Την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και 1.000 ευρώ χρηματική ποινή επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας στον 52χρονο πρώην σύζυγο της 40χρονης Ενκελέιντα, που δολοφονήθηκε τον Μάιο του 2024.
Το δικαστήριο τον καταδίκασε για ανθρωποκτονία από πρόθεση και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, και απέρριψε τους ισχυρισμούς του ότι τέλεσε το έγκλημα σε βρασμό ψυχικής ορμής, αλλά και τον ισχυρισμό του περί μειωμένου καταλογισμού λόγω μέθης.
«Για να αιτιολογηθεί ο βρασμός ψυχικής ορμής απαιτείται ένα περιστατικό ακραίου συναισθήματος ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος κινήθηκε στην πράξη του από ακραία ζήλια λόγω σύναψης ερωτικού δεσμού της εν διαστάσει συζύγου του με άλλο άνδρα», είπε ο πρόεδρος του ΜΟΔ.
Αναφερόμενος στην απόρριψη αιτήματος για μειωμένο καταλογισμό λόγω μέθης, ο πρόεδρος εξήγησε πως προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ήταν «άνθρωπος βίαιος, επιθετικός, κτητικός, στερείται συναισθήματος, εντελώς απαθής, δεν θυμόταν τις ημερομηνίες γέννησης παιδιών, αδιανόητο. Ο τρόπος τέλεσης έδειξε σχεδιασμό, καταφάνηκε με το που είδε το θύμα, αμέσως, εφόρμησε, αυτό δείχνει ακραία σκληρότητα, όταν συνελήφθη είπε στον αστυνομικό “καλά τής έκανα”, είχε γνώση το τι της έκανε».
Νωρίτερα, η εισαγγελέας της έδρας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος με πλήρη καταλογισμό, σημειώνοντας πως «βρισκόταν σε πλήρη διαύγεια όταν τέλεσε την πράξη αυτή όπως την τέλεσε. Ηταν μια οικογενειακή σχέση που πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Ο κατηγορούμενος σιγά σιγά άρχισε να δείχνει κτητική συμπεριφορά, να την υποβάλει σε χειροδικίες, ήταν επιθετικός απέναντί της, ενώ είχε αποπειραθεί να τη σκοτώσει και το 2013». Μάλιστα, σημείωσε πως δεν πρέπει να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν ξέρει πώς έφτασε στο έγκλημα, καθώς «ήταν ψύχραιμος και είχε πάρει την απόφαση να τη σκοτώσει».
Κατά την εισαγγελέα, ο κατηγορούμενος είχε δει φωτογραφίες του θύματος με άλλο άνδρα και αποφάσισε να τη σκοτώσει. «Για αυτό έστησε καρτέρι έξω από το σπίτι της οικογένειας και εκεί μετά από συνομιλία έβγαλε ένα μαχαίρι και της κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα, στον τράχηλο, στην κοιλιακή χώρα ακόμα και στα πόδια», είπε η εισαγγελέας.
Τι ισχυρίστηκε στην απολογία του
Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος περιέγραψε τη γνωριμία του με το θύμα, λέγοντας πως γνωρίστηκαν 1997, ερωτεύτηκαν, αρραβωνιάστηκαν και έπειτα από δύο χρόνια παντρεύτηκαν. «Την αγαπούσα πάρα πολύ, είχαμε καβγάδες, ναι. Πάντα εκείνη ήθελε να φύγει», είπε ο κατηγορούμενος και συμπλήρωσε πως το 2012 του ζήτησε να χωρίσουν επειδή εκείνος έπινε.
Πρόεδρος: Χάνατε τον έλεγχο;
Κατηγορούμενος: Οχι τελείως. Πάντως μετά από τρία χρόνια προσπαθήσαμε να τα βρούμε – πήγα και σε ψυχολόγο στην Αλβανία για το αλκοόλ.
«Το έκοψα και γύρισα στην οικογένειά μου, αλλά επανήλθαν τα προβλήματα και άρχισα πάλι να πίνω. Πάντα έφευγα από το σπίτι για να μη γίνονται φασαρίες. Το 2022-2023 έγινε ένας μεγάλος καβγάς και έφυγα από το σπίτι. Αργότερα, πήγαμε στον λογιστή να κάνουμε δήλωση και εκεί την άκουσα να ρωτάει εάν υπάρχει η δυνατότητα να πάρει σπίτι. Αποφασίσαμε να πάρουμε σπίτι. Βρέθηκε. Πήγαμε μαζί, πήραμε τα λεφτά. Ξεκίνησε η διαδικασία. Στο μεταξύ εγώ έπινα. Αυτή δεν ήθελε να μείνω μαζί της», είπε ο κατηγορούμενος και αρνήθηκε ότι παρακολούθησε το θύμα πριν από τη δολοφονία.
Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε και στο γεγονός ότι είχε πληροφορηθεί τη σχέση της εν διαστάσει συζύγου του καθώς είχε δει κάτι φωτογραφίες από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονία. «Εγώ δεν ζήλεψα καθόλου, αν ήθελε να βρει άλλον, να βρει. Εγώ ανησυχούσα για το παιδί μου που ήταν 15 ετών. Να μπει κάποιος άλλος στο σπίτι σου, που έχεις φτύσει αίμα, στο αυτοκίνητο το δικό σου», είπε και συμπλήρωσε πως την επίμαχη ημέρα είχε πιει.
«Της λέω μπορεί να φωνάξεις τον άλλον να μιλήσουμε. Δεν ήξερα τι να κάνω, την αγαπούσα. Δεν θυμάμαι πως σκότωσα εγώ τη γυναίκα. Μετά από δύο ημέρες κατάλαβα τι είχα κάνει. Ημουν θολωμένος. Πήρα ένα ταξί, πήγα σε ένα ξενοδοχείο, δε θυμάμαι πώς», ανέφερε κατά την απολογία του και κλείνοντας ζήτησε συγγνώμη. «Εγώ ζητάω ένα συγγνώμη στα παιδιά μου, εγώ έχω τελειώσει, έχω πεθάνει. Εγώ τα παιδιά μου θέλω να είναι καλά».
Μάρτυρες
Στη δίκη κατέθεσε η κόρη του ζευγαριού, η οποία έχει δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας σε βάρος του πατέρα της. «Πάντα είχαμε θέματα στο σπίτι. Ο πατέρας μου ξυλοκοπούσε συνέχεια τη μητέρα μου, είχαμε φασαρίες, τσακωμούς. Ολη την παιδική ηλικία θυμάμαι να υπάρχουν τέτοια περιστατικά».
Πρόεδρος : Ηταν βίαιος, τη χτυπούσε;
Κόρη: Ναι. Ζήλευε και έβρισκε συνεχώς προφάσεις. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που τσακωνόταν. Μια φορά είχαμε πάει στον παιδίατρο και είχανε τσακωθεί πάρα πολύ γιατί της έλεγε ότι η μπλούζα της ήταν προκλητική. Οι φωνές ακούγονταν τόσο, μέχρι που μας έδιωξε ο παιδίατρος. Επινε αλκοόλ, έμεινε χωρίς δουλειά. Τα προβλήματα ήταν πιο πολλά. Ηταν πιο πολλές ώρες στο σπίτι, ήταν πιο συχνή η επαφή και οι τσακωμοί ήταν πιο έντονοι. Μετά χωρίσανε, έβγαλαν διαζύγιο το 2015», είπε η κόρη του ζευγαριού.
Η κόρη του κατηγορουμένου εξήγησε πως όταν επέστρεψε ο πατέρας της υπήρξε μια επανασύνδεση και τα πράγματα ένα δυο χρόνια ήταν καλά. «Δεν ξέρω γιατί τον δέχθηκε πίσω η μητέρα μου. Ηταν μόνη της με δύο παιδιά, είχε οικονομικά θέματα. Η μητέρα μου δούλευε σε ξενοδοχείο, έκανε κάποια μεροκάματα ο πατέρας μου, μετά έπιασε ξανά δουλειά στην οικοδομή. Οταν ένιωσε σίγουρα και μπήκε ξανά στην οικογένεια, άρχισε να πίνει και πάλι. Το αλκοόλ ήταν η παρέα του. Αρχισαν οι τσακωμοί, τον έδιωχνε από το σπίτι η μαμά.
Εναν χρόνο πριν γίνει ό,τι έγινε, τον έδιωξε η μαμά μου πάλι από το σπίτι. Στην αρχή, μας ενοχλούσε, μας έφερνε τα ρούχα του. Δεν το είχε πιστέψει. Με έπαιρνε και με έβριζε. Τη μαμά την έπαιρνε και την ενοχλούσε».
Πρόεδρος: Η μητέρα σας είχε άλλο σύντροφο;
Μάρτυρας: Ναι.
Πρόεδρος: Το ήξερε ο πατέρα σας;
Μάρτυρας: Προφανώς, το είχε καταλάβει γιατί μας παρακολουθούσε. Γενικά, μας παρακολουθούσε το τελευταίο διάστημα. Τον είχανε πάει στο αστυνομικό τμήμα. Με είχε πάρει τηλέφωνο και είχα καταλάβει ότι μας παρακολουθούσε, ήταν από πίσω μας, όταν φτάσαμε στο σπίτι ήταν εκεί, του έκλεισα τον δρόμο με το αμάξι και του είπα: γιατί μας παρακολουθείς και είσαι εδώ. Ενιωθε ότι πάντα θα είναι δική του, το κτήμα του, δεν μπορεί να είναι με κάποιον άλλον.
Η μάρτυρας αποκάλυψε ότι ο πατέρας της είχε κάνει απόπειρα να δολοφονήσει τη μητέρα της το 2013, ενώ για την ημέρα της στυγερής δολοφονίας η ίδια εξήγησε πως ενημερώθηκε από τους αστυνομικούς. «Κατέβηκα κάτω, ρώτησα τους αστυνομικούς τι γίνεται. Δεν με αφήνανε, δεν μου έδειξαν κάτι, μου έδειξαν μια φωτογραφία που είχε μαζί της στην τσάντα. Τους είπα ότι είναι η μαμά και την έχει σκοτώσει αυτός. Είχε πλήρη συνείδηση και με το ποτό. Είχαμε πάει στον ψυχίατρο και είχε πει ότι είχε αγχώδη διαταραχή. Με το αλκοόλ θεωρώ ότι έπαιρνε θάρρος».
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο αδελφός του θύματος, ο οποίος επίσης αναφέρθηκε σε περιστατικά απειλών του 52χρονου κατηγορουμένου προς το θύμα. «Θεωρούσε κτήμα του την αδελφή μου μια ζωή. Ο λόγος που ήρθα στην Ελλάδα ήταν για να την προστατέψω. Παντρεύτηκαν από έρωτα στην αρχή. Είχανε διαφορά ηλικίας δέκα χρόνια. Πάντα είχανε τσακωμούς. Την τράβαγε στους δρόμους και της είχε βάλει το κεφάλι μέσα σε νερό με ασβέστη. Τότε, αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα για να μπορώ να την προστατέψω», είπε ο μάρτυρας.

