Ο πρώτος αποχωρισμός από την οικογένεια ενόψει της φοίτησης στον βρεφικό ή παιδικό σταθμό. Πώς τον διαχειριζόμαστε; Ποια είναι τα πιο συνηθισμένα λάθη των γονιών;
Η ένταξη ενός παιδιού στον παιδικό σταθμό αποτελεί την πιο σημαντική μετάβαση από ένα κλειστό οικογενειακό περιβάλλον σε ένα ιδιαίτερα ευρύ κοινωνικό προσχολικό περιβάλλον. Πρόκειται για μια διαδικασία καθοριστικής σημασίας στην εξέλιξη του παιδιού. Όταν ένα παιδί έρχεται για πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό, βρίσκεται σε έναν νέο χώρο, ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα, με αρκετά συνομήλικα παιδιά. Πρέπει να ακολουθήσει νέους κανόνες και να συνειδητοποιήσει ότι σε αυτόν τον χώρο θα βρίσκεται καθημερινά, χωρίς να έχει κάποιο από τα οικεία πρόσωπα κοντά του και χωρίς να απολαμβάνει την αποκλειστικότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει, όπως φόβος, άγχος, άρνηση, θυμός, μπορεί να είναι έντονα και να αρχίσουν να υποχωρούν σταδιακά μόνο όταν το παιδί αισθανθεί πως το νέο περιβάλλον τού προσφέρει σταθερότητα, κατανόηση και αγάπη. Εξ ου και απαιτείται η μετάβαση να γίνει όσο το δυνατόν πιο ομαλά. Στην αρχή, μπορεί η πρωτόγνωρη αυτή διαδικασία να δημιουργεί συναισθηματική αστάθεια σε όλη την οικογένεια, αλλά είναι σημαντικό οι γονείς να μην επηρεαστούν αρνητικά και να βοηθήσουν ουσιαστικά το παιδί τους.
Θα πρέπει να δημιουργηθεί εξαρχής ένα φιλικό, θετικό και ευχάριστο κλίμα με το ανθρώπινο δυναμικό του παιδικού σταθμού και οι γονείς να αποφεύγουν να δείχνουν την αγωνία τους ή να εκφράζουν τους προβληματισμούς τους μπροστά στο παιδί. Είναι σημαντικό και οι δύο γονείς να έχουν την ίδια στάση και να δομήσουν ένα σταθερό πρόγραμμα πρωινής προετοιμασίας, προσέλευσης και αποχώρησης που θα βοηθήσει το παιδί να συνηθίσει τη νέα καθημερινότητα.
Το παιδί θα πρέπει να ενημερωθεί για την αποχώρηση των γονέων αλλά και για το πότε θα έρθουν να το πάρουν με χρονικό προσδιορισμό μία από τις δραστηριότητες του παιδικού σταθμού, όπως το φαγητό ή τον ύπνο. Κατά τον αποχαιρετισμό οι γονείς είναι σημαντικό να παραμένουν ψύχραιμοι, σταθεροί και να μην αναβάλλουν διαρκώς την αποχώρησή τους δυσκολεύοντας τα πράγματα. Πρέπει, επιπλέον, να δοθεί χρόνος στο παιδί για να προσαρμοστεί. Δεν προσαρμόζονται όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό οφείλουμε να διευκολύνουμε τη διαδικασία με πραγματοποίηση συναντήσεων, προγραμματισμό σταδιακής προσέλευσης των παιδιών, σωστή οργάνωση του χώρου, αλλά και όλων των πρακτικών λεπτομερειών. Ο σχεδιασμός απαιτεί τον καθορισμό παιδαγωγικών κριτηρίων και τη δέσμευση όλων για την πιστή τήρησή τους. Αν το παιδί εκφράζει απροθυμία εκδηλώνοντας συμπτώματα ανησυχίας, είναι καλό οι γονείς να μην υποκύψουν σε αυτήν την άρνηση, καθώς η παραμονή του παιδιού στο σπίτι ενδέχεται να το κάνει πιο επίμονο τις επόμενες μέρες και να καθυστερήσει την προσαρμογή.
Εμείς πραγματοποιούμε την προσαρμογή των παιδιών με το εξής σύστημα. Την πρώτη ημέρα προσέρχονται μαζί με τους γονείς, με τους οποίους πραγματοποιούμε ένα ραντεβού γνωριμίας, στο οποίο μας απαντούν σε ένα δομημένο ερωτηματολόγιο. Όλοι μαζί μένουν στον χώρο και τον εξερευνούν για περίπου μια ώρα. Την επόμενη μέρα ο γονιός προσέρχεται με το παιδί, το οποίο έχει ενημερώσει ότι θα αφήσει στον σταθμό για λίγη ώρα. Ο γονιός, σε συνεννόηση μαζί μας, αποχωρεί, αλλά παραμένει στα πέριξ, καθώς θα έρθει να παραλάβει το παιδί σε μία ώρα ή και νωρίτερα, αν το παιδί δεν συνεργάζεται καθόλου ή κλαίει ασταμάτητα. Την επόμενη ημέρα συνεχίζουμε με επιπλέον μισή ή μία ώρα παραμονής στον χώρο μας. Εμείς θεωρούμε ότι η οπτική επαφή του βρέφους ή νηπίου με τον γονιό (αν, π.χ., αυτός βρίσκεται στο προαύλιο του σταθμού) λειτουργεί αρνητικά, διότι το παιδί καρφώνει το βλέμμα του σε αυτόν και δεν ακούει όσα λέμε ούτε ανταποκρίνεται σε άλλα ερεθίσματα. Κάθε εβδομάδα ξεκινάμε τη διαδικασία προσαρμογής για ένα ή δύο παιδιά, όχι παραπάνω. Συστήνουμε στους γονείς να έχουν προγραμματισμένη άδεια τουλάχιστον 5 εργάσιμων ημερών. Κατά μέσον όρο μετά από μία εβδομάδα τα περισσότερα παιδιά καταφέρνουν να παραμείνουν στον σταθμό μέχρι το πέρας του βασικού ωραρίου, δηλαδή στις 13.00. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν στιγμές κατήφειας και λύπης, είναι, ωστόσο, λειτουργικά και μπορούν να συμμετέχουν στις δραστηριότητές μας. Το παρατεταμένο ωράριο, που περιλαμβάνει μεσημεριανή ανάπαυση, το παρακολουθούν μετά από 15 ημέρες ή και έναν μήνα.
Οι κανόνες δεν είναι απόλυτοι. Ο χρόνος προσαρμογής του παιδιού στον βρεφικό εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και την ηλικία του, οπότε μπορεί να είναι από μερικές εβδομάδες μέχρι μήνες. Παίζουν σίγουρα ρόλο ο προσωπικός ρυθμός του κάθε παιδιού, ο βαθμός της συναισθηματικής και νοητικής του ωριμότητας, η εξέλιξη του λόγου του, το πόσο απέχουν οι συνήθειες του σπιτιού από τις συνήθειες του Σταθμού κ.λπ. Σε ένα βρέφος που διακατέχεται από το άγχος του αποχωρισμού, η προσαρμογή διαρκεί περισσότερο χρόνο από ό,τι σε ένα νήπιο που βρίσκεται σε στάδιο με μεγαλύτερη ανάγκη αυτονομίας. Ωστόσο, υπάρχει και το ενδεχόμενο ένα βρέφος τελικά να προσαρμοστεί πιο εύκολα από ένα μεγαλύτερο παιδί. Το άγχος του αποχωρισμού κορυφώνεται στα 2 με 3 έτη.
Είναι πολύ πιθανό το παιδί να εκφράσει συναισθηματικές δυσκολίες στην προσαρμογή του ή να παλινδρομήσει ακόμη και αν ακολουθηθούν πιστά οι οδηγίες των ειδικών. Μετά από το Σαββατοκύριακο, από διακοπές ή ακόμα και από πολυήμερη απουσία (π.χ. μετά τη γέννηση ενός μικρού αδελφού) η μετάβαση είναι πάντα πιο δύσκολη. Χρειάζεται υπομονή και επιμονή και να μην απογοητευτούμε, αν επανεμφανιστούν παλαιότερες μορφές συμπεριφοράς, όπως ατυχήματα με τις συνήθειες της τουαλέτας, έντονο κλάμα, ξεσπάσματα θυμού, δυσκολίες στον ύπνο κ.ά. Τέτοιες συμπεριφορές είναι αναμενόμενες και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ψυχραιμία, μεθοδικότητα και επιμονή στο πλάνο μας.
Βασίλης Σαλωνίδης, παιδαγωγός στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών και πρόεδρος του Συλλόγου Παιδαγωγών Ελλάδος

Πώς προετοιμάζουμε το παιδί, ειδικά όταν αλλάζει βαθμίδα (από Δημοτικό σε Γυμνάσιο κ.λπ.);
Η αλλαγή βαθμίδας αποτελεί σημαντικό ψυχικό πέρασμα. Το παιδί αφήνει πίσω του ένα γνώριμο περιβάλλον και καλείται να προσαρμοστεί σε νέους ρόλους, προσδοκίες και ρυθμούς. Χρήσιμη προετοιμασία δεν σημαίνει απλώς ενημέρωση για το ωράριο ή τους κανόνες, αλλά ανοιχτή κουβέντα: πώς φαντάζεται το νέο ξεκίνημα, τι σκέφτεται, τι το ενθουσιάζει, τι το προβληματίζει. Οι γονείς ενισχύουν την προσαρμογή όταν αναγνωρίζουν ότι η μετάβαση αυτή αφορά πρώτα το συναίσθημα και μετά την οργάνωση. Δεν χρειάζεται υπερβολικός ενθουσιασμός ή διαβεβαιώσεις. Αρκεί η ειλικρινής παρουσία: «Είμαι εδώ για ό,τι σε απασχολεί». Μπορούμε να επισκεφθούμε μαζί το νέο σχολείο, να περπατήσουμε στη γειτονιά του, να μιλήσουμε για την καθημερινότητα που αλλάζει. Βοηθά να γνωρίσει ένα παιδί που θα φοιτά στην ίδια τάξη ή να σχεδιάσουμε μαζί το φθινοπωρινό του πρόγραμμα. Έτσι, το άγνωστο αποκτά σχήμα και όνομα.
Άσπα Πασπάλη, παιδοψυχολόγος, επιστημονική διευθύντρια του ΔΙ.ΚΕ.Ψ.Υ.
Πρώτες μέρες σε νέο σχολικό περιβάλλον έπειτα από μετακόμιση ή διαζύγιο γονέων. Ιδέες για ομαλή προσαρμογή
Η μετάβαση σε ένα νέο σχολικό περιβάλλον, ειδικά όταν η τελευταία συνοδεύεται από μετακόμιση ή οικογενειακές αλλαγές όπως διαζύγιο, είναι μια συναισθηματικά φορτισμένη περίοδος για κάθε παιδί. Η ομαλή προσαρμογή δεν συμβαίνει αυτόματα, αλλά χρειάζεται υποστήριξη, κατανόηση και στρατηγική προσέγγιση από γονείς, εκπαιδευτικούς και το ίδιο το παιδί. Θέτοντας ως στόχο το παιδί να αισθανθεί ασφάλεια, αποδοχή και σταδιακή ένταξη στο νέο περιβάλλον, μπορούμε να εφαρμόσουμε τις ακόλουθες πρακτικές. Επισκεφθείτε το σχολείο εκ των προτέρων, αν υπάρχει η δυνατότητα. Κάντε μια βόλτα στους χώρους του. Αν είναι εφικτό, γνωρίστε τον/την δάσκαλο/α ή τη διεύθυνση του σχολείου πριν από τη νέα αρχή του παιδιού. Μιλήστε μαζί του ανοιχτά για το νέο σχολείο, παρουσιάζοντας θετικά στοιχεία (π.χ. νέοι φίλοι, νέες εμπειρίες). Δώστε του σημεία σταθερότητας στο σπίτι (ρουτίνα, χρόνος με τον γονέα, αγαπημένα αντικείμενα). Κάντε συζήτηση στο τέλος της ημέρας: «Ποιο ήταν το καλύτερο και το πιο δύσκολο σκέλος σήμερα;». Χρησιμοποιήστε ενθαρρυντική γλώσσα! Ζητήστε από τη δασκάλα/τον δάσκαλο να ορίσει ένα «συνοδό παιδί» για τις πρώτες μέρες (ένα πιο κοινωνικό παιδί ώστε να το καθοδηγήσει). Ενημερώστε τον/την εκπαιδευτικό για το πλαίσιο αλλαγής (π.χ. διαζύγιο, μετακόμιση) ώστε να δείξει περισσότερη κατανόηση. Αν χρειαστεί, ζητήστε από το σχολείο στήριξη από σχολικό ψυχολόγο ή κοινωνικό λειτουργό. Μην λησμονούμε ότι το κάθε παιδί έχει τον δικό του ρυθμό προσαρμογής. Αυτό δεν είναι σημάδι αδυναμίας, αλλά δείκτης ότι η μετάβαση είναι ουσιαστική και βαθιά.
Ευθύμης Χατζηευσταθίου, δάσκαλος, διευθυντής επί δέκα χρόνια στο 2ο Δημοτικό Αγίας Βαρβάρας, εκπαιδευτής εκπαιδευτών ενηλίκων

Η αλλαγή σχολείου σηματοδοτεί μια εσωτερική μετακίνηση, όχι μόνο πρακτική. Το παιδί αποχωρίζεται το γνώριμο και καλείται να σταθεί μέσα σε κάτι άγνωστο, χωρίς πάντα να το έχει επιλέξει. Πολλά παιδιά περιγράφουν αυτή τη μετάβαση ως τραύμα: νιώθουν ότι χάνουν πρόσωπα, ρυθμούς, σταθερότητες που είχαν αγαπήσει και στις οποίες είχαν ακουμπήσει. Η προσαρμογή ξεκινά όταν κάποιος ακούει αυτό που νιώθουν. Όχι μόνο τι έγινε στο σχολείο, αλλά τι σημαίνει για εκείνα. Βοηθά μια επίσκεψη στον χώρο, με έναν εκπαιδευτικό ή ένα παιδί της τάξης, η διαμόρφωση νέας ρουτίνας. Ακόμη και ένα «τι κράτησες από σήμερα;» δημιουργεί χώρο για αποφόρτιση. Το παιδί χρειάζεται χρόνο και έναν γονιό που αντέχει να το βλέπει μπερδεμένο, κουρασμένο ή αμίλητο. Μέσα από αυτή τη σταθερότητα, χτίζεται η νέα αρχή.
Άσπα Πασπάλη
Μια μετακόμιση ή ένα διαζύγιο επιφέρει αλλαγές στη ζωή του παιδιού – κυρίως σε ένα παιδί σχολικής ηλικίας. Είναι σημαντικό να παρέχουμε πληροφορίες για το νέο σχολικό περιβάλλον, ώστε να καταστήσουμε το απρόβλεπτο προβλεπτό και να μετριάσουμε τις ανησυχίες και τους φόβους μέσα στην φαντασία του παιδιού. Αρχικά, ο γονιός οφείλει να αναγνωρίσει τα συναισθήματα του παιδιού γι’ αυτή την αλλαγή, να τα επικοινωνήσει και να τα φροντίσει με πράξεις. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι μια αλλαγή έχει και πολλά θετικά σημεία όχι μόνο αρνητικά. Να δημιουργηθούν ρουτίνες, ώστε να υπάρχουν σταθερές στην καθημερινότητα του παιδιού. Δίνουμε πληροφορίες και απαντάμε στις ερωτήσεις του σε ό,τι αφορά το σχολείο του και φροντίζουμε να γνωρίσει το μέρος, τον χώρο, τους εκπαιδευτικούς. Είναι σημαντικό τις πρώτες μέρες να πηγαίνει με τον γονέα.
Στην προετοιμασία βοηθά και η ανάγνωση ενός παραμυθιού, μια ιστορίας ή η αφήγηση μιας προσωπικής ιστορίας. Έτσι, το παιδί μπορεί να νιώσει ότι δεν είναι το μόνο που αντιμετωπίζει δυσκολίες και να ταυτιστεί με τον ήρωα, ώστε να νιώσει ότι μπορεί όπως αυτός να διαχειριστεί τις νέες δυσκολίες. Μια ταινία ανάλογου περιεχομένου εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό.
Το παιδί αποτελεί μέλος της οικογενείας που γίνονται οι αλλαγές και είναι σημαντικό το μοίρασμα των σκέψεων, των συναισθημάτων και των δυσκολιών. Χρειάζεται να νιώσει ότι ανήκει σε μια ομάδα, στην οποία οι δυσκολίες μοιράζονται και η υπέρβασή τους είναι μια συλλογική προσπάθεια τόσο στις χαρούμενες όσο και στις δύσκολες στιγμές.
Μαρία Ορφανίδου, παιδοψυχολόγος, σχολική ψυχολόγος σε δημόσια σχολεία και οικογενειακή διαμεσολαβήτρια

Ολοήμερο ή βασικό ωράριο στο Δημοτικό;
Η επιλογή μεταξύ ολοήμερου προγράμματος και βασικού ωραρίου στο Δημοτικό Σχολείο είναι σημαντική και πολυπαραγοντική για πολλές οικογένειες, καθώς επηρεάζει όχι μόνο τη μαθησιακή εμπειρία των μαθητών, αλλά και την καθημερινότητα των γονέων και κηδεμόνων. Τι θα πρέπει να λάβετε υπόψιν πριν αποφασίσετε:
Βασικό ωράριο (π.χ. 08.15-13.15)
ΥΠΕΡ: Λιγότερη κόπωση για τα παιδιά, ειδικά στις μικρές ηλικίες. Περισσότερος ελεύθερος χρόνος για δημιουργικό παιχνίδι ή εξωσχολικές δραστηριότητες. Δυνατότητα προσωπικής μελέτης ή φροντιστηριακής στήριξης, αν χρειάζεται.
ΚΑΤΑ: Οι εργαζόμενοι γονείς χρειάζεται να βρουν εναλλακτική φύλαξη ή δραστηριότητες για το παιδί. Δεν υπάρχει πάντα δυνατότητα καθοδηγούμενης μελέτης των μαθημάτων στο σπίτι (π.χ. λειτουργικά αναλφάβητοι γονείς ή άνθρωποι των οποίων τα ελληνικά δεν είναι μητρική γλώσσα). Ενδέχεται να επιβαρυνθούν οι γονείς ή μεγαλύτερα αδέλφια με το διάβασμα.
Ολοήμερο πρόγραμμα (μέχρι 15.00 ή 16.00 ή 17.30)
ΥΠΕΡ: Καθοδηγούμενη μελέτη και προετοιμασία των μαθημάτων εντός σχολείου. Παροχή πρόσθετων δραστηριοτήτων (τέχνες, γυμναστική, πληροφορική κ.ά.). Λιγότερο άγχος για τους γονείς που εργάζονται έως αργά. Ενίσχυση της κοινωνικοποίησης μέσα από ομαδικά πλαίσια. Προσπάθεια υιοθέτησης πιο υγιεινών διατροφικών συνηθειών των παιδιών μέσα από το πρόγραμμα «Σχολικά Γεύματα», όπου αυτό υφίσταται.
ΚΑΤΑ: Μεγάλη διάρκεια παραμονής στο σχολικό περιβάλλον, που μπορεί να κουράσει το παιδί. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν παρέχεται ουσιαστικό πρόγραμμα τις απογευματινές ώρες (υπάρχει απλώς φύλαξη). Ενδέχεται να μειωθεί ο ποιοτικός χρόνος με την οικογένεια.
Κριτήρια επιλογής: Το ωράριο εργασίας των γονέων, η ηλικία και οι αντοχές του παιδιού, η αυτονομία στο διάβασμα (το παιδί χρειάζεται καθοδήγηση ή μελετά μόνο του;), η ποιότητα του ολοημέρου στο συγκεκριμένο σχολείο (γίνεται το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης για την επόμενη ημέρα; Ποιες δραστηριότητες προσφέρονται;), η ύπαρξη άλλων εξωσχολικών δραστηριοτήτων, οι οικογενειακές αξίες και προτεραιότητες (ποιος είναι ο επιθυμητός ρόλος του σχολείου στην ανάπτυξη του παιδιού;) Κάθε οικογένεια χρειάζεται να αξιολογήσει τις ανάγκες και τις δυνατότητές της. Ιδανικά, το ολοήμερο πρόγραμμα πρέπει να προσφέρει δημιουργική απασχόληση και στήριξη, όχι απλώς φύλαξη.
Ευθύμης Χατζηευσταθίου
Με το απλό ωράριο τα παιδιά επιστρέφουν στο σπίτι το μεσημέρι, έχουν την δυνατότητα να ξεκουράζονται στον χώρο τους, να αλληλεπιδρούν με άλλα μέλη της οικογένειας, να συμμετέχουν στις ρουτίνες του σπιτιού. Ο χρόνος στο σπίτι είναι σημαντικός, αρκεί να μην αναλωθεί στην οθόνη των συσκευών. Τα παιδιά μικρότερης ηλικίας επωφελούνται από την αλληλεπίδραση με τα οικογενειακά πρόσωπα, δέχονται φροντίδα, προσοχή και καθοδήγηση.
Το ολοήμερο πρόγραμμα εξυπηρετεί τους εργαζόμενους γονείς, διασφαλίζει ότι τα παιδιά δεν θα είναι μόνα τους στο σπίτι και ότι ακολουθούν ένα πρόγραμμα υπό επιτήρηση. Το ολοήμερο πρόγραμμα παρέχει ένα δομημένο πλαίσιο, στο οποίο πρέπει να γίνεται μελέτη, ελεύθερο παιχνίδι και ανάπτυξη δεξιοτήτων. Η λειτουργία του ολοημέρου εξαρτάται κάθε φορά από τον αριθμό των μαθητών της σχολικής μονάδας, τους διαθέσιμους εκπαιδευτικούς για το ολοήμερο και την υλικοτεχνική υποδομή της σχολικής μονάδας. Αν η εφαρμογή του ακολουθεί τους σκοπούς της ίδρυσής του, τότε σίγουρα ανταποκρίνεται στις κοινωνικές και συναισθηματικές ανάγκες, καθώς και στην κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών του μαθητή.
Στο ολοήμερο δεν παρέχεται εξατομικευμένο πρόγραμμα για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Συνήθως ο αριθμός των εκπαιδευτικών είναι μικρός για τον αριθμό των παιδιών που εποπτεύουν, έτσι ώστε να υπάρχει μια εξατομικευμένη προσέγγιση για κάθε παιδί. Επίσης, δεν δίνεται η δυνατότητα ενός ικανοποιητικού εύρους επιλογών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα του παιδιού.
Ένα παιδί, ιδίως αυτά των μικρότερων τάξεων Δημοτικού, κουράζεται να είναι τόσες ώρες στο σχολείο. Σκεφτείτε ότι βρίσκεται στον χώρο του σχολείου από τις 8 π.μ. και φεύγει στις 4 ή 5 μ.μ. για να συνεχίσει με τις εξωσχολικές του δραστηριότητες.
Μαρία Ορφανίδου

Πώς κρίνουμε αν ένα παιδί είναι αρκετά ώριμο για να μεταβεί μόνο του σχολείο (πεζή ή με ΜΜΜ);
Η απόφαση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και όχι μόνο από την ηλικία. Το σημαντικό είναι η παιδική ωριμότητα. Ενδεικτικά, ας διαπιστώσουμε αν γνωρίζει βασικούς κανόνες κυκλοφορίας, αν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, αν μπορεί να διαχειρίζεται απρόοπτα, αν έχει καλή αίσθηση προσανατολισμού, αν ακολουθεί οδηγίες. Ρόλο, επίσης, παίζει η ασφάλεια της διαδρομής, η προετοιμασία από τους γονείς και η σταδιακή αυτονόμηση με υποστήριξη.
Ενδεικτικά θα προτείναμε την ακόλουθη πρακτική:
6-8 ετών: Όχι μόνο του, αλλά με συνοδεία ενηλίκου ή μεγαλύτερου
9-11 ετών: Ίσως πεζή σε πολύ κοντινή απόσταση και γνωστή διαδρομή, με εποπτεία
12 ετών και πάνω: Πεζή ή με ΜΜΜ, αν πληρούνται τα κριτήρια ωριμότητας
Ευθύμης Χατζηευσταθίου

Το είδος της διαδρομής, ο χαρακτήρας του παιδιού καθώς και η αξιολόγηση κινδύνου παρενόχλησης ή αρπαγής αποτελούν κάποια από τα κριτήρια για την απόφαση πότε ένα παιδί είναι έτοιμο να μεταβεί μόνο του στο σχολείο. Τα παιδιά μικρότερης ηλικίας, μέχρι και Ε’ Δημοτικού (10-11 χρονών), είναι καλό να συνοδεύονται από έναν ενήλικα. Νιώθουν ασφάλεια και αυτός ο χρόνος είναι ακόμα μια δυνατότητα ποιοτικής επικοινωνίας με το παιδί και μοιράσματος συναισθημάτων και σκέψεων.
Καθώς το παιδί μεγαλώνει, θέλει να κατακτήσει την ελευθερία του. Θέλει να πηγαίνει με τους φίλους του ή την παρέα του. Οι γονείς είναι σημαντικό -ξέροντας το παιδί τους ως προς τις δεξιότητες που έχει- να το εκπαιδεύσουν προς την ανεξαρτησία του. Με την εκπαίδευση προς την ανεξαρτησία κατακτώνται δεξιότητες όπως της παρατήρησης, της προσοχής, ενθαρρύνεται στην κοινωνικότητά του καθώς και στην επίλυση προβλημάτων και στη λήψη αποφάσεων. Είναι σημαντικό υπό επιτήρηση ή εποπτεία να του δημιουργούμε τέτοιες εμπειρίες μάθησης και επιτυχίας. Π.χ, αν μας ζητήσει να περάσει τον δρόμο απέναντι και θεωρούμε ότι είναι έτοιμο, μπορούμε να το παρακολουθούμε καθώς θα περνάει τον δρόμο. Και αργότερα στην ηλικία να επιτρέπουμε μικρές στιγμές ανεξαρτησίας, π.χ περιήγηση με φίλους στην γειτονιά, ώστε το παιδί να εξελίσσει τις αντιληπτικές, κριτικές και κοινωνικές δεξιότητες του.
Μαρία Ορφανίδου
Σχολική τσάντα: Τι τύπος ενδείκνυται σε κάθε ηλικία;
Το ζητούμενο είναι ένα παιδί μικρής ηλικίας, ένας μαθητής δημοτικού για παράδειγμα, να μην έχει μεγάλο φορτίο στην πλάτη. Μια βαριά σχολική τσάντα δεν προκαλεί βέβαια σκολίωση, καθώς αυτή έχει κληρονομική προδιάθεση, σίγουρα όμως επιβαρύνει τη στάση του παιδιού δημιουργώντας μυϊκή ανισορροπία και κόπωση. Στο πλαίσιο αυτό, προκρίνουμε τις τσάντες με ροδάκια που τις αποδέχονται και τα παιδιά. Στην εφηβεία, ακόμα και αν το προτείνουμε, οι μαθητές δεν θα δεχθούν να πάρουν τσάντα με ροδάκια. Το ευτύχημα είναι ότι οι μαθητές όσο μεγαλώνουν κουβαλούν λιγότερα πράγματα, ενώ στα μικρά παιδιά η σάκα είναι δυσανάλογα βαριά.
Οι τσάντες πλάτης, τα backpack, που επιλέγουν μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, μειώνουν τις καταπονήσεις που δέχεται η σπονδυλική στήλη αν είναι σταθερές στην πλάτη και αντίστοιχα με το κέντρο βάρος του σώματος. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη σε ένα κορδόνι που δένουν τα παιδιά μπροστά, όπως ακριβώς κάνουν και οι ορειβάτες. Έτσι, ο σάκος τελικά τοποθετείται στη σωστή θέση και αποφεύγεται να συνηθίσει το παιδί μια λάθος θέση στάσης ή βάδισης, η οποία θα μπορούσε να επιτείνει τη σκολιωτική εμφάνιση σε παιδιά με προδιάθεση.
Κωνσταντίνος Καραπατάκης, ορθοπαιδικός χειρουργός, αν. διευθυντής ΙΒ Ορθοπαιδικής Κλινικής Ώμου & Αθλητικών Κακώσεων Metropolitan General

Στα πάρτι γενεθλίων καλούμε όλη την τάξη ή όσους είναι φίλοι μας;
Το πάρτι γενεθλίων είναι η πρώτη φορά που το παιδί νιώθει «οικοδεσπότης», αυτός που καλεί, οργανώνει, υποδέχεται. Δεν είναι μόνο παιχνίδι και τούρτα· είναι και μια εμπειρία που το συνδέει με την ομάδα του. Στις μικρές ηλικίες, είναι σημαντικό να καλούνται όλα τα παιδιά. Έτσι, καλλιεργείται η αίσθηση του ανήκειν, μειώνονται οι αποκλεισμοί και δίνεται η ευκαιρία να γνωριστούμε και με τους γονείς των συμμαθητών. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, η πρόσκληση μπορεί να περιορίζεται στους κοντινούς φίλους, αρκεί να προηγηθεί κουβέντα: «Ποιοι σου ταιριάζουν; Πώς θα ένιωθες αν ήσουν το παιδί που δεν προσκαλείται;». Η ευγένεια και η ενσυναίσθηση χτίζονται μέσα από τέτοιες στιγμές. Δεν χρειάζονται απόλυτοι κανόνες, αλλά σταθερή καθοδήγηση για το πώς στεκόμαστε απέναντι στους άλλους, ακόμη και μέσα από ένα πάρτι.
Άσπα Πασπάλη
Τι είναι η σχολική άρνηση, πώς εκδηλώνεται και πότε πρέπει να ανησυχήσουμε;
Ως σχολική άρνηση ορίζουμε την ακούσια μη παρακολούθηση του σχολείου, που συνοδεύεται από άγχος και συχνά καταθλιπτική διάθεση. Κάποιες φορές παρατηρείται συνύπαρξη σωματικής συμπτωματολογίας (ναυτία, κοιλιακό άλγος, εμετοί, διάρροια, κεφαλαλγία, λιποθυμία κ.ά.). Διαφοροποιείται από το σκασιαρχείο (κοπάνα) που είναι εκούσια μη παρακολούθηση του σχολείου χωρίς συνοδή συμπτωματολογία (σωματική ή ψυχική). Η σχολική άρνηση μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες, αλλά συχνότερα παρατηρείται σε τρεις περιόδους:
5-7 έτη: στην έναρξη της σχολικής ζωής και συνήθως συνδέεται με άγχος αποχωρισμού από το οικογενειακό περιβάλλον (κυρίως από τη μητέρα).
11-12 έτη: στην είσοδο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο) – συχνά συνοδεύεται από άγχος σχολικής επίδοσης.
14 έτη: με αυξημένη πιθανότητα ψυχιατρικής διαταραχής. Δεν αναφέρεται διάκριση στο φύλο, αφορά το ίδιο κορίτσια και αγόρια.

Η σχολική άρνηση δύναται να εκδηλωθεί αιφνίδια ή σταδιακά. Προ της εμφάνισής της η εικόνα του παιδιού ή του εφήβου συνήθως είναι χωρίς προβλήματα και δυσκολίες. Στην εκδοχή της σταδιακής εκδήλωσης, αρχίζει με απροθυμία για τη σχολική προσέλευση –μπορεί το παιδί να διανύει τη μισή διαδρομή προς το σχολείο ή να φτάνει μέχρι την πόρτα χωρίς να μπαίνει μέσα, να κάθεται μερικές ώρες χωρίς να ολοκληρώνει τη διδακτική ημέρα– μέχρι την πλήρη αποχή από το εκπαιδευτικό πλαίσιο. Ενδεχομένως, τα παιδιά ή οι έφηβοι να δηλώνουν την απροθυμία τους, αιτιολογώντας τον φόβο για το σχολείο, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που η εικόνα «κρύβεται» πίσω από σωματικές ενοχλήσεις ή αναφορά σε γεγονότα δυσάρεστα στο σχολικό περιβάλλον (μπορεί να αφορούν είτε την ομάδα συνομηλίκων είτε το διδακτικό προσωπικό, να ισχύουν και να μεγεθύνονται ή να μην ισχύουν καθόλου). Εκλυτικοί παράγοντες της σχολικής άρνησης μπορούν να θεωρηθούν: αρρώστια ή θάνατος γονιού ή συγγενικού προσώπου σημαντικού για το παιδί ή τον έφηβο, ασθένεια, ατύχημα ή εγχείρηση του ίδιου του ανηλίκου που το αναγκάζει να νοσηλευτεί ή να παραμείνει στο σπίτι, αλλαγή σχολείου, αποχή λόγω ασθένειας ή διακοπών.
Η εμπειρία της καραντίνας και της διακοπής λειτουργίας των σχολείων «άνοιξε» την πόρτα μιας άλλης, κατ’οίκον, εκπαίδευσης και η απουσία του παιδιού από το σχολείο απενοχοποιήθηκε στη συνείδηση της οικογένειας. Δεν έχουμε στατιστικά δεδομένα, ωστόσο εκτιμάται ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε περισσότερα περιστατικά σχολικής αρνήσης. Αξίζει να σημειωθεί πως η σχολική άρνηση αφορά όλη την οικογένεια και όχι μόνο τον μαθητή. Οι γονείς, αφού ολοκληρωθεί ο παιδιατρικός έλεγχος του παιδιού τους, οφείλουν να ζητήσουν βοήθεια από ειδικό ψυχικής υγείας, ψυχίατρο παιδιών και εφήβων ή ψυχολόγο. Η σχολική άρνηση θεωρείται επείγον ψυχιατρικό περιστατικό. Είναι αναγκαία η άμεση κινητοποίηση της οικογένειας!
Φωτεινή Ρηγίζου, παιδοψυχίατρος στο Τζάνειο Νοσοκομείο
«Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» – Πώς βοηθάμε να αποκαλυφθούν τα πραγματικά ταλέντα ενός παιδιού μέχρι εκείνο να φτάσει στο Λύκειο;
Αυτή η ερώτηση γεννιέται από αγάπη και ενδιαφέρον, όμως συχνά κουβαλά –ασυνείδητα– τις προσδοκίες και τις ανησυχίες των γονιών για το μέλλον των παιδιών τους. Είναι σημαντικό να αποφεύγεται ο πρόωρος χαρακτηρισμός, καθώς το λεγόμενο labeling, ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί να «κλειδώσει» την εικόνα που διαμορφώνει το παιδί για τον εαυτό του, ενώ η ταυτότητα χτίζεται σταδιακά. Τα παιδιά, ιδιαίτερα στο Δημοτικό, μαθαίνουν μέσα από το παιχνίδι, τη φαντασία και την παρατήρηση. Βρίσκονται στη φάση της ανακάλυψης του κόσμου, παρά σε αποφάσεις για το μέλλον. Οι γονείς χρειάζεται να παρατηρούν και να προσφέρουν ποικίλα ερεθίσματα: εμπειρίες, δραστηριότητες και χώρο έκφρασης. Αν νιώθουν την ανάγκη, μπορούν να απευθυνθούν σε έναν σύμβουλο όχι για να σχεδιάσουν από τώρα το μέλλον, αλλά για να κατανοήσουν καλύτερα το παιδί τους.

Στο τέλος της Γ΄ Γυμνασίου, οι έφηβοι καλούνται να πάρουν τις πρώτες τους αποφάσεις: τύπο Λυκείου, κατεύθυνση, σπουδές. Σε αυτό το κρίσιμο στάδιο, η υποστήριξη από συμβούλους σταδιοδρομίας είναι πολύτιμη, καθώς τους βοηθά να αναγνωρίσουν τι τους ταιριάζει και να προχωρήσουν με σιγουριά στις επιλογές τους.
Σπύρος Μιχαλούλης, σύμβουλος σταδιοδρομίας και συνιδρυτής της Orientum
Viber groups γονέων: υπέρ και κατά.
Οι ομάδες γονέων είναι σημαντικές. Eκφράζουν μια προσπάθεια συλλογικότητας, με σκοπό την ενημέρωση, την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων, τον συντονισμό κοινών και τις προτάσεις για εξωσχολικές δραστηριότητες. Πρόκειται για τη διασύνδεση των μαθητών εκτός σχολείου. Μπορούν να προάγουν την ενότητα και τη συνεργασία μεταξύ των μαθητών, αλλά και να συνδράμουν στο σχολικό κλίμα της τάξης διευκολύνοντας τους εκπαιδευτικούς στην επίλυση προβλημάτων.
Οι ομάδες αυτές, όπως και όλες οι ομάδες, μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα, όταν οι γνώμες και οι απόψεις των μελών επικρίνουν τις ενέργειες του εκπαιδευτικού ή παρεμβαίνουν στο παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό έργο του. Παράλληλα μπορούν να προκαλέσουν αποκλεισμό μαθητών ή γονέων και δημιουργία μιας ιδιαίτερης ομάδας μέσα στην τάξη.

Η έλλειψη συντονιστή της ομάδας όπως και των κριτηρίων/κανόνων επικοινωνίας, καθώς και το εύρος διαφορετικών αντιλήψεων ανάμεσα στους γονείς δημιουργεί καταστάσεις στις οποίες ο ρόλος των γονιών είναι παρεμβατικός και δυσλειτουργικός στην εκπαιδευτική διαδικασία και το σχολικό κλίμα. Από την άλλη, μπορεί να καθιστούν υπόλογο τον εκπαιδευτικό για το έργο του, όπως και να γίνεται κατάχρηση του προσωπικού του χρόνου, όταν καλείται να παρέχει συνεχή ενημέρωση για τη ροή του παιδαγωγικού και εκπαιδευτικού του έργου (ενημέρωση για τα μαθήματα, φωτογραφίες κ.ά.).
Μαρία Ορφανίδου

