Μια πρόσφατη ανακοίνωση της Ιεράς Μητρόπολης Βοστώνης, που φαίνεται να πέρασε απαρατήρητη, αποτελεί μνημειώδη και βαρυσήμαντη εξέλιξη στην ευαισθητοποίηση της Εκκλησίας στο πλαίσιο της ποιμαντικής της διακονίας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, ένας διαζευγμένος κληρικός έλαβε έγκριση και ευλογία να τελέσει δεύτερο γάμο. [Βλέπε εδώ]
Η συγκεκριμένη απόφαση, που ελήφθη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν ήταν ούτε αιφνίδια ούτε βεβιασμένη. Είναι ακόμη ζωντανή στη μνήμη μου η προσωπική συνομιλία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο στο πλαίσιο μιας επίσημης επίσκεψής του στον Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας το 2015, σχετικά με την περίπτωση χήρων κληρικών, κάποιοι από τους οποίους απρόσμενα και απρόβλεπτα βρέθηκαν με την ευθύνη της ανατροφής μικρών παιδιών. Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, οι όποιες διαβουλεύσεις σχετικά με τον δεύτερο γάμο κληρικών (σχεδόν αποκλειστικά περιπτώσεις χήρων κληρικών) κατέληγαν στο ότι μόνο μια «οικουμενική» ή «πανορθόδοξη» Σύνοδος θα μπορούσε να επιλύσει το ζήτημα.
Το χρονικό
Ας σημειωθεί ότι μόνο η εν Τρούλω Πενθέκτη Σύνοδος (691-2), προφανώς υπό τον περιοριστικό επηρεασμό του μοναχισμού, διατύπωσε τoν μοναδικό σχετικό απαγορευτικό κανόνα. Στους πρώτους αιώνες της ζωής της η Εκκλησία επέτρεπε τόσο τον δεύτερο γάμο κληρικών όσο και τον γάμο επισκόπων. Και αργότερα, ακόμη και μέχρι τον 18o αιώνα, ορισμένες αυτοκέφαλες Εκκλησίες επέτρεπαν, σιωπηλά, σε χήρους κληρικούς να ξαναπαντρεύονται. Υπό το πρίσμα αυτό, κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης, το 2016, εγκρίθηκε η εξαιρετικά ευφυής και σημαντική πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχη, να δοθεί στην κάθε Εκκλησία, μεμονωμένα, η δυνατότητα να είναι πιο ευέλικτη σε αποφάσεις που να ανταποκρίνονται στις τοπικές ανάγκες ή συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας Συνόδου αναφέρθηκε και το αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο μελετούσε το ενδεχόμενο να επιτρέψει τον δεύτερο γάμο κληρικών, χωρίς ακόμη να είναι σαφές αν αφορούσε τον δεύτερο γάμο αποκλειστικά λόγω χηρείας ή και λόγω διαζυγίου. Λίγο αργότερα, το 2018, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος. Η όλη διαδικασία ήταν ένα τολμηρό και θαρραλέο βήμα, που ομολογώ ότι σπάνια συναντώ σε συναναστροφές και συζητήσεις μου με ιεράρχες, και δη πρωθιεράρχες. Στη συνέχεια, το 2019, ανακοινώθηκε, χωρίς τυμπανοκρουσίες, η πρώτη συνοδική απόφαση, που επέτρεπε τον δεύτερο γάμο χήρων κληρικών και κληρικών που εγκαταλείφθηκαν από τις συζύγους τους, ενώ φέτος γίναμε μάρτυρες της επίσημης έγκρισης και συνοδικής ευλογίας του δεύτερου γάμου διαζευγμένου κληρικού, θέμα που παλαιότερα θεωρούνταν απόλυτα ταμπού.
Η θεραπευτική δύναμη της αγάπης
Η σημαντική αυτή είδηση αποκαλύπτει με εμφατικό τρόπο την ευρύτητα της αυθεντικής πνευματικότητας της Εκκλησίας μας, σε σύγκριση ή και σε αντίθεση με αυτό που προβάλλεται ως η ουσία της Ορθοδοξίας. Βλέπετε, έχουμε πείσει ή έχουμε ξεγελάσει τον εαυτό μας ότι η κατασκευή μεγαλοπρεπών και πολυτελών ναών, οι φανταχτερές τελετουργίες, η μόνιμη επίκληση και δημοσίευση κειμένων της χρυσής εποχής των εκκλησιαστικών πατέρων ή του σύγχρονου μοναχισμού, η συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες είναι αυτά που ορίζουν την ουσία της Ορθοδοξίας.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, όμως, αυτό που μας φέρνει πιο κοντά στην καρδιά και το μήνυμα του Ευαγγελίου –και επομένως στη δόξα και την ομορφιά της Ορθοδοξίας– δεν είναι ο τρόπος που εξουσιάζουμε ή ξεχωρίζουμε από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά ο τρόπος που συμπαραστεκόμαστε και υπερασπιζόμαστε όσους βιώνουν συντριβή και κατάρρευση, συμπεριλαμβανομένης της θλίψης και του πόνου της χηρείας και του διαζυγίου. Αλλωστε, ο πόνος και οι πληγές είναι που έχουμε κοινά με τον συνάνθρωπό μας, όχι η εξουσία και η κάθε λογής ανωτερότητα, κι αυτές είναι που διακονεί και θεραπεύει η αγάπη, η οποία ταυτίζεται στενά, έμφυτα και άρρηκτα με τον Θεό!
Κι αν ως άνθρωποι διαπράττουμε παραστρατήματα και παρεκτρεπόμαστε ανά πάσα στιγμή και σε κάθε πτυχή της ζωής μας, πώς είναι δυνατόν να μην ολισθήσουμε και να μην καταρρεύσουμε στην πιο βαθιά και διάπυρη ανθρώπινη επιθυμία, να είμαστε και να συμπεριφερόμαστε κατ’ εικόνα Θεού, που η Αγία Γραφή καθορίζει ως αγάπη; Η αγάπη είναι ουσιαστικά ο χώρος όπου μαθαίνουμε να παραδινόμαστε, να συμπάσχουμε και να συμπαθούμε. Είναι πρωταρχικά η δυνατότητα με την οποία αναγνωρίζουμε ότι πάντα αποτυγχάνουμε. Κανείς λοιπόν δεν θα έπρεπε να βασανίζεται ή να τιμωρείται για κάτι που τελικά είναι εγγενώς αδύνατο, ακόμη και σε προφανώς «επιτυχημένους» γάμους. Ο Παύλος Ευδοκίμωφ θα έλεγε ότι η τέλεια αγάπη δεν είναι του κόσμου τούτου, αλλά ανήκει στον επέκεινα! Aρα, «παρά ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατον ἐστί», έστω κι αν «παρά δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστί» (Ματθ. 19:26).
Ανακριβής ερμηνεία – Περιμένουμε από τον κλήρο να επιδεικνύει αγνότερα κριτήρια από το απλό ποίμνιο. Πρόκειται σαφώς για μια ατυχή και ανακριβή ερμηνεία του όρου «κληρικός», που τελικά νοείται ως «αποκλεισμένος» από την κοινότητα.
Oποιος όμως έχει γευτεί την αληθινή αγάπη στα μάτια ενός αγαπημένου είναι πεπεισμένος για τo απρόσιτο μυστήριο και το άπιαστο μεγαλείο της εμπειρίας. Αλλά και όποιος όμως επιχείρησε να εξιχνιάσει τη γνήσια αγάπη στην άβυσσο αμοιβαιότητας ενός συντρόφου αντιλαμβάνεται επίσης τη φευγαλέα φύση της εμπειρίας. Σε κάθε γάμο ή διαζύγιο, στην καλύτερη περίπτωση βιώνουμε μονάχα τη λαχτάρα να γνωρίσουμε και να μας γνωρίσουν, συναντούμε μόνο φευγαλέες στιγμές να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Κι αυτός είναι –ή θα έπρεπε να είναι– ο κύριος λόγος για τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτρέπει τον δεύτερο και τον τρίτο γάμο. Οχι ως χειρονομία αντοχής ή ανοχής –παρά τις αχρείαστα υπερβολικές συγχωρητικές και σκανδαλωδώς τιμωρητικές ευχές της ακολουθίας του δεύτερου γάμου, η οποία συχνά παρουσιάζεται λανθασμένα ως «παραλλαγή» του μυστηρίου του γάμου–, αλλά ως επιβεβαίωση και επικύρωση ότι η αποτυχία είναι εγγενώς ανθρώπινη και αυθεντική. Η Ακολουθία εις Δίγαμον περιέχει ευχή υπέρ της «άφεσης αμαρτιών και παραπτωμάτων» «για την σαρκική αδυναμία» όσων τελούν δεύτερο γάμο, οι οποίοι συγκρίνονται με κακούργους κακοποιούς: ο μεν άνδρας με τον τελώνη, η δε γυναίκα με την πόρνη.
Νομικίστικη αντίληψη
Φυσικά, οι περισσότεροι από μας μπορεί να επιδεικνύουμε κάποιο βαθμό συμπάθειας όταν πρόκειται για τη σύναψη νέου γάμου χήρων κληρικών. Αλλά το φαινόμενο του νέου γάμου έπειτα από διαζύγιο γίνεται περισσότερο περίπλοκο όταν πρόκειται για κληρικούς. Oπως είναι φυσικό, το ενδεχόμενο σύναψης δεύτερου γάμου ενός χήρου κληρικού αντιμετωπίζεται έως και με συμπάθεια. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο προκειμένου για τη σύναψη δεύτερου γάμου για διαζευγμένους κληρικούς. Κι αυτό κυρίως διότι περιμένουμε από τον κλήρο να διακρίνεται και να επιδεικνύει υψηλότερα πρότυπα ή αγνότερα κριτήρια από το απλό ποίμνιο.
Πρόκειται σαφώς για μια ατυχή και ανακριβή ερμηνεία του όρου «κληρικός», που νοείται ως άνωθεν «εκλεκτός» ή «καθαγιασμένος», αλλά τελικά νοείται ως απόλυτα «αποχωρισμένος» και «αποκλεισμένος» από την κοινότητα. Eτσι άλλωστε δικαιολογείται το γεγονός ότι δοξάζεται η αγαμία μεταξύ ιεραρχών και μοναχών, ακόμη κι αν επιδοκιμάζουμε και ανεχόμαστε τον έγγαμο κλήρο, ενώ καταδικάζουμε τον διαζευγμένο κλήρο.
Oλα αυτά αποτελούν κατάλοιπα μιας νομικίστικης, αν μη στρεβλής αντίληψης του «ανεξίτηλου» χαρακτήρα της χειροτονίας –ένα φορμαλιστικό υπόλειμμα της έννοιας της «αιωνιότητας» και της «ανωτερότητας» των βαθμών του κλήρου– που επισκιάζει τη χειροτονία των κληρικών και την κουρά των μοναχών, δημιουργώντας έτσι μια εξουθενωτική υποταγή στην εξουσία κάποιας μυστικής ή μαγικής –συνάμα μυστηριακής και μυστικής– χάρης ή δύναμης.
Oμως, με τέτοιες υπερβολικές και δυσπρόσιτες προσδοκίες, είναι άραγε τόσο περίεργο που οι γάμοι τους αποτυγχάνουν και οι κληρικοί ζητούν διαζύγιο; Προφανώς θα πρέπει να είμαστε το ίδιο συμπονετικοί και να δείχνουμε την ίδια κατανόηση απέναντι στους κληρικούς μας, όπως περιμένουμε και εκείνοι να συμπεριφέρονται απέναντι στους ενορίτες τους. Πρέπει να διατυπώσουμε και να διατρανώσουμε την αλήθεια ότι και οι ιερείς είναι άνθρωποι, ότι δηλαδή οι κληρικοί είναι τελικά ανθρώπινοι.
Η προσαρμογή των κανόνων – Πρέπει να αξιολογήσουμε και να αποδεχτούμε ότι οι εκκλησιαστικοί κανόνες διαμορφώνονται από τις εκάστοτε ιστορικές και ανθρώπινες συνθήκες, γι’ αυτό και ερμηνεύονται και προσαρμόζονται πάντοτε σε αυτές.
Πρέπει δηλαδή να παραδεχτούμε και να αναγνωρίσουμε ότι η ποιμαντική φροντίδα και διακονία της Εκκλησίας μπορεί και πρέπει να αφορά πρωτίστως τους ίδιους τους φροντιστές και λειτουργούς της. Και πρέπει να αξιολογήσουμε και να αποδεχτούμε ότι οι εκκλησιαστικοί κανόνες διαμορφώνονται από τις εκάστοτε ιστορικές και ανθρώπινες συνθήκες, γι’ αυτό και ερμηνεύονται και προσαρμόζονται πάντοτε σε αυτές.
Οι δυσκολίες των συζύγων
Αναφερόμενοι εδώ στο ζήτημα του νέου γάμου διαζευγμένων κληρικών, δεν μπορούμε ασφαλώς να παραβλέψουμε τον πόνο και τις δυσκολίες που ενδέχεται να υφίστανται οι σύζυγοί τους, οι οποίες μπορεί εξίσου να έχουν εγκλωβιστεί σε έναν συμβατικό γάμο, που χωρίς να φταίνε υπέστησαν τις συνέπειες άσκησης εκκλησιαστικής πολιτικής ή που μπορεί να εξαρτώνται οικονομικά από τους κληρικούς συζύγους τους. Αυτές οι προκλήσεις, καθώς και οι ευαισθησίες που περιβάλλουν τα παιδιά διαλυμένων γάμων, υπερβαίνουν το περιεχόμενο του άρθρου αυτού, αλλά χρειάζεται κάθε προσοχή και συμπάθεια και σ’ αυτά, ανάμεσα στις ποικίλες δυσκολίες που συνοδεύουν το διαζύγιο.
Είναι προς τιμήν του Μητροπολίτη Βοστώνης κ. Μεθοδίου, ότι, όπως έγραψε, «μοιράστηκε τα καλά μαντάτα» της πρωτοφανούς αυτής πρωτοβουλίας με το ποίμνιό του, ενημερώνοντάς το με ευαισθησία και ευσπλαχνία, διακριτικότητα ότι «το θέμα υποβλήθηκε στην Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Αρχιεπισκοπής μας, η οποία μετά από προσεκτική εξέταση ενέκρινε και παρέπεμψε την αίτηση στην Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τελική απόφαση, η οποία ενέκρινε και αποδέχτηκε το αίτημα του κληρικού με αγάπη, διάκριση και ποιμαντική φροντίδα».
Σπεύδω να προσθέσω ότι η απόφαση, την οποία περιγράφει ο Μητροπολίτης ότι «αντανακλά τη βαθιά συμπόνια και κατανόηση της Μητέρας Εκκλησίας μας για έναν αφοσιωμένο κληρικό της», δεν πρέπει να μειωθεί ή να θεωρηθεί ως πράξη συγκατάβασης, μεγαλοψυχίας ή ευσπλαχνίας. Είναι αυτό που κάθε Χριστιανός υποτίθεται ότι αναμένει και αξίζει από τη Μητέρα Εκκλησία. Είναι ακριβώς αυτό που η Εκκλησία καλείται και υποχρεούται να κάνει.
Μου πήρε πολύ χρόνο να αντιληφθώ και αποδεχθώ πως, όταν ο Χριστός είπε στον Πέτρο ότι «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16:18), μπορεί να εννοούσε ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να επιφέρει αλλαγή στον επίγειο θεσμό της Εκκλησίας. Ωστόσο, η περίπτωση με την οποία ασχολούμαστε εδώ αποτελεί μια αναζωογονητική, αν μη επαναστατική, μετακίνηση στην εκκλησιαστική πρακτική, εντελώς αδιανόητη μόλις πριν από μια δεκαετία. Η Εκκλησία μπορεί πράγματι να προσφέρει κάτι μοναδικό στη ρεαλιστική και ποιμαντική της απάντηση στο θέμα του διαζυγίου, ιδιαίτερα στην περίπτωση του κλήρου. Μπορεί να προσφέρει μια αναζωογονητική θεώρηση και μια σεμνή προσδοκία στους χειροτονημένους λειτουργούς της, οι οποίοι άλλωστε υπηρετούν ως ταπεινοί διάκονοι της επίγειας κοινότητας των πιστών.
*Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής είναι αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου και εκτελεστικός διευθυντής του Οικουμενικού Ινστιτούτου Huffington στη Βοστώνη.

