Με άρθρο στην εφημερίδα σας ο Αντ/λέας ΑΠ Β. Φλωρίδης έθεσε το θέμα των αλλεπαλλήλων μηνύσεων κατά δικαστών και εισαγγελέων για πράξεις που ενεργούν στα πλαίσια των δικαστικών τους καθηκόντων τονίζοντας, ότι μια ψευδής μήνυση σε βάρος ενός δικαστικού λειτουργού (αυτονόητα σε κάθε πολίτη) τον στιγματίζει αμέσως ως λειτουργό, ο οποίος ενεργεί αντίθετα από τους δικαστικούς κανόνες, ως λειτουργό που δέχεται «άνωθεν» εντολές, που παραβαίνει σκόπιμα το δικαστικό του καθήκον υπέρ άλλων, που πιθανότατα να χρηματίζεται. Οτι η προσβολή της τιμής του με αυτόν τον τρόπο πλήττει ευθέως τον πυρήνα της προσωπικότητας του.
Ο αρθρογράφος διερωτάται πως θα πρέπει να αντιδράσει ένας δικαστικός λειτουργός, όταν δέχεται τέτοια δυσφημιστική επίθεση είτε με ψευδείς καταμηνύσεις είτε με δυσφημιστικά δημοσιεύματα στο τύπο ή στο Διαδίκτυο. Να
υποβάλλει κάθε φορά εγκλήσεις κατά πάντων και να γίνει ο ίδιος διάδικος των αρχικών διαδίκων; Οι δικαστικοί λειτουργοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν θέλουν να εμφανίζονται στο δικαστήριο υπό άλλη ιδιότητα. Προτείνει να καθιερωθεί νομοθετικά η αυτεπάγγελτη κίνηση της ποινικής διαδικασίας εις βάρος όποιου και με οποιονδήποτε τρόπο καταμηνύει ψευδώς ή δυσφημεί δικαστικό λειτουργό. Αυτό σημαίνει, ότι με την αρχειοθέτηση της εναντίον του ψευδούς μηνύσεως ή την εμφάνιση συκοφαντικού δημοσιεύματος στο τύπο ή στο διαδίκτυο να κινείται αυτεπάγγελτα η ποινική διαδικασία σε βάρος του δράστη.
Ο αρθρογράφος θέτει το πολύ σοβαρό θέμα της προστασίας και υπόληψης μόνο των δικαστικών λειτουργών, στο σημείο όμως αυτό παρατηρώ ότι προστασία χρειάζονται όλοι όσοι ασκούν δημοσία εξουσία και μάλιστα περισσότερο από τους δικαστές, που εξουσία και ικανές γνώσεις έχουν για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ενώ οι υπόλοιποι πρέπει να προσφύγουν στις πολυδάπανες υπηρεσίας δικηγόρου. Ο αρθρογράφος προτείνει την εισαγωγή back door μόνο για τους δικαστές ενός ιδιότυπου αδικήματος οιονεί περιύβρισης αρχής. Σαφώς πρέπει να προστατευθούν οι ασκούντες εξουσία, αλλά η επαναφορά του αδικήματος περιύβρισης αρχής, που όταν καταργήθηκε το 1993 θεωρήθηκε δημοκρατική κατάκτηση, είναι ζήτημα κατά εξοχή πολιτικό.
Ο αρθρογράφος παίρνει αφορμή εκ του ότι σε βάρος του ανακριτή Λάρισας, που διερευνούσε το ατύχημα των Τεμπών υποβλήθηκαν έξη μηνύσεις από συγγενείς των θυμάτων και τέσσερις μηνύσεις για το ίδιο θέμα υποβλήθηκαν στον Εισαγγελέα ΑΠ και εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών Λάρισας. Δεν γνωρίζω την τύχη τους, το πιθανότερο να έχουν αρχειοθετηθεί. Σαφώς οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να μένουν απερίσπαστοι κατά το διάστημα που ασχολούνται με συγκεκριμένη υπόθεση, όταν όμως λήξει η εμπλοκή τους, τότε με νομοθετική ρύθμιση πρέπει να εξετάζονται οι εναντίον τους μηνύσεις, γιατί δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η στέρηση στον πολίτη να υποβάλλει μήνυση κατά δικαστή. Προς αποτροπή της υποβολής αβάσιμων μηνύσεων κατά δικαστών ο αρθρογράφος προτείνει, όπως μετά την αρχειοθέτηση της μήνυσης να ασκείται αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη κατά του δράστη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση.
Στο σημείο αυτό παρατηρώ, ότι μολονότι η ποινική δίωξη για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης (αρθ. 229ΠΚ) ασκείται αυτεπάγγελτα δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη μου αυτεπάγγελτη δίωξη και αν ακόμα έχει υποβληθεί σχετική μήνυση δεν εξετάζεται αν δεν έχει τελειώσει τελεσίδικα η υπόθεση, κατά την οποία υποβλήθηκε η ψευδής καταμήνυση με αποτέλεσμα λόγω της βραδείας απονομής της δικαιοσύνης για την κυρία υπόθεση, το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης να έχει παραγραφεί. Πιστεύω, ότι με καλύτερο συντονισμό μεταξύ εισαγγελικών και δικαστικών αρχών με βάση τη κειμένη νομοθεσία μπορεί να καλυφθεί το παραπάνω κενό.
Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 363 ΠΚ (ν.5090/2024) με την υποβολή μήνυσης δεν διαπράττεται συκοφαντική δυσφήμηση, γιατί οι χειριζόμενοι την υπόθεση λειτουργοί ακόμα και ο δικαστικός επιμελητής δεν θεωρούνται τρίτοι. Για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου ή του διαδικτύου οι δικαστές μπορούν να υποβάλλουν κατά των δραστών έγκληση και αγωγή αποζημίωσης με τις κοινές διατάξεις. Είναι γεγονός ότι καθημερινά υποβάλλονται χιλιάδες μηνύσεις, που αφού κάνουν το διαδικαστικό κύκλο, οι περισσότερες καταλήγουν σε αθώωση του κατηγορούμενου είτε γιατί δεν τέλεσε την άδικη πράξη είτε για έλλειψη δόλου.
Επίσης αν η μήνυση είναι μη νόμιμη ή παντελώς αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ο εισαγγελέας με διάταξη τη θέτει στο αρχείο. Φυσικά δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί, ότι με τη μήνυση που δεν κατέληξε σε καταδίκη διαπράχθηκε ψευδής καταμήνυση γιατί απαιτείται η υποβολή ψευδούς μηνύσεως εν γνώσει. Αν όμως στην απαλλακτική απόφαση ή βούλευμα ή στην εισαγγελική διάταξη, που θέτει στο αρχείο τη μήνυση, υπάρχει ειδική σκέψη, ότι η μήνυση είναι ψευδής ή όταν επιβάλλονται τα έξοδα στον μηνυτή τότε πρέπει να είναι υποχρεωτική για τον εισαγγελέα η αυτεπάγγελτη άσκηση ποινικής δίωξης κατά του μηνυτή για ψευδή καταμήνυση. Στη δίκη για την ψευδή καταμήνυση να αναγιγνώσκονται μόνο τα πρακτικά της προηγούμενης δίκης ή το βούλευμα ή η εισαγγελική διάταξη, χωρίς να είναι υποχρεωτική η παρουσία του μηνυμένου δικαστικού λειτουργού, γιατί έτσι εμπλέκεται προσωπικά στη δίκη. Η παραγραφή της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης πρέπει με νομοθετική ρύθμιση να αρχίζει όχι από την υποβολή της μήνυσης αλλά από το χρονικό σημείο που περατώθηκε τελεσίδικα η προηγούμενη υπόθεση και ενεργοποιείται η ποινική δίωξη για ψευδή καταμήνυση.
*Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης Ε.Τ.

