Μαθαίνοντας στα παιδιά να αντιμετωπίζουν τον εκφοβισμό

Μαθαίνοντας στα παιδιά να αντιμετωπίζουν τον εκφοβισμό

Ένας βασικός οδηγός διαχείρισης περιστατικών μπούλινγκ για γονείς, από τη συγγραφέα και κλινική ψυχολόγο Άλισον Μακ Κλάιμοντ

13' 55" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Ενα συμπεριληπτικό σχολικό περιβάλλον, μια καλή σχέση επικοινωνίας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στα παιδιά και στους γονείς, καθώς και η συνεργασία με τη σχολική μονάδα και τους εκπαιδευτικούς μπορούν να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον αφιλόξενο για εκφοβιστικές συμπεριφορές και προστατευτικό για τα παιδιά. Και φυσικά, συστηματική «δουλειά» των γονιών με τα ίδια τα παιδιά, σημειώνει η Άλισον Μακ Κλάιμοντ, συγγραφέας του βιβλίου Πώς να βοηθήσεις το παιδί σου να τα καταφέρει, με 20ετή εμπειρία ως κλινική ψυχολόγος για άτομα και οικογένειες, και με εργασιακή εμπειρία σε περιοχές από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη Νότια και την Κεντρική Ασία, αλλά και τη Νότια Αμερική. 

Στη συζήτησή μας προσεγγίσαμε μια πληθώρα θεμάτων γύρω από τον σχολικό εκφοβισμό, από το πότε θα πρέπει να επέμβει ένας γονέας και τη γλώσσα που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει μέχρι το πού θα ήταν καλό να απευθυνθεί σε κρίσιμες περιπτώσεις. Στο πλαίσιο αυτό εξετάσαμε τα ζητήματα, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά διαφορετικών ηλικιών (Νηπιαγωγείο, Δημοτικό και Γυμνάσιο) και τις ιδιαιτερότητες που θα πρέπει να έχει η εκάστοτε προσέγγιση εκ μέρους των γονιών.

«Μια πρώτη συμβουλή είναι να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να εξερευνούν διαφορετικούς τύπους προσωπικοτήτων στο σχολικό περιβάλλον αλλά και εκτός αυτού. Έχω παρατηρήσει πως ο εκφοβισμός συχνά συμβαίνει όταν τα παιδιά απομονώνονται ή όταν το υπόλοιπο σύνολο τα αντιμετωπίζει ως “διαφορετικά”. Αν δεις κάποιο παιδί που κάθεται μόνο του, μπορείς να πας να καθίσεις μαζί του ή να δεις τι συμβαίνει. Είναι επίσης σημαντικό και ως γονείς να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να κάνουν φιλίες με διαφορετικούς τύπους παιδιών, είτε στο σχολείο είτε και έξω από αυτό, και να μάθουν να συναναστρέφονται με διαφορετικούς τύπους παιδιών, είτε σε ό,τι αφορά την κουλτούρα, την καταγωγή και την ηλικία είτε πρόκειται για μια ευρεία ποικιλία προσωπικοτήτων, αξιών και τρόπων έκφρασης.

Όταν μιλάμε για “συμπεριληπτικό περιβάλλον”, εννοούμε ανθρώπους που μπορεί να έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα από τα δικά μας. Οι έφηβοι θα δούμε ότι συχνά δημιουργούν τις δικές τους “φυλές”. Λένε “δεν θέλουμε να κάνουμε παρέα με εκείνα τα παιδιά γι’ αυτόν τον λόγο”. Αυτό που θα ήθελα είναι να προσπαθούν να βρίσκουν τουλάχιστον ένα κοινό στοιχείο με το άλλο άτομο ή με την “άλλη ομάδα”, κάτι με το οποίο μπορούν να συνδεθούν. Αν δημιουργήσουμε μια σχολική κουλτούρα όπου δεν χρειάζεται να είσαι κολλητός με όλους, αλλά να μπορείς να βρεις κάτι που να σου αρέσει ή να θαυμάζεις στον άλλον, τότε μπορούμε να αποτρέψουμε τέτοιες συμπεριφορές αποκλεισμού».

Μαθαίνοντας στα παιδιά να αντιμετωπίζουν τον εκφοβισμό-1
Φωτ. © Anastasiia Sienotova / GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

Πώς θα νιώσει το παιδί ασφάλεια ώστε να ανοιχτεί για ό,τι βιώνει; 

Το να νιώθει το παιδί ότι μπορεί να έρθει να σου μιλήσει είναι θεμελιώδες για να μπορέσεις να διαχειριστείς τέτοιες καταστάσεις. Πολύ πιο συχνά από ό,τι νομίζουμε, τα παιδιά δεν μιλάνε για το ότι δέχονται μπούλινγκ. Δεν το μοιράζονται από μόνα τους και χρειάζεται ο γονέας να κάνει λίγο τον «ντετέκτιβ» όταν υποψιάζεται κάτι. Ρωτάμε «πώς ήταν η μέρα σου στο σχολείο;», αλλά τα παιδιά ποτέ δεν απαντούν σε αυτό. Χρειάζεται να ρωτάμε πράγματα όπως «Με ποιον έπαιξες σήμερα;», «Τι καλό ή κακό συνέβη σήμερα;». Να ανοίξουμε μια συζήτηση για το ποιοι είναι οι φίλοι του παιδιού, με τι παιχνίδια παίζουν, ειδικά όσο είναι μικρά, γιατί πρέπει να καταλάβουν τις δυναμικές και να προστατεύσουν τον εαυτό τους από το να εκφοβίζονται. Το να προστατευθεί ένα παιδί από το μπούλινγκ είναι περίπλοκο, γιατί τα αίτια ποικίλλουν. Πολλές συμβουλές αναφέρουν πως, αν ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση του παιδιού, έτσι το προστατεύουμε από το μπούλινγκ. Ίσως. Αλλά πριν από αυτό πρέπει το παιδί να μάθει ποιες συμπεριφορές συνιστούν μπούλινγκ, γιατί μερικές φορές είναι πολύ λεπτά τα όρια.

Ενθαρρύνω τους γονείς να μιλούν με τα παιδιά από μικρή ηλικία για το τι σημαίνει «καλός φίλος» και να τους το εξηγούν με απλή γλώσσα. Ένας φίλος ενδέχεται κάποιες φορές να σε κάνει να θυμώσεις ή να στενοχωρηθείς· το να νιώσεις όμως ντροπή ή ταπείνωση από αυτόν δεν είναι ποτέ εντάξει. Αυτά τα συναισθήματα είναι πολύ διαφορετικά από τη λύπη ή τον θυμό που όλοι μπορεί να νιώσουμε. Όσο τα παιδιά μεγαλώνουν, ειδικά στην εφηβεία, τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα και οι συμπεριφορές πιο λεπτές. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να τα ρωτάμε: «Σε έκανε κάποιος να νιώσεις ταπεινωμένος ή ντροπιασμένος; Αν ναι, τότε ο άνθρωπος αυτός δεν είναι καλός φίλος». Είναι σημαντικό να μάθει το παιδί να αναρωτιέται αν ο λόγος γι’ αυτό που συμβαίνει έχει να κάνει με το άλλο άτομο και όχι με το ίδιο. Πολύ συχνά, τα παιδιά ντρέπονται να πουν ότι υφίστανται εκφοβισμό ή αισθάνονται ενοχή και μερικές φορές δεν καταλαβαίνουν καν ότι αυτό που βιώνουν είναι μπούλινγκ.

Πόσο ιδιαίτερη είναι η διαχείριση όταν έχουμε να κάνουμε με το μπούλινγκ σε νηπιακές ηλικίες;

Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «μπούλινγκ» σε παιδιά Νηπιαγωγείου, επειδή εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε ακόμα ένα τεράστιο φάσμα αναπτυξιακών σταδίων και κατανόησης. Μερικά παιδιά πέντε ετών μπορεί πραγματικά να έχουν μια πολύ σαφή κατανόηση, αρκετά προχωρημένη, του πώς μοιραζόμαστε τα πράγματά μας, αλλά θα υπάρχουν κάποια παιδιά πέντε ετών που έχουν μια κατανόηση που μοιάζει περισσότερο με αυτήν ενός παιδιού δύο-τριών ετών και στην οποία τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο. Μπορεί να βάλεις αυτά τα δύο παιδιά μαζί και το ένα να παίρνει συνεχώς τα παιχνίδια του άλλου ή θα υπάρχουν επίσης παιδιά σε αυτή την ηλικία που δεν είναι ακόμα σε θέση να ελέγξουν πλήρως τα συναισθήματά τους και εξακολουθούν να χτυπούν ή να τραβούν τα μαλλιά κ.λπ. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν ονομάζουμε κάτι τέτοιο «εκφοβισμό», επειδή πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό είναι ακόμα ένα πολύ πολύ πρώιμο στάδιο ανάπτυξης. Κατά γενικό κανόνα στην ψυχολογία, όταν μιλάμε για ηθικά ζητήματα και συμπεριφορές που θα έπρεπε να είναι γνωστές ως ακατάλληλες, λέμε ότι γύρω στην ηλικία των οκτώ ετών τα παιδιά έχουν μια βασική κατανόηση του τι είναι σωστό και τι λάθος. Εννοώ ότι η πλειονότητα των παιδιών μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών θα καταλάβει ότι δεν είναι σωστό να παίρνεις τα πράγματα των άλλων, δεν είναι σωστό να χτυπάς κανέναν, δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείς άσεμνη γλώσσα ή να προσβάλλεις τους ανθρώπους. Το 90% των παιδιών θα μπορούν να τα καταλάβουν αυτά. Επομένως, αν ένα παιδί σε ηλικία Δημοτικού επιμένει σε αυτή τη συμπεριφορά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κάνει σκόπιμα. Όσον αφορά τα παιδιά Νηπιαγωγείου, αν πραγματικά νιώθουμε ως γονείς ότι το παιδί μας απομονώνεται ή νιώθει συνεχώς μειονεκτικά ή ταπεινώνεται από μια ομάδα παιδιών, μπορούμε να το βοηθήσουμε να καταλάβει ότι ο λόγος δεν έχει να κάνει με το ίδιο. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που θα μπορούσαν επίσης να πουν τα παιδιά αυτής της ηλικίας με πολύ απλή γλώσσα, όπως «δεν μου αρέσει αυτό» ή «με κάνετε να νιώθω άσχημα» ή «αυτό με κάνει να στενοχωριέμαι».

Αλλά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αν οι γονείς νιώθουν ότι το παιδί τους είναι αυτό που εκφοβίζει άλλα παιδιά ή δυσκολεύεται με τις φιλικές του σχέσεις, νομίζω πως πρέπει να υποθέσουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή σε αυτή την ηλικία δεν έχει τα εργαλεία και δεν έχει μάθει τον τρόπο να εκφράζει τη συμπεριφορά του. Αυτό που νιώθει στην πραγματικότητα μπορεί να είναι απογοήτευση ή θυμός ή σε ορισμένες περιπτώσεις αμηχανία. Επομένως, θα πρέπει να συζητήσουμε με το παιδί μας για το τι κρύβεται κάτω από αυτά τα συναισθήματα και γιατί, για παράδειγμα, χτυπάει άλλα παιδιά. Αν το παιδί σας είναι αυτό που δέχεται σταθερά σωματική βία στο σχολείο, φυσικά αυτό θα αρχίσει να επηρεάζει την αυτοπεποίθησή του, θα αρχίσει να το τρομάζει, θα αρχίσει να το κάνει να νιώθει άσχημα. Εάν σας πει σε πρώτη φάση κάτι τέτοιο, τότε θα πρέπει να το πείτε στον δάσκαλο και να του ξεκαθαρίσετε ότι, ναι, έχουμε ενσυναίσθηση για το αναπτυξιακό στάδιο του άλλου παιδιού, αλλά δεν μπορούμε να επιτρέψουμε αυτή τη συμπεριφορά. Επίσης, σε ακραίες καταστάσεις, όταν τα παιδιά χτυπούν άλλα, ίσως αυτό να οφείλεται σε κάτι που έμαθαν στο σπίτι, και αυτό είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο θα πρέπει να ενημερώνουμε τους ενήλικες, γιατί ίσως πρόκειται για μια περίπτωση στην οποία το παιδί εκδηλώνει συμπεριφορές που έχει υποστεί το ίδιο. 

Μια συνηθισμένη συμβουλή των γονέων προς το παιδί τους, όταν τους αναφέρει ένα περιστατικό στο οποίο έχει πέσει θύμα σωματικής βίας, είναι «χτύπα κι εσύ». Πόσο λάθος είναι αυτή η λογική;

Αν το παιδί σας χρειάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του σωματικά, αν δέχεται επίθεση από πολλά άτομα και χρειάζεται να αμυνθεί, φυσικά και θα πρέπει να το κάνει. Αλλά εδώ το ζήτημα είναι άλλο. Όσον αφορά τη συμβουλή «χτύπα τον κι εσύ» ή την άλλη που ακούω συχνά, «αν σε χτυπήσουν, να χτυπήσεις πιο δυνατά», ο λόγος που δεν θα ενθάρρυνα το παιδί να τις ακολουθήσει είναι το ότι μπορεί το ίδιο να μπλέξει σε μπελάδες με το σχολείο, γιατί πλέον έχει συμμετάσχει ενεργά στο περιστατικό, ενώ αρχικά ήταν το θύμα. Συχνά βλέπω ότι τα σχολεία αντιμετωπίζουν και τα δύο παιδιά σαν να είχαν απλώς έναν καβγά, κι έτσι χάνεται η αλήθεια αυτού που έχει πραγματικά συμβεί. Δεν ενθαρρύνουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές, ειδικά όταν τα παιδιά μπαίνουν στην εφηβεία, γιατί θα έρθει κάποια στιγμή στη ζωή τους που δεν θα μπορούν να φέρονται έτσι. Ως ενήλικας θα πρέπει να μάθεις πώς να διαχειρίζεσαι τέτοιες καταστάσεις με λόγια ή με πράξεις και μία από αυτές είναι να απομακρυνθείς από την κατάσταση. Κάποια στιγμή πρέπει να βάλεις ένα όριο, δεν μπορείς να λες «με χτύπησαν, θα χτυπήσω». Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό να μάθουμε στα παιδιά αυτές τις δεξιότητες από νωρίς. Αν αποφασίσουν να σταματήσουν τη φιλία τους με αυτό το παιδί, αυτή είναι μια αποφασιστική πράξη. Πολλοί γονείς ανησυχούν ότι, αν το παιδί τους δεχτεί ένα χτύπημα και δεν κάνει κάτι ή απλώς το πει στη δασκάλα, τότε θα γίνει διαρκής στόχος εκφοβισμού. Όμως, υπάρχουν πολλοί τρόποι να υπερασπιστεί κανείς τον εαυτό του και μπορούμε να μοιραστούμε με τα παιδιά δυναμικά λόγια και συμβουλές για το πώς να το κάνουν χωρίς να μπλέξουν τα ίδια.

Πότε θα πρέπει ένας γονέας να απευθυνθεί στον γονέα του άλλου παιδιού που εμπλέκεται στο περιστατικό; 

Είναι μια δύσκολη κατάσταση. Μπορείς να το κάνεις, αλλά πρέπει να μπεις στη συζήτηση με τη νοοτροπία ότι ίσως οι άλλοι γονείς δεν θα θελήσουν να συζητήσουν μαζί σου, ότι ενδέχεται να μη θέλουν να βρεθεί μια λύση. Αν γνωρίζετε τους άλλους γονείς, φυσικά και μπορείτε να το επιχειρήσετε. Αν όχι, μπορείτε να το δοκιμάσετε, αλλά αυτό δυστυχώς σπάνια θα καταλήξει σε κάτι θετικό. Συνήθως κάθε γονιός θα υπερασπιστεί το παιδί του.

Μπορούμε να πούμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι γονείς επεμβαίνουν πιο νωρίς από ό,τι θα έπρεπε; Πότε θα έπρεπε να πάρει κανείς δραστικά μέτρα και πότε να δώσει χώρο στο παιδί για να διαχειριστεί μόνο του την κατάσταση;

Νομίζω πως, επειδή πάντα θέλουμε να προστατεύουμε τα παιδιά μας και να νιώθουν ότι είμαστε με το μέρος τους, υπάρχει μια τάση στους σύγχρονους γονείς να επεμβαίνουν αρκετά γρήγορα, ας πούμε για παράδειγμα σε περιπτώσεις εκφοβισμού που δεν είναι σωματικός ή λεκτικά βίαιος. Σε ένα περιστατικό εκφοβισμού στην παιδική χαρά, το να μένει το παιδί εκτός παιχνιδιών ή να νιώθει απομονωμένο από τα άλλα παιδιά είναι κάτι που το κάνει να νιώθει αδικημένο ή ότι στοχοποιείται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πολλοί γονείς σπεύδουν να επέμβουν πολύ νωρίς, κάτι που τελικά δεν βοηθά το παιδί να μάθει πώς να διαχειρίζεται συγκρούσεις ή να αναπτύξει δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων. Πρέπει να βοηθήσουμε το παιδί να νιώσει ότι μπορεί να διεκδικεί, να βάζει όρια και να αντιμετωπίζει κάποιες καταστάσεις. Τα παιδιά κάτω των δέκα ετών χρειάζονται πολλή βοήθεια σε αυτό. Όμως το καλύτερο σενάριο είναι όταν τελικά διαχειρίζονται την κατάσταση μόνα τους. Αυτό ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους και τα κάνει να νιώθουν ότι είναι ικανά και ανθεκτικά, ότι τα κατάφεραν.

Αν ο εκφοβισμός είναι σωματικός ή διαδικτυακός, δεν θα ενθάρρυνα ποτέ ένα παιδί να τον αντιμετωπίσει μόνο του. Θα πρέπει πάντα να μιλήσει σε κάποιον ενήλικα, και αυτό ισχύει και για τους εφήβους. Αν όμως μιλάμε για διαφωνίες στην παιδική χαρά ή απλές διαφορές προσωπικότητας, τότε είναι πολύ θετικό τα παιδιά να μάθουν να βάζουν όρια και να κατανοούν τα όρια των άλλων. Και αν τελικά επιλέξουν να πουν «δεν θέλω πια να είμαι φίλος/η με αυτό το παιδί», αυτό είναι απολύτως εντάξει. Μπορούμε να το στηρίξουμε. Δεν χρειάζεται να αναγκάζουμε τα παιδιά να είναι φίλοι με όλους. Έτσι είναι η ζωή. 

Μαθαίνοντας στα παιδιά να αντιμετωπίζουν τον εκφοβισμό-2

Ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, πότε θα έπρεπε ένας γονιός να ενημερώσει 
το σχολείο; 

Πιο συχνά απ’ ό,τι νομίζουν οι περισσότεροι. Ας δούμε το ζήτημα ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και τα διαφορετικά στάδια. Στο Νηπιαγωγείο, για παράδειγμα, θα έπρεπε ευγενικά να αναφέρει ο γονιός στο σχολείο αυτό που συμβαίνει, γιατί είναι καθήκον τους να νοιάζονται για όλα τα παιδιά που εμπλέκονται. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα περιστατικό στο οποίο ένα πεντάχρονο χτυπάει ένα άλλο. Το σχολείο θα πρέπει να μιλήσει και στα δύο παιδιά, για να σιγουρευτεί ότι γνωρίζουν πως αυτό που συμβαίνει δεν είναι σωστό, ώστε να νιώθουν όλοι ασφαλείς. Στο Δημοτικό, ακόμη και όταν δεν υπάρχει σωματική βία, αλλά κάποια μορφή λεκτικού εκφοβισμού ή επαναλαμβανόμενης απόρριψης από την ομάδα, το σχολείο πρέπει να ενημερώνεται. Καθώς τα περιστατικά αυτά συμβαίνουν στο σχολικό περιβάλλον, το σχολείο έχει ευθύνη να τα παρακολουθεί και να τα χειρίζεται. Επιπλέον, αν ένας γονιός θελήσει να κάνει πιο σοβαρές κινήσεις, όπως να ζητήσει απομάκρυνση του άλλου παιδιού ή του δικού του, χρειάζεται να υπάρχει μια καταγεγραμμένη διαδικασία – γι’ αυτό θα ενέπλεκα αμέσως το σχολείο. Στην περίπτωση εφήβων, η γραμμή διαφοροποιείται ελαφρώς. Αν πρόκειται για περιστατικά φυσικής ή ψηφιακής βίας, το σχολείο πρέπει πάντα να εμπλέκεται. Αν όμως το παιδί βιώνει συμπεριφορές απομόνωσης ή κακές συμπεριφορές, θα προσπαθούσα να ενθαρρύνω τον έφηβο να διαχειριστεί την κατάσταση μόνος του. Αν δούμε πως δεν μπορεί, τότε καλό θα ήταν να εμπλέξουμε το σχολείο. Στα παιδιά κάτω των δέκα ετών, αντιθέτως, δεν μπορούμε να περιμένουμε να διαχειριστούν μόνα τους κάτι τέτοιο – αναπτυξιακά δεν έχουν ακόμα τα εφόδια. 

Σε ποιο τμήμα της ιεραρχίας του σχολείου θα πρέπει να απευθυνθεί κανείς; Μέχρι πού θα πρέπει να φτάσει;

Όταν κάποιος αποφασίσει να απευθυνθεί στο σχολείο, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει πνεύμα συνεργασίας. Συνήθως η πρώτη επαφή γίνεται με τον εκπαιδευτικό της τάξης. Αν η κατάσταση δεν αλλάξει ή τα περιστατικά συνεχιστούν, απευθύνεσαι κάπου πιο ψηλά και τελικά στον διευθυντή του σχολείου. Το να πας κατευθείαν στον διευθυντή του σχολείου μερικές φορές σημαίνει ότι το σχολείο θα θέλει να δουλέψει λιγότερο συνεργατικά μαζί σου. Ωστόσο, σε σοβαρά περιστατικά, όταν πρόκειται για ενδεχομένως πολύ επικίνδυνες ή ποινικά κολάσιμες πράξεις, απευθυνθείτε απευθείας στη διεύθυνση ή ακόμη και στις αρμόδιες Αρχές για εγκληματικές πράξεις. 

Και τι συμβαίνει με το cyberbullying;

Ο λόγος που δεν ενθαρρύνουμε τα παιδιά να το αντιμετωπίζουν μόνα τους ή να χειρίζονται ελαφρά τέτοια ζητήματα είναι επειδή αυτά μπορεί πολύ γρήγορα να μετατραπούν σε συμπεριφορές που μπορεί να θεωρούνται παράνομες. Φυσικά, η κοινοποίηση οποιωνδήποτε εικόνων γυμνών ατόμων κάτω των 18 ετών, είτε έχουν συναινέσει σε αυτό είτε όχι, θεωρείται πάντα παράνομη. Η κοινοποίηση προσωπικών πληροφοριών οποιουδήποτε, όπως το πού ζει κ.λπ., θεωρείται παράνομη. Γενικά, η δημοσίευση πληροφοριών που έχουν σχεδιαστεί για να βλάψουν σε ένα περιβάλλον όπως ένας ιστότοπος κοινωνικής δικτύωσης, στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρείται παράνομη. Επομένως, αν το παιδί σάς πει ότι κάποιος έκανε TikTok με εκείνο και αναφέρει κάποια πράγματα, θα πρέπει να το αναφέρετε στο σχολείο. Αν υπάρχει σε αυτό οτιδήποτε που μπορεί να θεωρηθεί εγκληματικό περιεχόμενο, τότε το σχολείο θα πρέπει να το αναφέρει στην αστυνομία. Θα ενθάρρυνα τους γονείς, όταν το αναφέρουν στο σχολείο, να πουν: «Υποθέτω ότι θα προβείτε στις απαραίτητες νομικές ενέργειες. Αν δεν το κάνετε εσείς, θα το κάνω εγώ». Επειδή μερικές φορές τα σχολεία δεν θέλουν να το κάνουν αυτό, γι’ αυτό κάτι τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί πολύ σοβαρά. Και νομίζω ότι χρειάζεται και τα παιδιά να κατανοήσουν πως, ό,τι κι αν κάνουν στο διαδίκτυο, έχει δυνητικά πολύ σοβαρές νομικές συνέπειες, οπότε πρέπει να αντιμετωπιστεί εξαιρετικά σοβαρά.

Ποιο είναι το πιο συχνό λάθος που κάνει ένας γονέας όταν πρέπει να διαχειριστεί μια κατάσταση στην οποία το παιδί του έχει πέσει θύμα μπούλινγκ; 

Θα έλεγα να υποτιμήσει τη σοβαρότητα του περιστατικού. Ακόμα κι αν η κατάσταση για εσάς ως ενήλικα δεν φαίνεται τόσο σοβαρή, δεν μπορούμε να την υποβαθμίσουμε στο παιδί, επειδή δεν έχει μια ενήλικη κατανόηση της κατάστασης και των συναισθημάτων. Αυτό που συνέβη σε αυτό ίσως είναι το χειρότερο πράγμα που έχει συμβεί στη ζωή του. Δεν μπορούμε λοιπόν να υποβαθμίσουμε το ότι τα παιδιά έχουν έρθει και μας έχουν μιλήσει. Πρέπει να επικυρώσουμε τα συναισθήματά τους και πρέπει να τους κάνουμε να δουν ότι είμαστε ένα έμπιστο άτομο στο οποίο μπορούν να έρθουν και να μιλήσουν. Ακόμα κι αν το περιστατικό είναι πραγματικά αρκετά ασήμαντο, πρέπει να τους κάνουμε να νιώσουν ότι είμαστε στο πλευρό τους και ότι είμαστε εδώ για να τους ακούσουμε. Αν δεν το κάνουμε αυτό και το υποβαθμίσουμε, ο κίνδυνος είναι ότι, αν συμβεί κάτι πιο σοβαρό, μπορεί να μη μας το πουν.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT