Οταν πάνω από 300.000 πρόβατα «θυσιάστηκαν» από την εμφάνιση της ευλογιάς τον Αύγουστο του 2024 έως σήμερα, και η ασθένεια συνεχίζει να μαστίζει τα κοπάδια των Ελλήνων κτηνοτρόφων, τότε κάτι δεν πήγε σωστά. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, αντί να χαράξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική, επέλεξε τη μέθοδο της «εκρίζωσης» (stamping out), δηλαδή τη θανάτωση όλων των ζώων κάθε εκτροφής όπου εντοπίζεται έστω και ένα κρούσμα της νόσου. Το αποτέλεσμα: μαζικές απώλειες, αγανάκτηση των κτηνοτρόφων και μια επιδημία που συνεχίζει να εξαπλώνεται.
Το υπουργείο αρνήθηκε πεισματικά τη μόνη λύση που υπάρχει όταν η επιδημία ξεφεύγει από τον έλεγχο: τον εμβολιασμό. Παραγνώρισε ότι ο εμβολιασμός εφαρμόστηκε με επιτυχία σε όλες τις προηγούμενες επιδημίες στη χώρα μας –από τη δεκαετία του 1970 έως το 1998– αλλά και σε άλλες χώρες, όπως στη Βουλγαρία το 2013.
Το εμβόλιο δεν είναι πανάκεια, είναι όμως ρεαλιστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη λύση. Επιτρέπει να σωθούν τα υγιή ζώα μιας εκτροφής, μειώνει δραστικά τη μετάδοση της νόσου στις γειτονικές μονάδες και προσφέρει ανοσία διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους. Η ευλογιά μεταδίδεται αερογενώς, ακόμη και σε αποστάσεις ενός ή δύο χιλιομέτρων· χωρίς εμβολιασμό των γύρω κοπαδιών, η εξάπλωση είναι αναπόφευκτη.
Αν το υπουργείο αρνείται τους εμβολιασμούς, θα ανέμενε κανείς τουλάχιστον να έχει διατυπώσει μια σαφή εναλλακτική στρατηγική. Απεναντίας, ούτε καν ανακοίνωσε πόσα ζώα σκοπεύει τελικά να θυσιάσει.
Τα επιχειρήματα που προβάλλονται κατά του εμβολιασμού είναι επιστημονικώς αβάσιμα. Η άποψη ότι δεν μπορούν να διαχωριστούν τα εμβολιασμένα από τα άρρωστα ζώα είναι ξεπερασμένη· οι σύγχρονες μοριακές τεχνικές επιτρέπουν άμεση διάκριση. Ο φόβος ότι θα πληγούν οι εξαγωγές φέτας είναι υπερβολικός: ο εμβολιασμός θα περιοριστεί σε αυστηρά καθορισμένες ζώνες, ενώ οι εξαγωγές μπορούν να συνεχίζονται από τις απαλλαγμένες περιοχές.
Το επιχείρημα ότι τα εμβόλια είναι «χαμηλής ποιότητας» επίσης δεν ευσταθεί. Τα στελέχη που φέρουν γεωγραφικά ονόματα –ρουμανικό, τουρκικό, γιουγκοσλαβικό– χρησιμοποιούνται από διεθνείς φαρμακευτικές εταιρείες και έχουν αποδειχθεί ασφαλή και αποτελεσματικά. Ακόμη κι αν η προστασία δεν είναι απόλυτη, μειώνουν καθοριστικά τη μολυσματική πίεση, προσφέροντας συλλογική ανοσία σε ολόκληρο τον πληθυσμό.
Εχει, επίσης, διατυπωθεί ο προβληματισμός ότι η Τουρκία και το Ισραήλ που εφαρμόζουν εμβολιασμούς δεν κατορθώνουν να απαλλαγούν από τη νόσο. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι. Η Τουρκία εφαρμόζει εμβολιασμούς μόνο για τον περιορισμό των επιπτώσεων της νόσου, χωρίς πρόγραμμα απαλλαγής. Το Ισραήλ, αντιθέτως, προσπαθεί να απαλλαγεί, αλλά επαναμολύνεται συνεχώς από γειτονικές ενδημικές χώρες.
Τέλος, αξίζει να δούμε πώς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν παρόμοιες επιδημίες εξωτικών νοσημάτων. Στη Σαρδηνία, όπου ενδημεί ο καταρροϊκός πυρετός του προβάτου, εφαρμόζονται σταθερά εμβολιασμοί, ενώ εμβολιαστικά προγράμματα συζητούνται ήδη σε Ισπανία, Γαλλία και Ιταλία για την οζώδη δερματίτιδα. Οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν τα νοσήματα του ζωικού κεφαλαίου τους με γνώση, στρατηγική και εθνική πολιτική, όχι με γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.
Η ευλογιά των προβάτων δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά ζήτημα επιβίωσης για την ελληνική κτηνοτροφία. Δεν μπορεί να είναι επιλογή να αφανίσουμε όλα τα κοπάδια στο όνομα της «εκρίζωσης». Είναι ώρα να μιλήσουμε με σοβαρότητα για τον εμβολιασμό – όχι ως απειλή, αλλά ως τη μόνη υπεύθυνη λύση πριν θυσιαστεί, μαζί με τα πρόβατα, και η προοπτική του πρωτογενούς τομέα της χώρας.
* Ο κ. Γιώργος Χριστοδουλόπουλος είναι καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

