Ο Αναστάσης Παρασύρης μάς υποδέχεται στο Σπήλαιο του Σφενδόνη, στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Σε αυτό το εντυπωσιακό δημιούργημα της φύσης που σε δύσκολους καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο για ντόπιους επαναστάτες, ο νεαρός Κρητικός με τη χαρακτηριστική προφορά και τη στεντόρεια φωνή του ξεναγεί επισκέπτες όλο τον χρόνο και αφηγείται την ιστορία του σπηλαίου κάθε φορά… σαν να είναι η πρώτη.

«Ερχόμουν εδώ μικρός για να παίξω με τους φίλους μου. Κρατώντας φακούς και κεριά μπαίναμε από μια μικρή είσοδο που ίσα ίσα μάς χωρούσε και από εκεί ξεκινούσε η περιπέτεια. Το σπήλαιο τότε δεν ήταν επισκέψιμο. Οταν μετά από χρόνια αξιοποιήθηκε, πήρα την απόφαση να γυρίσω στον τόπο μου και να εργαστώ ως ξεναγός», μας λέει.
«Ανάμεσα στους σκελετούς ζώων που ανακαλύφθηκαν, υπήρχαν οστά ελαφιών και ζαρκαδιών – και αυτά ήταν τα πιο σημαντικά, διότι έτσι μάθαμε ότι στην Κρήτη ζούσαν ζώα που σήμερα δεν υπάρχουν πια»
Είμαστε στα τέλη του καλοκαιριού και οι επισκέπτες καταφθάνουν από όλα τα μέρη του κόσμου. Το Σπήλαιο του Σφενδόνη, το μεγαλύτερο επισκέψιμο σπήλαιο της Κρήτης κι ένα από τα αρχαιότερα της χώρας, βρίσκεται λίγο έξω από τα Ζωνιανά, σε υψόμετρο 650 μέτρων, αποτελεί μέρος του φυσικού πάρκου Ψηλορείτη και προστατεύεται από την UNESCO. Είναι μία από τις μεγαλύτερες φυσικές δημιουργίες στην Ελλάδα με πλούσιο σταλακτικό και σταλαγματικό διάκοσμο, απολιθωμένα κύματα και εντυπωσιακούς χρωματισμούς που εναλλάσσονται από αίθουσα σε αίθουσα.

«Κανείς δεν γνωρίζει πότε και από ποιον ανακαλύφθηκε. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι χρονολογείται από 5 έως 8 εκατομμύρια χρόνια και στις ανασκαφές που έγιναν το 1987 από τον Γαβριλάκη διαπιστώσαμε όχι μόνο ότι υπήρχε ζωή το 3500 π.Χ. κατά την Πρώιμη Μινωική Περίοδο, αλλά και ότι προέκυψαν σημαντικά ευρήματα από τη Νεολιθική Εποχή και την Υστερη Ρωμαϊκή Περίοδο», περιγράφει στην «Κ» ο Αναστάσης Παρασύρης. «Ανάμεσα στους σκελετούς ζώων που ανακαλύφθηκαν, υπήρχαν οστά ελαφιών και ζαρκαδιών – και αυτά ήταν τα πιο σημαντικά, διότι έτσι μάθαμε ότι στην Κρήτη ζούσαν ζώα που σήμερα δεν υπάρχουν πια», προσθέτει ο ίδιος.
Ο ανεξιχνίαστος θάνατος
Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από το παρατσούκλι ενός Σφακιανού αντάρτη που ζούσε εκεί την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οταν πριν από μερικές δεκαετίες, ένας νεανικός σκελετός ανακαλύφθηκε έξω από τον τελευταίο θάλαμο, καλυμμένος από σταλαγμίτες, οι φήμες για το τι συνέβη στο άτυχο αγόρι άρχισαν να φουντώνουν: κάποιοι είπαν ότι ανήκε σε έναν νεαρό που σκότωσε ο Σφεντόνης φοβούμενος μην τον προδώσει, ενώ άλλοι πίστεψαν ότι ανήκει σε ένα παιδί που είχε μαγευτεί από την ομορφιά του σπηλαίου και μπαίνοντας βαθιά για να το εξερευνήσει, δεν κατάφερε ποτέ να βρει τον δρόμο της επιστροφής.

Ο θάνατος που έμεινε ανεξιχνίαστος είναι μία από τις εξιστορήσεις του ντόπιου ξεναγού που οι επισκέπτες στέκονται να ακούσουν με ενδιαφέρον στον «θάλαμο του χαμένου παιδιού». Με την ίδια προσοχή τον ακούν να τους περιγράφει έναν μύθο που έφτασε μέχρι τις μέρες μας να στοιχειώνει το χωριό.
«Ο πρώτος θάλαμος του σπηλαίου ονομάζεται “το άδυτο της νεράιδας”. Πήρε το όνομά του από τη νεράιδα που πολύ παλιά πίστευαν ότι ζούσε εκεί. Ο θρύλος λέει ότι ένας βοσκός που την είχε δει ήθελε να τη φιλήσει, αλλά εκείνη κάθε φορά του ξέφευγε. Οταν κάποια στιγμή τής έστησε καρτέρι και την έπιασε, του είπε “αν δεν με φιλήσεις, θα ευχηθώ η οικογένειά σου να βγάζει πάντοτε μετάξι, αλλά αν με φιλήσεις θα σε καταραστώ να τρέμει”. Εκείνος που δεν μπόρεσε να αντισταθεί, τη φίλησε και από τότε ο φόβος στοίχειωσε το χωριό. Θυμάμαι πως απόγονοι του βοσκού, ακόμη και πριν από δυο δεκαετίες, συνέχιζαν να πιστεύουν στην κατάρα κι έλεγαν ότι τα χέρια τους έτρεμαν εξαιτίας της», μας αφηγείται ο ξεναγός.
«Μέχρι πριν από 25 χρόνια, όποιος ήθελε έμπαινε, όποιος ήθελε έβγαινε και έπαιρνε “σουβενίρ”. Ευτυχώς που κάποια στιγμή το σπήλαιο αξιοποιήθηκε, γιατί διαφορετικά δεν θα είχε μείνει τίποτα. Τι θαύματα κάνει η φύση, κι εμείς τα καταστρέφουμε!»
Το σπήλαιο σήμερα είναι ένα στολίδι για το κεφαλοχώρι του Ρεθύμνου. Προτού γίνει επισκέψιμο, οι κάτοικοι της περιοχής το χρησιμοποιούσαν για να αποθηκεύουν το ντόπιο τυρί της «τρύπας», καθώς η θερμοκρασία στο εσωτερικό του είναι όλο τον χρόνο σταθερή στους 16-17 βαθμούς. Η ελεύθερη πρόσβαση, ωστόσο, που ήταν δυνατή μέχρι τις αρχές του 2000 είχε κι ένα βαρύ κόστος για το σπήλαιο. Ο Αναστάσης Παρασύρης δεν παραλείπει να το αναφέρει κάθε φορά στην ξενάγησή του.

«Θα είδατε κάποιους σταλακτίτες που είναι κομμένοι. Αυτοί δεν κόπηκαν μόνοι τους. Μέχρι πριν από 25 χρόνια, όποιος ήθελε έμπαινε, όποιος ήθελε έβγαινε και έπαιρνε “σουβενίρ”. Ευτυχώς που κάποια στιγμή το σπήλαιο αξιοποιήθηκε γιατί διαφορετικά δεν θα είχε μείνει τίποτα. Τι θαύματα κάνει η φύση, κι εμείς τα καταστρέφουμε!».
Αυτή τη δύναμη της φύσης να δημιουργεί γλυπτική στο σκοτάδι προσπαθεί ο ίδιος να περάσει στους Ελληνες και ξένους επισκέπτες κατά τη διάρκεια της μισάωρης ξενάγησής του. Το σπήλαιο, τους λέει, είναι όμορφο όλες τις εποχές του χρόνου, αλλά είναι κάποιοι που το προτιμούν τον χειμώνα όταν μερικές φορές βρέχει και στάζει περισσότερο. Από τις αίθουσες ξεχωρίζει το «Παλάτι» που μοιάζει με καταρράκτη, καθώς και αυτή του «Παρθενώνα» -στο τέλος της διαδρομής- που πήρε το όνομά της από τις όμοιες κολόνες, αλλά και από την απόλυτη συμμετρία του θαλάμου.

«Κάθε χρόνο, μας επισκέπτονται περισσότεροι από 70.000-80.000 άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη και πολλοί από αυτούς έρχονται ξανά και ξανά. Θυμάμαι επισκέπτες που ήρθαν πρώτα μόνοι τους, μετά από λίγα χρόνια έφεραν τα παιδιά τους, έπειτα τους φίλους τους. Είναι ένα σπήλαιο που οι περισσότεροι δεν χορταίνουν να βλέπουν και όχι αδίκως», καταλήγει ο ίδιος καθώς μας αποχαιρετά, έτοιμος να υποδεχθεί το επόμενο γκρουπ επισκεπτών του σπηλαίου.
Το Σπήλαιο του Σφενδόνη (ή «Τρύπα») σε αριθμούς:
Χρονολογία: 5-8 εκατ. έτη
Εκταση: περίπου 3.500 τ.μ.
Συνολικό μήκος μονοπατιού: 270 μέτρα
Αίθουσες: 14
Πρόσβαση στα 2/3 του σπηλαίου
Υψόμετρο: 650 μέτρα
