Εφημερίδα δεν είναι μόνο οι διευθυντές και αρχισυντάκτες, οι αρθρογράφοι και συντάκτες, οι υπογραφές που εμφανίζονται φαρδιές-πλατιές στις σελίδες του φύλλου και των ενθέτων. Για να λειτουργεί σωστά μια εφημερίδα (ακριβέστερα: για να υπάρχει) εργάζεται ένας μικρός «στρατός» στελεχών και υπαλλήλων, που μπορεί να μη δουν ποτέ το όνομά τους δημοσιευμένο, παρόλο που η προσφορά τους είναι πολύτιμη.
Η Ελένη Γκάνου, που έφυγε το περασμένο Σάββατο από τη ζωή σε ηλικία μόλις 53 ετών έπειτα από πολύμηνη, γενναία μάχη με μια αμείλικτη ασθένεια, και που σίγουρα θα γελούσε από εκεί ψηλά που βρίσκεται αν έβλεπε το όνομά της να αναφέρεται εδώ, ήταν ένα από αυτά τα στελέχη. Ηταν ο ορισμός του ανθρώπου της δουλειάς: δυναμική, αποτελεσματική, ακούραστη, δεν χαμπάριαζε μπροστά σε κανένα απρόοπτο και σε κανέναν δύσκολο συνεργάτη. Για όλα και όλους είχε τον τρόπο της.
Ως παίκτρια ομαδική, ήξερε να εμπνέει και να ανεβάζει τόσο τους συνεργάτες όσο και (ή κυρίως) τους εκάστοτε προϊσταμένους και διευθυντές της. Κατ’ εξοχήν παιδί της «Καθημερινής», που υπήρξε το επαγγελματικό της σπίτι και η μεγάλη οικογένειά της από την ηλικία των 18 ετών, όταν προσλήφθηκε αρχικά στο υποκατάστημα μικρών αγγελιών που διατηρούσε τότε η εταιρεία. Εν συνεχεία άλλαξε πόστο, εντάχθηκε στο εμπορικό – διαφημιστικό τμήμα στο ιστορικό κτίριο της Σωκράτους, με αρμοδιότητα τις αγγελίες, τις δημοσιεύσεις ισολογισμών και το πρωτοποριακό για την εποχή του ένθετο «Ταξίδια», που για πολλά χρόνια αποτέλεσε εμπορική επιτυχία και μεγάλη πηγή εσόδων για την «Καθημερινή».
Η Ελένη Γκάνου είχε ικανότητες που δυστυχώς σπανίζουν στην εποχή μας, ακόμη και μεταξύ στελεχών με λαμπρούς τίτλους σπουδών. Το πρακτικό της πνεύμα. Το ταλέντο στην επικοινωνία. Το εμπορικό της ένστικτο. Ηταν «της πιάτσας». Ψυχολογούσε τον συνομιλητή της. Διάβαζε πίσω από τις λέξεις. Με την καλή κουβέντα της, με το αστείο της, με μια ανθρώπινη αλλά και απολύτως σοβαρή επαγγελματική προσέγγιση που δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες, περνούσε το σωστό μήνυμα τη σωστή στιγμή. Και έφερνε αποτελέσματα. Οι διαφημιζόμενοι – πελάτες απολάμβαναν να μιλούν με την Ελένη, που δίδασκε την πώληση πολύ πριν αυτή γίνει αντικείμενο εξελιγμένων, εξεζητημένων σεμιναρίων. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, λέγαμε μεταξύ μας ότι χαίρονταν να της δίνουν τα χρήματά τους για να διαφημιστούν.

Για κάποιους από εμάς ήταν φίλη και αδελφή. Προσωπικά με έδεσε μαζί της ότι είχαμε την ίδια ηλικία, ότι πρωτομπήκαμε στην «Καθημερινή» πιτσιρίκια, κάτι ατέλειωτες κουβέντες μας στο προαύλιο και το γεγονός ότι βάζαμε αυτή την εφημερίδα, εταιρεία, ιδέα, όπως θέλετε πέστε το, πάνω απ’ όλα. Α, ναι, κι ότι παθιαζόμασταν για τη δουλειά. Η Ελένη Γκάνου όμως υπερείχε σε άλλα. Ηταν αγνή και αφιλτράριστη. Αυτό που έβλεπες και άκουγες, αυτό ήταν. Καμιά διπροσωπία, καμιά διγλωσσία, καμιά κρυφή σκοπιμότητα. Τη μια κοντραριζόταν μαζί σου, την άλλη σε αγκάλιαζε. Ησουν πεσμένος, και με μια κουβέντα σου έφτιαχνε τη μέρα. Το γέλιο και η νεανική φωνή της ηχούσαν σ’ όλη την αίθουσα. «Να γελάτε», μας έλεγε, «αυτό έχει σημασία». Κι ας μας εκνεύριζε καμιά φορά. Αυτή τη θετική διάθεση την κράτησε ώς το τέλος.
Η επαγγελματική στροφή
Τα τελευταία χρόνια η Ελένη Γκάνου είχε την τόλμη να διεκδικήσει μια ανανέωση (την τόλμη – και σε αυτό υπερείχε). Εγινε διαχειρίστρια και οικοδέσποινα πολυτελών καταλυμάτων στη Σαντορίνη. Εμαθε μια νέα «τέχνη», του υψηλού επιπέδου τουρισμού, και διέπρεψε και σ’ αυτήν. Πλέον φώτιζε με το μπρίο της και το χαμόγελό της τα πρόσωπα ανθρώπων από τα πέρατα του κόσμου, που έρχονταν για διακοπές, για να ρομαντζάρουν, για να παντρευτούν.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έκανε φιλίες, έγινε ανεπισήμως «κυρά της Οίας», απέκτησε νέες ρίζες στον πιο περιζήτητο προορισμό του κόσμου. Μετά την πανδημία ανταμώσαμε λίγες μέρες ένα καλοκαίρι, εγώ με τις κόρες μου, εκείνη στο καθήκον, να φροντίζει μη λείψει τίποτα από τους επισκέπτες της. Για τις μικρές μου, που τόσο λίγο τη γνώρισαν αλλά και τόσο εγκάρδια τους μίλησε, θα είναι πάντα η «Θεία Ελένη».
Στην «Καθημερινή» τη βλέπαμε συνήθως δυο φορές τον χρόνο, πριν ξεκινήσει η σεζόν και αφού είχε τελειώσει και ετοιμαζόταν για τις δικές της διακοπές. Τέτοιες μέρες θα ήταν, σαν τώρα. Και φέτος μας «έστησε» και πήγαμε εμείς να την αποχαιρετίσουμε για τελευταία φορά, χθες.
Καλό ταξίδι, Ελένη μας. Μας λείπεις ήδη, αν και θα είσαι πάντα κοντά μας.

