Ιδιαίτερη η σχέση του Διονύση Σαββόπουλου με το λαϊκό τραγούδι και ξεχωριστές οι δισκογραφικές συμπράξεις του με καλλιτέχνες όπως η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μπαγιαντέρας, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, ο Δημήτρης Κοντογιάννης, η Γλυκερία, η Πόλυ Πάνου και όχι μόνο, καθώς και το «παραλίγο» αντάμωμά του με τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Να θυμίσω επίσης πως από την εκπομπή του Σαββόπουλου «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», εκεί λίγο μετά τα μισά της δεκαετίας του ’80, παρέλασαν κορυφαίες προσωπικότητες, ιστορικές αλλά και νεότερες τότε, του λαϊκού πενταγράμμου.
Να ταξιδέψουμε όμως δέκα χρόνια πίσω, στα 1976, όταν ο πηγαίος και ευρηματικός, όσο κανείς θα έλεγα, τραγουδοποιός συνέθετε τη μουσική για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη, «Happy Day» διανθισμένη με το τραγούδι του «Λαϊκός τραγουδιστής». Στους περισσότερους είναι γνωστό ως «Θητεία», ερμηνευμένο από τον Μιχάλη Μενιδιάτη.
Ο ίδιος ο Σαββόπουλος, σε συνομιλίες που είχα μαζί του*, μου εξήγησε την «προτίμησή» του:
«Τον εκτιμούσα πάρα πολύ. Είχε αδρή φωνή, λαϊκή και ανεπιτήδευτη. Ο Μενιδιάτης διέθετε μια απλότητα στην έκφρασή του, δεν είχε περιττά περίτεχνα στην ερμηνεία του. Αυτή τη φωνή αναζητούσα για τις ανάγκες και την “παραγγελιά” της ταινίας. Ενα αντρικό παράπονο».
Την «παντρειά» του δημιουργού με τον ερμηνευτή έκανε ο αλησμόνητος και εμπνευσμένος παραγωγός Γιώργος Μακράκης.
Το ραντεβού κανονίστηκε ένα απόγευμα στο σπίτι του Κοσμά Καλογράνη, αδελφού του Μιχάλη Μενιδιάτη, ο οποίος ήταν και άρχων του νυχτερινού κέντρου «Φαντασία».
Ο Σαββόπουλος περιγράφει ανάγλυφα τη συνάντησή τους:
«Αν θυμάμαι καλά ήταν σε ένα ρετιρέ, κάπου στην Πατησίων. Η έκπληξή μου ήταν ότι εκεί ήταν συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια. Οι Καλογράνηδες, μαζί με τις γυναίκες τους με υποδέχτηκαν σαν να ήμουν υπουργός. Μου πρόσφεραν ουίσκι με ξηρούς καρπούς… Είπαμε τα τυπικά, η ώρα περνούσε, τους πρότεινα να βάλουμε την κασέτα να ακούσουμε το τραγούδι, αλλά όλο και το αναβάλλανε. Καθίστε, πιείτε λίγο αυτό, φέρτε του ανθρώπου μήπως θέλει και σόδα… Κάπως έτσι πέρναγε η ώρα κι εγώ δεν καταλάβαινα το γιατί».
Ο Ακης με ρώτησε αν φτιάχνω ο ίδιος την κιθάρα μου και του απάντησα πως όχι. «Περίεργο» μου είπε, «τέτοια εντύπωση είχα». Γιατί εκείνος ήταν total δημιουργός. Εγραφε τους στίχους, τη μουσική και κατασκεύαζε και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε
Λίγο αργότερα στην «παρέα» του ρετιρέ θα προστεθεί και ο Ακης Πάνου. Ο Σαββόπουλος έχει ήδη εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του για εκείνον αλλά συναντιούνται για πρώτη φορά.
«Μάλιστα ο Ακης με ρώτησε αν φτιάχνω ο ίδιος την κιθάρα μου και του απάντησα πως όχι. “Περίεργο” μου είπε, “τέτοια εντύπωση είχα”. Γιατί εκείνος ήταν total δημιουργός. Εγραφε τους στίχους, τη μουσική και κατασκεύαζε και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε. Η ερώτησή του φανέρωνε κατά κάποιον τρόπο και τη δική του εκτίμηση στο πρόσωπό μου».
Η παρουσία όμως του Πάνου δεν είχε μόνο «κοινωνικό» χαρακτήρα. Ηταν ο καταλύτης για να «επικυρωθεί» ο «Λαϊκός τραγουδιστής».
Ο Σαββόπουλος αντιλήφθηκε αμέσως τον καίριο ρόλο του:
«Ακούσαμε το τραγούδι μέσα στην απόλυτη σιωπή. Και πιάνω τότε το βλέμμα του Ακη προς τον Κοσμά. Ελεγε “εντάξει”. Αυτόν περιμένανε για να δώσει την έγκριση για το αν θα πει ή όχι ο Μιχάλης το τραγούδι. Η οικογένεια δηλαδή θεώρησε πως πρέπει να έχει τον δικό της ειδικό για να αποφανθεί… Ολα έγιναν με τα βλέμματα. Το γεγονός μου προξένησε μια καλή, βαθιά εντύπωση».
Το είπε μία κι έξω. Ηταν πολύ εκφραστικός. Πρόσθεσε και μικρά πράγματα, που εγώ δεν τα είχα σημειώσει, που όμως στολίζουν το τραγούδι και κάνουν πιο χαρακτηριστική την ερμηνεία
Ο Σαββόπουλος μου αποκάλυψε ακόμη και τα μυστικά της ηχογράφησης του τραγουδιού:
«Ο Μιχάλης κράτησε την κασέτα, έμαθε το τραγούδι μόνος του και ήρθε στο στούντιο πανέτοιμος. Το είπε μία κι έξω. Ηταν πολύ εκφραστικός. Πρόσθεσε και μικρά πράγματα, που εγώ δεν τα είχα σημειώσει, που όμως στολίζουν το τραγούδι και κάνουν πιο χαρακτηριστική την ερμηνεία. Φυσικά στην ταινία δεν εμφανίζεται ο Μενιδιάτης, αλλά ένας ηθοποιός που ανοιγοκλείνει το στόμα του επάνω στη φωνή του Μιχάλη».
Θυμίζω πως το έργο του Παντελή Βούλγαρη «κεντράρει» στην απάνθρωπη καθημερινότητα των πολιτικών εξόριστων σε ένα απομονωμένο νησί που, αν και δεν ονομάζεται, «δηλώνει» ξεκάθαρα τη Μακρόνησο.

To «Happy Day» απέσπασε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1976 τα βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Μουσικής (ο Σαββόπουλος αρνήθηκε να το παραλάβει) καθώς και τιμητικές διακρίσεις στον ηχολήπτη Θανάση Aρβανίτη και στους ηθοποιούς Zωρζ Σαρρή, Γιώργο Mοσχίδη, Σταύρο Kαλάρογλου, Κώστας Τζούμα και Στάθη Γιαλελή. Επίσης κέρδισε το Βραβείο της Ενωσης Eλλήνων Kριτικών ενώ πρώτευσε και στα εισιτήρια της σεζόν 1977.
Επιστρέφοντας στο «θέμα» Σαββόπουλος και Μενιδιάτης, να υπογραμμίσουμε πως οι δυο τους θα κρατήσουν φιλικούς δεσμούς στα κατοπινά χρόνια. Μάλιστα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ο πρώτος θα δώσει «βήμα» στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» και τους συντελεστές της, θα προβληματιστεί για το αν θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τον δεύτερο.
Θα μου πει χαρακτηριστικά:
«Παραμέρισα τη σκέψη του Μιχάλη, ώστε να μπουν στο λαϊκό τραγούδι και άνθρωποι που δεν είχαν στενή σχέση με το είδος».
Με έπαιρνε κατά καιρούς τηλέφωνο, έτσι να δει τι κάνω. Ομως εγώ δεν ανταποκρίθηκα στον βαθμό που θα έπρεπε. Ισως και λόγω των υποχρεώσεών μου
Ο Σαββόπουλος πάντως θα επισκεφθεί αρκετές φορές τη «Φαντασία» το περίφημο κέντρο των Καλογράνηδων στην παραλία του Αγίου Κοσμά, απολαμβάνοντας την υποδειγματική φιλοξενία τους. Οπως μου τόνισε, ακόμη και τα πεθερικά του όταν πήγαν να διασκεδάσουν εκεί «είχαν να το λένε» για το πώς τους αντιμετώπισαν.
Ο ίδιος, στις συζητήσεις μας, έδωσε και το «φινάλε» της σχέσης του με τον Μενιδιάτη:
«Με έπαιρνε κατά καιρούς τηλέφωνο, έτσι να δει τι κάνω. Ομως εγώ δεν ανταποκρίθηκα στον βαθμό που θα έπρεπε. Ισως και λόγω των υποχρεώσεών μου. Υπήρξα δηλαδή αγενής απέναντί του. Εκείνος όμως, κάνα δυο φορές που του ζήτησα να έρθει σε συναυλίες και να τραγουδήσει τον “Λαϊκό τραγουδιστή”, ανταποκρίθηκε με προθυμία. Και ήταν, όπως πάντα, άψογος».
* «Μιχάλης Μενιδιάτης – Πετραδάκι, πετραδάκι έως την κορυφή» του Κώστα Μπαλαχούτη (εκδόσεις Μένανδρος, 2017).

