Σε ποιον ανήκει ο Αγνωστος Στρατιώτης;

8' 11" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Μπροστά από τον Αγνωστο Στρατιώτη, ένα γκράφιτι στο πεζοδρόμιο «φυλάσσεται» ως μνημείο για τα Τέμπη. Οι «φύλακες» συρρέουν κάθε βράδυ με τους τουρίστες. Πρόκειται για θεμιτή χρήση του δημόσιου χώρου; Πώς λειτουργεί η «συγκατοίκηση» με το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη;

Ψυχρά και θερμά μνημεία

ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ*

Στην Αθήνα, όπως και σε άλλες πόλεις του κόσμου, υπάρχουν μνημεία τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο συζητήσεων, αντιπαραθέσεων, δράσεων, όπως υπάρχουν μνημεία τα οποία αντιμετωπίζονται με αδιαφορία. Περνάμε χωρίς να τα προσέξουμε, δεν ξέρουμε τι συμβολίζουν, ούτε πώς προέκυψαν. Στις σπουδές της μνήμης τα πρώτα χαρακτηρίζονται θερμά μνημεία, ενώ τα δεύτερα, ψυχρά μνημεία.

Το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος, αλλά και η ίδια η πλατεία, με το Κοινοβούλιο να την επιστέφει, είναι ένας συμβολικός τόπος. Αν η Ακρόπολη συμβολίζει την παρουσία και το κλέος της αρχαιότητας, η πλατεία Συντάγματος είναι ο κατεξοχήν μνημονικός τόπος της σύγχρονης Ελλάδας. Με όνομα που παραπέμπει στο Σύνταγμα και μετωνυμικά στη Δημοκρατία, με τις μνήμες από την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 έως τα Δεκεμβριανά του 1944, από τις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις της Μεταπολίτευσης έως τις διαμαρτυρίες για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου το 2008, από τους «Αγανακτισμένους» του 2011 έως τις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη του 2024, είναι πυκνά κατοικημένη με νοήματα και συναισθήματα.

Μνήμες και νοήματα – Η πλατεία Συντάγματος είναι ο κατεξοχήν μνημονικός τόπος της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι πυκνά κατοικημένη με νοήματα και συναισθήματα. Το σημαντικότερο από τα συναισθήματα αυτά είναι εκείνο της οικειότητας.

Το σημαντικότερο από τα συναισθήματα αυτά είναι εκείνο της οικειότητας. Αυτό το συναίσθημα ότι υπάρχει ένας τόπος όπου μπορεί να ακουστεί η φωνή μου, όπου μπορώ να διαμαρτυρηθώ, να εκδηλώσω την αγανάκτησή μου, να κλάψω ή να ζητωκραυγάσω και ότι αυτός ο τόπος δεν είναι οποιοσδήποτε, αλλά ο κεντρικός της πατρίδας και της δημοκρατίας, γιατί είναι ιστορικός χωρίς να είναι αποξενωμένος, γιατί με συνδέει με τις μνήμες που έρχονται από την ίδρυση αυτού του κράτους, είναι η καρδιά ενός συνεκτικού ιστού. Και αυτός ο συνεκτικός ιστός που επεκτείνεται σε μια ακτίνα πολύ μεγαλύτερη, όπου ελληνισμός, είναι η συναίσθηση της εθνικής κοινότητας.

Οι λέξεις εθνικό ή πατριωτικό αίσθημα έχουν υποστεί φθορά λόγω της χρήσης τους. Ξέρουμε ότι είναι δημιουργημένες μέσα από την Ιστορία και δεν υπήρχαν πάντα. Ξέρουμε ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των πολυπολιτισμικών ρευμάτων που διαπερνούν τις κοινωνίες μας, έχουν υποστεί ρωγμές και αλλαγές. Εντούτοις είναι ενεργές και ολοένα ανασημασιοδοτούμενες. Αυτός ο ιστός μπορεί να είναι φαντασιακός, δεν παύει όμως να είναι ενεργός, σε στιγμές κομβικές, εκεί όπου προσβάλλεται ή πληγώνεται.

Βεβαίως, δεν είναι αυτή η μοναδική εκδοχή των πραγμάτων. Υπάρχει και εκείνη που ερμηνεύει την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ως μια ματαίωση των σοβαρών προσπαθειών των Βαυαρών να φτιαχτεί ένα δυτικό κράτος, που θεωρεί τον Δεκέμβρη του 1944 ως την έναρξη της ανταρσίας απέναντι στη νομιμότητα, τέλος βλέπει στους «Αγανακτισμένους» την πλημμυρίδα του λαϊκισμού. Στη συλλογιστική αυτή η πλατεία Συντάγματος πρέπει να είναι η εθνική μας βιτρίνα, κάτι σαν το τακτοποιημένο σαλόνι στα παλιά σπίτια που άνοιγε μόνο για τους επισκέπτες και τις γιορτές. Επομένως. χρειάζεται να την καθαρίσουμε από εκείνα τα ίχνη που μας ντροπιάζουν. Να δείχνουμε την ευταξία μας ως έθνος.

Αισθητική και εστέτ – Το ζήτημα δεν είναι μόνο τι υποστηρίζω, αλλά και πώς το μεταδίδω και το υποβάλλω. Και αντιστρόφως, οι συζητήσεις περί αισθητικής στον δημόσιο χώρο, είτε αφορούν μνημεία είτε διαδικασίες και πρόσωπα, δεν είναι για εστέτ.

Ολες αυτές οι απόψεις, οι δράσεις και οι αντιδράσεις κάνουν την πλατεία Συντάγματος έναν θερμό και όχι ψυχρό δημόσιο τόπο. Η έννοια του ψυχρού και του θερμού μνημονικού γεγονότος δεν περιορίζεται μόνο στα μνημεία, αλλά αφορά και τις επετείους. Υπάρχουν σε πολλά κράτη εθνικές επέτειοι οι οποίες θεωρούνται απλώς αργίες με μια παρέλαση και μια δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο. Αντιθέτως, βλέπουμε στην Ελλάδα, τόσο στην επέτειο της Επανάστασης για την 25η Μαρτίου όσο και στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, αντιπαραθέσεις για το νόημα αυτών των επετείων, ακόμη και λαϊκές παρεμβάσεις στις παρελάσεις και στους εορτασμούς. Αυτές οι αντιπαραθέσεις τις κάνουν θερμές και όχι ψυχρές επετείους. Καλό ή κακό αυτό;

Υπάρχει συχνά η επίκληση της αισθητικής. Αλλά η αισθητική δεν είναι ο καθωσπρεπισμός. Αν η τέχνη και η λογοτεχνία είναι οι οδηγοί στη δημιουργία νέων αισθητικών αξιών και γούστου, τότε ο ψυχρός καθωσπρεπισμός ανήκει σε ένα μάλλον μακρινό παρελθόν, ενώ η σύγχρονη τέχνη καλεί στη θερμή συμμετοχική αμεσότητα. Η αισθητική έχει σημαντικό ρόλο στην πολιτική. Δεν υπάρχει όμως μία και μοναδική αντίληψη αισθητικής.

Τα μεγάλα πολιτικά ρεύματα του 20ού αιώνα βασίστηκαν στη διαμόρφωση του γούστου και στην επιβολή των απόψεών τους, δηλαδή του τι θέλω και μου αρέσει, καθώς και του τι δεν θέλω και τι απαξιώνω, διά της αισθητικής. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο τι υποστηρίζω, αλλά και πώς το μεταδίδω και το υποβάλλω. Και αντιστρόφως, οι συζητήσεις περί αισθητικής στον δημόσιο χώρο, είτε αφορούν μνημεία είτε διαδικασίες και πρόσωπα, δεν είναι για εστέτ. Εμπεριέχουν πολιτική ατζέντα. Επομένως, οι διευθετήσεις στο Σύνταγμα δεν μπορεί να είναι προϊόν κανονιστικού μονολόγου. Τη διαμεσολάβηση, όμως, της αισθητικής χρειάζεται να τη λογαριάζουν και οι ακτιβιστές της μνήμης. Γιατί το ζήτημα δεν είναι τι θυμόμαστε, αλλά και πώς το θυμόμαστε.

* Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η ρουτίνα της ιδιοποίησης του δημόσιου χώρου

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΣ

Στην Ελλάδα, παρατηρείται μια χρόνια τάση οικειοποίησης του δημόσιου χώρου από ομάδες ή μεμονωμένα άτομα, συχνά με την πεποίθηση ότι υπηρετούν κάποιο σκοπό που τα ίδια θεωρούν σημαντικό, ακόμη και «ιερό». Αυτή η ιδιότυπη «ιδιωτικοποίηση» εκδηλώνεται με πολλές μορφές: από τις αφίσες και τα πανό που κατακλύζουν τα πανεπιστήμια, τα γκράφιτι και τις συνήθως αντιαισθητικές παρεμβάσεις στους τοίχους των πόλεων μέχρι την κατάληψη παραλιών από παράνομες ομπρέλες και μπαρ, τα αυθαίρετα κτίσματα σε δάση ή αιγιαλούς, την παράνομη στάθμευση οχημάτων και την αυθαίρετη επέκταση τραπεζοκαθισμάτων σε κοινόχρηστους χώρους. Ολες αυτές οι πρακτικές φανερώνουν έλλειψη σεβασμού προς το κοινό αγαθό του δημόσιου χώρου. Ο καθένας θεωρεί πως έχει δικαίωμα να επιβάλει το μήνυμά του ή το οικονομικό του συμφέρον σε όλους τους άλλους.

Η κλίμακα του προβλήματος είναι εντυπωσιακή. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα εκατοντάδες χιλιάδες αυθαίρετα κτίσματα για να διαπιστώσουμε τη διαχρονική νοοτροπία ανοχής στην παρανομία και την απουσία μηχανισμών ελέγχου. Ηδη από τον 19ο αιώνα, ιδιώτες, επιχειρηματίες, αλλά και θεσμοί (π.χ. η Εκκλησία) καταπατούσαν δημόσιες εκτάσεις, συχνά με πλαστογραφήσεις τίτλων, ενώ το κράτος αδιαφορούσε ή αδυνατούσε να προστατεύσει την περιουσία του. Η έλλειψη Εθνικού Κτηματολογίου, η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων, το πελατειακό κράτος και η διαφθορά συνέβαλαν στη θεσμική αδυναμία να προστατευθεί ο δημόσιος χώρος.

Στις πόλεις, ο συνδυασμός αυθαιρεσίας και «οπτικής ρύπανσης» είναι προφανής κυρίως στα πανεπιστήμια, που είναι γεμάτα με αφίσες φοιτητικών παρατάξεων και κουρελιασμένα πανό, τα οποία η μεγάλη πλειονότητα των φοιτητών είναι υποχρεωμένη να υφίσταται. Τις εξωφρενικές παραβιάσεις στις παραλίες τις ξαναβλέπουμε και φέτος, καθώς πολλές δημοτικές αρχές ανέχονται παρανομίες, ενώ τα πρόστιμα είναι αστεία μπροστά στα κέρδη των παρανομούντων. Ενα ακόμη μέτωπο ιδιωτικοποίησης του κοινού χώρου είναι το φαινόμενο του παρκαρίσματος παντού: σε στενούς δρόμους, πάνω σε πεζοδρόμια, ακόμη και σε πλατείες.

Τα Ι.Χ. αυτοκίνητα έχουν καταλάβει δυσανάλογο μερίδιο του δημόσιου χώρου, πάντα εις βάρος πεζών και ευάλωτων χρηστών, και αυτό το πρόβλημα έχει καταστεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις αστικής διαχείρισης στην Ελλάδα. Οι συνέπειες δεν είναι μόνον αισθητικές, αλλά θέτουν σε άμεσο κίνδυνο ζωές. Το παράνομα παρκαρισμένο αυτοκίνητο συχνά μειώνει την ορατότητα και απειλεί την οδική ασφάλεια όλων, ενώ εκείνο που ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο εκδιώκει τον πεζό, τον γονιό με καρότσι ή το άτομο με αμαξίδιο, αναγκάζοντάς τους να κατέβουν στον δρόμο.

Ολα αυτά τα φαινόμενα ενισχύουν το ένα το άλλο. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν φαύλο κύκλο ανομίας: όσο οι πολίτες βλέπουν ότι ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, τόσο αποθαρρύνεται ο σεβασμός στους τυπικούς και άτυπους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης και πολλαπλασιάζεται η αντικοινωνική συμπεριφορά.

Υπάρχουν πολύ καλύτεροι τρόποι για να διατηρηθεί η μνήμη των θυμάτων – όχι εις βάρος ενός χώρου συλλογικής μνήμης.

Αφορμή για το παρόν άρθρο στάθηκε το κείμενο του Νίκου Βατόπουλου στις 10/8 με θέμα το σκηνικό που εκτυλίσσεται εδώ και μήνες μπροστά στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος. Μετά την τραγωδία των Τεμπών, ομάδες πολιτών και συγγενών των θυμάτων έστησαν εκεί, άτυπα, ένα χώρο διαμαρτυρίας και μνήμης με φωτογραφίες, μηνύματα και παρουσία σε καθημερινή βάση.

Η ακτιβιστική αυτή κατάληψη μνήμης ξεκίνησε ως αυθόρμητη εκδήλωση συλλογικού πένθους και οργής, εξελίχθηκε όμως σε μια ημιμόνιμη εγκατάσταση ακριβώς μπροστά σε ένα χώρο ύψιστου εθνικού και θεσμικού συμβολισμού. Οπως περιγράφει γλαφυρά ο Νίκος Βατόπουλος, έχει διαμορφωθεί ένα σκηνικό σχεδόν θεατρικής παράστασης που «δεν λέει να κατέβει»: όσοι το έστησαν δεν μπορούν εύκολα να υποχωρήσουν και όσοι το ανέχονται (η πολιτεία) διστάζουν να δράσουν.

Η οργή για μια τραγωδία και το δίκαιο αίτημα για απόδοση ευθυνών οδήγησαν σε μια πράξη αμφισβήτησης του ιδιαίτερου ρόλου του μνημείου, που είναι περιττή. Υπάρχουν πολύ καλύτεροι τρόποι για να διατηρηθεί η μνήμη των θυμάτων – όχι εις βάρος ενός χώρου συλλογικής μνήμης. Η ιερότητα μνημείων, όπως αυτό του Αγνωστου Στρατιώτη, τα μνημεία πεσόντων ή οι αρχαιολογικοί χώροι, πρέπει να προστατευθεί, ως εθνικών ή θεσμικών συμβόλων πέρα από συγκυρίες, διότι αυτά τα σημεία ενσαρκώνουν τη συλλογική μας Ιστορία, τους δεσμούς που μας ενώνουν.

Στην εύλογη παρατήρηση ότι και οι νέες τραγωδίες (όπως των Τεμπών) αξίζουν χώρο στη μνήμη μας, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η άλωση των ήδη υπαρχόντων μνημείων, αλλά η δημιουργία νέων πλαισίων μνήμης. Καθώς υπάρχουν πολλές και καλές εναλλακτικές, η συνέχιση της σημερινής κατάστασης συνιστά μια μορφή συμβολικής παραβίασης που οδηγεί σε μια προφανώς άχαρη συνύπαρξη.

Η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα είναι μια μάχη πολιτισμού: αφορά το αν μπορούμε να συμβιώσουμε με κανόνες αλληλοσεβασμού. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο κοινός μας χώρος, ο δημόσιος χώρος, να πάψει να είναι πεδίο ανομίας και ιδιοποίησης και να γίνει πραγματικά αυτό που λέει η λέξη: κτήμα του δήμου, δηλαδή όλων μας.

* Ο κ. Αριστείδης Ν. Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών και διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής και Θεσμικής Θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών στο ΕΚΠΑ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT