οι γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί στον κεντρικό δρόμο, έξω από το σπίτι του Φανούρη Καργάκη —του 39χρονου που σκοτώθηκε στη συμπλοκή του Σαββάτου— ξέσπασαν ξανά.
«Να φύγετε! Μου σκότωσαν τον άντρα!» φώναζε η σύζυγός του, ενώ συγγενείς την τραβούσαν προς το σπίτι.
Λίγη ώρα αργότερα, μια γυναίκα, στενή συγγενής της οικογένειας, βάδισε προς το κέντρο του χωριού. Άκουσε τα κλάματα και τις φωνές και έκανε τον σταυρό της. «Ήταν καλό παιδί, τον σκότωσαν γιατί τον φοβούνταν», είπε. Δεν θέλησε να αποκαλύψει το όνομά της. «Σκέφτομαι τη σύζυγο με τα μικρά… Δεν ξέρω αν θα μπορέσει να τα μεγαλώσει».
Δεν είναι γνωστό πότε θα γίνουν οι κηδείες. Τα μέτρα της Αστυνομίας στα Βορίζια ενισχύονται. Το νεκροταφείο βρίσκεται στην πλαγιά, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του χωριού, εκεί που ένα εκκλησάκι και ο ασβεστωμένος τοίχος αστράφτουν στον ήλιο.

