Συγκινητικές στιγμές εκτυλίχθηκαν το Σαββατοκύριακο στο Νεστόριο της Καστοριάς, όπου παιδιά του «παιδομαζώματος» και απόγονοί τους, που είχαν καταφύγει στις «λαϊκές δημοκρατίες» για να γλιτώσουν από τις αιματηρές μάχες του εμφυλίου πολέμου, επέστρεψαν για προσκύνημα στα χωριά τους, κάποια από τα οποία δεν υπάρχουν πια. «Παιδιά που έφυγαν οχτώ, εννιά χρονών, επέστρεψαν με άσπρα μαλλιά στη γη των γονιών τους, συνοδευόμενα από παιδιά και εγγόνια τους, γεμάτα μνήμες και στιγμές μιας ζωής», όπως ανέφερε ο γιατρός και ερευνητής Παντελής Καρακάσης, περιγράφοντας τους 85 Ελληνες που είχαν καταφθάσει, συνοδευόμενοι από δύο βουλευτές του Ορμπαν, από την Ουγγαρία και το χωριό Μπελογιάννης, για την ημερίδα που διοργάνωσε ο τοπικός δήμος στο πλαίσιο του ετήσιου πολιτικού Φεστιβάλ Γράμμου.

Οπως και να αποκαλέσει κανείς σήμερα την απομάκρυνση 23.000 μικρών παιδιών από τις εμπόλεμες ζώνες της μεθορίου προς τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και 28.000 στις ανά την επικράτεια Παιδουπόλεις του ελληνικού κράτους, στη νεότερη Ιστορία θα καταγραφεί ως μια θλιβερή «παράπλευρη» συνέπεια της αδελφοκτόνου σύγκρουσης. «Παιδομάζωμα» ή «Παιδοσώσιμο», η ουσία είναι ότι χιλιάδες παιδιά γλίτωσαν από τις σφαίρες και τις βόμβες του πολέμου, ανεξαρτήτως αν και οι δύο πλευρές, ακόμα και σήμερα, αποδίδουν η μια στην άλλη, δικαίως ή αδίκως, σκοπιμότητες πίσω από το αθώο και ανθρωπιστικό αυτό εγχείρημα. Τίποτα δεν γνώριζαν απ’ όλα αυτά, ούτε τις αφορούσε, οι παιδικές ψυχούλες που πάσχιζαν να φύγουν από τα πεδία των μαχών για να αποφύγουν τη φρίκη του πολέμου.
Συγκινητικές ιστορίες
Δεν ήταν αυτό το πνεύμα, όμως, το ποιος είχε το δίκιο και ποιος το άδικο δηλαδή, που κυριάρχησε στη συνάντηση του Νεστορίου και στην ημερίδα με θέμα «Ελλάδα – Ουγγαρία, ταξίδι στην ιστορία μας 1948-2025», που ήταν μέρος των φεστιβαλικών εκδηλώσεων του δήμου. Ηλικιωμένοι άνθρωποι διήνυσαν περισσότερα από 1.000 χιλιόμετρα για να συναντηθούν με συνομηλίκους με τους οποίους μπορεί να διέσχισαν μαζί, κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες, ξυπόλυτα και ρακένδυτα παιδάκια, δάση και χαράδρες του Γράμμου σε ένα επικίνδυνο ταξίδι φυγής και να «προσκυνήσουν» στα χώματα των χωριών τους, όσων εξ αυτών δεν είχαν αφανιστεί από τον χάρτη στον πόλεμο. Ξεναγήθηκαν στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, επισκέφθηκαν το νοσοκομείο του ΔΣΕ, τον τοπικό μητροπολίτη, τους κάλεσε ο μητροπολίτης Καστοριάς Καλλίνικος, και φυσικά φιλοξενήθηκαν με οικοδεσπότη τον δήμαρχο Νεστορίου Χρήστο Γκοσλιόπουλο.
Συνολικά 85 Ελληνες που είχαν σταλεί στην Ουγγαρία συναντήθηκαν στο Νεστόριο της Καστοριάς για ημερίδα που διοργάνωσε ο δήμος, στο πλαίσιο του ετήσιου πολιτικού Φεστιβάλ Γράμμου.
Στην αίθουσα των εκδηλώσεων ξεδιπλώθηκαν θύμησες και μνημονεύθηκαν συγκινητικές ιστορίες από το ταξίδι της «μεγάλης φυγής». Οπως αυτή δύο γυναικών από το Δίστρατο Ιωαννίνων, της 95χρονης Λαμπρινής Γώγου και της 80χρονης Κλεονίκης. Ηταν και οι δύο στην αίθουσα, χωρίς να γνωρίζουν, αν και συγχωριανές, η μία την άλλη. Και όμως είχαν πορευθεί στον ίδιο δρόμο προς την προσφυγιά. Οταν κάποιος τις σύστησε μεταξύ τους, έπεσε η μια στην αγκαλιά της άλλης κορυφώνοντας τη συγκίνηση στο ακροατήριο.

Ηταν Απρίλιος του 1948 και η ηγεσία του ΔΣΕ και του ΚΚΕ είχε θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο εξόδου μέσω Αλβανίας κυρίως των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές, με προορισμό τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Τα παιδάκια συγκεντρώνονταν κατά ομάδες και μέχρι τα σύνορα συνοδεύονταν από μεγαλύτερους στην ηλικία συγγενείς ή συγχωριανούς. Εκεί την προστασία και τη φροντίδα τους μέχρι τον τελικό προορισμό αναλάμβανε μια έφηβη κοπέλα, σε ρόλο «μάνας» – έτσι έπρεπε να την αποκαλούν τα παιδιά. Εν προκειμένω για το Δίστρατο, ως «μάνα» είχε οριστεί στο γκρουπ των παιδιών η 16χρονη τότε Λαμπρινή. Ο πατέρας εξορία, η μητέρα άρρωστη, η μεγάλη αδελφή αντάρτισσα και η ίδια στο χωριό έχοντας υπό τη φροντίδα της τα τέσσερα πολύ μικρότερα αδέλφια της.
«Τέσσερα μερόνυχτα περπατούσαμε στα βουνά με τσουχτερό κρύο. Περάσαμε το ποτάμι του Σαρανταπόρου με τη βοήθεια ανταρτών. Δεν υπήρχε γέφυρα», θυμάται η, τότε 16χρονη, Λαμπρινή Γώγου.
«Είχα κάμποσα χρόνια να τη δω, δεν ήξερα ότι θα ήταν εδώ», μας είπε η 95χρονη. «Φύγαμε μαζί την 1η Απριλίου από το χωριό, εγώ είχα την ευθύνη 26 παιδιών μαζί με την Κλεονίκη. Τέσσερα μερόνυχτα περπατούσαμε μέσα στα βουνά με τσουχτερό κρύο. Περάσαμε το ποτάμι του Σαρανταπόρου με τη βοήθεια ανταρτών. Δεν υπήρχε γέφυρα. Τα παιδιά είχαν κρεμασμένο στον λαιμό έναν ντορβά και προχωρούσαν δεμένα με μια τριχιά για να μην τα παρασύρουν τα ορμητικά νερά. Οπου δεν υπήρχαν “ελεύθερες περιοχές” τα παιδιά προχωρούσαν με το στόμα κλειστό, για να μη μιλάν και να κλαίνε. Τους λέγαμε να σιωπούν τάχα γιατί έχει αρκούδες και θα μας χυμήξουν. Στον δρόμο συναντήσαμε και άλλα παιδιά και φτάσαμε τα 80 με τέσσερις “μανάδες”. Στα σύνορα μας παρέλαβαν Αλβανοί στρατιώτες, μείναμε κάποιες μέρες στην Κορυτσά και από εκεί μας έστειλαν στην Ουγγαρία. Εκεί ζούσαμε όλοι σαν μια οικογένεια, αγαπημένοι. Στο εξωτερικό όταν είσαι, αισθάνεσαι δυο φορές Ελληνας. Εγώ ήρθα στην Ελλάδα το 1998, αλλά η Κλεονίκη έμεινε πίσω. Από τότε είχα να τη δω, συγκινήθηκα πολύ».
Ο Βασίλης Τσέπας, 86 χρόνων σήμερα, πήγε στη συνάντηση από την Οχρίδα της Βόρειας Μακεδονίας, όπου κατέβηκε το 1969 από την Ουγγαρία για να αναπνέει λίγο αέρα από την πατρίδα. Είχε φύγει και εκείνος το 1948, εννιά ετών τότε, με τον ίδιο τρόπο, μαζί με άλλα παιδιά από το χωριό Τσούκα της περιοχής του Νεστορίου, έχοντας στην αγκαλιά του στη δύσκολη και επικίνδυνη διαδρομή τον τρίχρονο αδελφό του. Οπως λέει στην «Κ», με τη λήξη του Εμφυλίου ο ίδιος με τον αδελφό του βρέθηκαν στην Τσεχοσλοβακία, η μάνα του στην Ουγγαρία και ο πατέρας στην Πολωνία.
«Επί εφτά χρόνια δεν ξέραμε ο ένας αν ζει ο άλλος και πού, ώσπου το 1955 ενωθήκαμε μέσω του Ερυθρού Σταυρού». Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 επετράπη στον Τσέπα, μαζί με εκατοντάδες άλλους πολιτικούς πρόσφυγες που ζούσαν στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, να περάσει στην Ελλάδα για λίγες ώρες και πήγε κατευθείαν στο χωριό του. Μόνο που αυτό δεν υπήρχε πια. «Το χωριό είχε σαράντα σπίτια, αλλά δεν είχε μείνει κανένα. Το είχαν κάψει και είχαν λεηλατήσει και τις πελεκητές πέτρες των σπιτιών», προσθέτει. Αργότερα ο Τσέπας πήρε την ελληνική ιθαγένεια και τώρα ψάχνει να αγοράσει σπίτι στο Νεστόριο για να πεθάνει «εδώ στην πατρίδα».
Θερμή υποδοχή
Ο Χρήστος Γκοσλιόπουλος μας εξηγεί ότι στην περιοχή κατά τον Εμφύλιο ισοπεδώθηκαν ή κάηκαν 13 χωριά. Ξαναχτίστηκαν τέσσερα εξ αυτών, αλλά κατοικούνται μόνο τα καλοκαίρια. «Τα άλλα απλώς ισοπεδώθηκαν». Ρωτήσαμε τον πρόεδρο της «Αυτοδιοίκησης Ελλήνων Ουγγαρίας», Κωνσταντίνο Χριστοδούλου, που συνόδευε την αποστολή, για την εικόνα της ελληνικής κοινότητας στη χώρα των Μαγυάρων και ειδικότερα στο χωριό Μπελογιάννης. «Με βάση την απογραφή του 2022 είμαστε 6.100 άτομα, εκ των οποίων τα 300 ζουν στον Μπελογιάννη. Οι σχέσεις μας με την Ελλάδα είναι στενές, κάνουμε όλες τις γιορτές, εθνικές και θρησκευτικές, και κάναμε για πρώτη φορά αντάμωμα στην Ελλάδα», μας είπε τονίζοντας τη συγκινητική υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι άνθρωποι και οι τοπικές αρχές στο Νεστόριο και στην Καστοριά. Οσο για τους βουλευτές του Ορμπαν, η χώρα του οποίου βρίσκεται στον αστερισμό εκλογών, μας εξήγησε πως ο ένας κατάγεται από το χωριό Λειβαδοτόπι και ο άλλος είναι Ούγγρος που «αγαπάει και βοηθάει τους Ελληνες».

