Νεράντζι, ψωμί, μούχλα

Πώς μυρίζουν οι γειτονιές της Αθήνας το καλοκαίρι; Η «Κ» επιχειρεί μια οσφρητική χαρτογράφηση

νεράντζι-ψωμί-μούχλα-563758045 Αριστοτέλους και Αγίου Μελετίου. Φρούτα και λαχανικά στα τελάρα έξω από το μανάβικο προσθέτουν χρώμα και μυρωδιές στην πυκνοκατοικημένη γειτονιά του κέντρου. [AGGELOS BARAI]
Αριστοτέλους και Αγίου Μελετίου. Φρούτα και λαχανικά στα τελάρα έξω από το μανάβικο προσθέτουν χρώμα και μυρωδιές στην πυκνοκατοικημένη γειτονιά του κέντρου. [AGGELOS BARAI]
Φόρτωση Text-to-Speech...

Τα πάντα στην Αθήνα το καλοκαίρι βιώνονται πιο έντονα. Ομοίως και οι οσμές της πόλης. Η πρώτη σκέψη κάποιου πιθανώς να στραφεί σε κάτι πνιγηρό: καυσαέριο, σκουπίδια, ανθρώπινα χνώτα των «ξεχασμένων» στο άστυ Αθηναίων συνωστισμένων σε έναν από τους αραιωμένους συρμούς του μετρό.

Οταν, όμως, οι παλμοί της καθημερινότητας πέφτουν, η αττική ζέστη και η υγρασία μπορεί να «αποκαλύψουν» μια ιδιόμορφη και εντέλει γοητευτική διάσταση των μυρωδιών της πόλης. Οι οσμές γίνονται άλλοτε οσφρητικοί μάρτυρες της πολιτισμικής ποικιλομορφίας της Αθήνας, άλλοτε φορείς νοσταλγίας μιας άλλης εποχής που επιζεί σποραδικά μέσα στο χάος της ζωντανής πόλης η οποία διαρκώς «τρέχει», κινείται και μετασχηματίζεται.

Οσμή της μνήμης

«Τα ίδια τα σπίτια έχουν μια μυρωδιά, τη μυρωδιά του χρόνου», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» η Ειρήνη Γρατσία, αρχαιολόγος και επικεφαλής της Monumenta. Η ίδια θεωρεί ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές μυρωδιές της πόλης αυτή των εγκαταλελειμμένων σπιτιών. Πράγματι, περπατώντας στη Μιχαήλ Βόδα, στη Χέυδεν, στη Φυλής –όπου κάποτε αναδύονταν εντονότερα οι μυρωδιές της εφήμερης σεξουαλικής συνεύρεσης– τα άδεια νεοκλασικά που ρημάζουν μοιάζουν να έχουν μπει σε χρονοκάψουλα.

Νεράντζι, ψωμί, μούχλα-1
Ερειπωμένo κτίριo στην Κυψέλη. Για τους περιοίκους η οσμή των κουφαριών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάμνηση του ίδιου σπιτιού κατοικημένου, γεμάτου ανθρώπους. [AGGELOS BARAI]

Μόλις φεύγουν οι τελευταίοι ηλικιωμένοι, φεύγουν οι μυρωδιές τους και αυτό που μένει είναι η αίσθηση της υγρασίας, της μούχλας και των παλιών επίπλων. Η οσμή του εγκαταλελειμμένου σπιτιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάμνηση του ίδιου σπιτιού κατοικημένου, ζωντανού, γεμάτο ανθρώπους. Ρωτώντας Αθηναίους «ποια είναι η πρώτη μυρωδιά-ανάμνηση που τους έρχεται στο μυαλό», η πλειονότητα αυτόματα «ταξιδεύει» στην παιδική ηλικία, στο φαγητό της μαμάς, στα γλυκά, στις τούρτες και στα υλικά τους, επιβεβαιώνει η κ. Γρατσία.

Η ανάμνηση του σπιτιού είναι και η ανάμνηση του κήπου και της αυλής: Το γαρίφαλο, το γεράνι, το γιασεμί, το τριαντάφυλλο, το νυχτολούλουδο. Οι μυρωδιές των λουλουδιών ζωντανεύουν την αίσθηση της «παλιάς» γειτονιάς στην οποία οι οσμές συγχέονταν με την αίσθηση της ζωντάνιας των ανθρώπων της. «Η Μυρσίνη τ’ άσπρα βάζει, άσπρο κρίνο στο περβάζι, και μεθάει η γειτονιά», έγραφε ο στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου που μελοποίησε ο Μίμης Πλέσσας στον «Δρόμο».

Η όαση

Οι μυρωδιές της πόλης, όμως, δεν είναι μόνο παρελθόν και νοσταλγία. Η Αθήνα κινείται, η ανθρωπογεωγραφία της ανανεώνεται και αποκτά νέους πρωταγωνιστές. Τα βράδια του καλοκαιριού, πλήθος millennials και zoomers περιδιαβαίνουν τη Βαλτετσίου στα Εξάρχεια. Εξω από τη «Ριβιέρα» συναντάμε την Ηρώ, κάτοικο της περιοχής, η οποία βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο των δύο αυτών γενεών. «Για εμένα, Εξάρχεια είναι η μυρωδιά των νεραντζιών, που “διακόπτει” τη γενικευμένη αίσθηση βρώμας της πόλης. Αυτή τη βρώμα κάπως την αγαπάμε. Το λιώσιμο της Αθήνας είναι γοητευτικό», μας λέει γελώντας. Η υγρασία κάποιων καλοκαιρινών βραδιών, όσο αφόρητη κι αν είναι για τους περιπατητές, προσφέρει επιπλέον έκλυση της οσμής των εσπεριδοειδών. Κάπως έτσι το «Η Αθήνα ξέρει να λιώνει» και «νύχτα στην πόλη, μούσκεμα όλοι» –οι στίχοι του «The Boy»– φαίνεται να αντικαθιστούν σήμερα τα περασμένα μεθυστικά αρώματα της Μυρσίνης του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Για εμένα, Εξάρχεια είναι η μυρωδιά των νεραντζιών, που «διακόπτει» τη γενικευμένη αίσθηση βρώμας της πόλης. Αυτή τη βρώμα κάπως την αγαπάμε. Το λιώσιμο της Αθήνας είναι γοητευτικό. -Ηρώ, κάτοικος Εξαρχείων

Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι νέες γενιές, εκτός από δέκτες των οσμών της πόλης, μπορούν να γίνουν και πρωταγωνιστές στη διαμόρφωσή τους. «Οχι, δεν μαγειρεύουμε. Ή τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο θα έπρεπε», παραδέχεται η Ηρώ. «Δεν προλαβαίνουμε, αν και γενικά βλέπω μια στροφή στους τριαντάρηδες σε αυτή την κατεύθυνση», συμπληρώνει. Είναι γεγονός ότι η συνήθως τυποποιημένη οσμή του ντελίβερι φαγητού έχει υποκαταστήσει τα μυρωδικά του σπιτικού φαγητού, που εκλύονταν στους διαδρόμους των αθηναϊκών διαμερισμάτων.

Σταυροδρόμι

Η πόλη, πάντως, εξακολουθεί να μαγειρεύει. Περπατώντας στην Καραμανλάκη στα Κάτω Πατήσια νιώθεις τις οσμές των φαγητών που μαγειρεύουν οι Αφρικανοί. Το ίδιο και στην Κυψέλη. «Βαριά φαγητά, έντονες μυρωδιές», όπως παρατηρεί η κ. Γρατσία, «αντίστοιχες μυρωδιές Σύρων και Πακιστανών παρεμβάλλονται σε άλλους δρόμους στο κέντρο». Παλιά ξεχώριζαν περισσότερο συνταγές από την ανατολική Ευρώπη.

Ανεβαίνοντας τη Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη καταφθάνουν έντονα οι πρώτες οσμές από τα χαρακτηριστικά καρυκεύματα που χρησιμοποιούν συνοικιακές ταβέρνες, αλλά και σπιτικές κουζίνες. Λίγα στενά πιο πάνω, στη Νάξου, στέκει εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες μία από τις πιο γνωστές αφρικανικές ταβέρνες της πόλης. Το όνομά της Lalibela, όπως μια πόλη κάπου στη βόρεια Αιθιοπία. Ετσι έχουν ονομάσει το μαγαζί τους οι δύο αδελφές Ελσι και Τσαχάι. Μπαίνοντας στη Lalibela αισθάνεσαι από τη διαρρύθμιση και τη διακόσμηση πως στην ατμόσφαιρα έχει ενσταλαχθεί η αιθιοπική παράδοση και κουλτούρα αναμεμειγμένη με το άρρητο, αλλά αναγνωρίσιμο, οσφρητικό στίγμα της Αθήνας.

Νεράντζι, ψωμί, μούχλα-2
Η Τσαχάι από την Αιθιοπία μαγειρεύει στη Lalibela, στο εστιατόριο που διατηρεί με την αδελφή της στην οδό Νάξου, στην Κυψέλη. Οσμές από κουρκουμά, μπαχάρια και λιβάνι ταξιδεύουν στα γύρω στενά. [AGGELOS BARAI]

Ο χώρος συμπυκνώνει μυρωδιές που διαχέονται στους γύρω δρόμους: κουρκουμάς, μπαχάρια και λιβάνι. Προσθήκη στο εσωτερικό του μαγαζιού η οσμή κόκκων καφέ που ψήνονται, συνοδεία κλασικού ποπ κορν. Οι δύο αδελφές ήρθαν στην Ελλάδα πριν από περίπου 30 χρόνια. Η Ελσι, ζωγράφος πριν καταπιαστεί με την εστίαση, μας περιγράφει το αγαπημένο της –αρκετά καυτερό– πιάτο και ξεκαθαρίζει: «Η κουζίνα της Αιθιοπίας δεν μοιάζει καθόλου με της Ελλάδας. Αυτό που μοιάζει πολύ είναι η οικογενειακή ατμόσφαιρα στο τραπέζι».

Ο φούρνος

Τα περί «οικογενειακής ατμόσφαιρας» τα γνωρίζουν αναμφίβολα πολύ καλά ο Γρηγόρης και ο Γιώργος Ρεμούνδος, τους οποίους συναντήσαμε στον ιστορικό φούρνο «Ρεμούνδος» στην Κυψέλης, λίγα στενά δίπλα από τη Lalibela. «Ο φούρνος είναι μεγάλη ιστορία για την αθηναϊκή πραγματικότητα», παρατηρεί μεταξύ άλλων ο Γρηγόρης, ο οποίος πιστεύει ότι οι συνοικιακοί φούρνοι και οι άμεσες οσμές που χαρίζουν στις αθηναϊκές γειτονιές θα μπορέσουν να αντέξουν –παρά τις αντικειμενικές πρακτικές και οικονομικές δυσκολίες– κόντρα στο ρεύμα των αλυσίδων και των «mega φούρνων».

Οι δυο τους –πάντα μαζί, με τον έναν να συμπληρώνει τον άλλον εντός και εκτός φούρνου– έχουν περάσει όλη τους τη ζωή απολαμβάνοντας και πάνω από τη μισή παράγοντας μυρωδιές. Αποτελούν άλλωστε την τρίτη γενιά συνεχιστών της επιχείρησης που ίδρυσε ο παππούς τους το 1953, όταν, όπως λέει ο Γιώργος, η Κυψέλη ήταν ακόμη «το Κολωνάκι της εποχής».

Λίγα χρόνια μετά, οι ίδιοι ως παιδάκια θα στέκονταν πάνω στα σακιά του μαγαζιού και στα σκαλάκια με θέα την «αίθουσα του φουρνίσματος», ώστε να παρακολουθούν με δέος τους «παλιούς» στυλοβάτες του φούρνου. Σήμερα θυμούνται τη μυρωδιά από το καβουρδισμένο αμύγδαλο, το βούτυρο του κουραμπιέ, τις χριστουγεννιάτικες οσμές που κάθε χρόνο επανέρχονται στη μνήμη, αλλά και στην καθημερινότητα, τις διαχρονικά δύσκολες και κοπιώδεις εκείνες ημέρες του χρόνου όπου το φούρνισμα δεν σταματάει σχεδόν ποτέ. Ο Γρηγόρης ανακαλεί και μια άλλη λεπτομέρεια από τις παιδικές του μνήμες. «Παλιά έφερναν οι νοικοκυρές της γειτονιάς τα φαγητά τους να τα ψήσουμε εδώ. Αλλες μυρωδιές κι αυτές. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις καρτέλες με τα ονόματα των πελατών», διηγείται. Η γειτονιά έκτοτε έχει πολλάκις και πολλαπλώς αλλάξει. Στην κρίση «έπεσε», τώρα «ξαναπαίρνει τα πάνω της». «Η μυρωδιά των καλών υλικών θα συνεχίσει να φέρνει τον κόσμο μέσα», συμπληρώνει σ’ αυτό το σημείο ο Γιώργος, όσο κι αν η Κυψέλη μετασχηματίζεται.

Νεράντζι, ψωμί, μούχλα-3
Στον «Ρεμούνδο» στην Κυψέλη, ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι είναι συνεχιστές της παράδοσης, που θέλει τους –λιγοστούς πλέον– συνοικιακούς φούρνους να είναι «εργαστήρια» μυρωδιών που χαρακτηρίζουν κάθε γειτονιά. [AGGELOS BARAI]

Δεν αλλάζει, όμως, μόνο η Κυψέλη. Και οι ίδιοι φροντίζουν να εκσυγχρονίζονται, να μαθαίνουν και να εφαρμόζουν νέες πατέντες. Η παραδοσιακή μυρωδιά του φούρνου θα εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη γειτονιά γύρω από του «Ρεμούνδου», με νότες από φασόλια και χουρμάδες, που έχουν ενταχθεί στις νέες συνταγές τους, να παρεισφρέουν. «Φέτος δοκιμάσαμε μπράουνις με κουνουπίδι και πήγε παραδόξως πολύ καλά», αποκαλύπτει ο Γρηγόρης, στέλνοντας μήνυμα… τομής και συνέχειας.

Μη βιώσιμη

Η «τομή» σε μια πόλη σαν την Αθήνα δεν έχει πάντα θετική χροιά. Οι μυρωδιές της πόλης, άλλωστε, δεν ταυτίζονται μόνο με «ρομαντζάδες» στην Καλλιδρομίου και τη Βαλτετσίου, με το νοσταλγικό δέος που προκαλούν τα παλιά νεοκλασικά της Βόδα, τα κατά τόπους εργαστήρια ή οι συνοικιακές λαϊκές αγορές ούτε με τις έντονες γαστρονομικές μυρωδιές που σε ζαλίζουν ευχάριστα στην Ευριπίδου.

Στον αντίποδα, γωνιές της πόλης μεταλλάσσονται, γειτονιές χάνονται, οι ελεύθεροι χώροι με τα χρόνια περιορίζονται ή τυποποιούνται. «Η πόλη γίνεται μόνο ένα ντεκόρ, ένα σκηνικό, δεν είναι βιώσιμο αυτό πια», σχολιάζει χαρακτηριστικά η Ειρήνη Γρατσία, σημειώνοντας πως ο υπερτουρισμός και η υπερκαταναλωτική διάθεση που τον συνοδεύει, αλλοιώνουν τη μορφολογία της πόλης, καθιστώντας πολλά σημεία της –και αισθητικά– μη βιώσιμα.

Νεράντζι, ψωμί, μούχλα-4
Παλιά έφερναν οι νοικοκυρές της γειτονιάς τα φαγητά τους να τα ψήσουμε εδώ. Αλλες μυρωδιές κι αυτές. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις καρτέλες με τα ονόματα των πελατών. -Γρηγόρης Ρεμούνδος, ιδιοκτήτης φούρνου στην Κυψέλη. [AGGELOS BARAI]

Αλλά και οι δυσλειτουργικές συγκοινωνίες, οι υπόνομοι, η από καιρό κανονικοποίηση του καυσαερίου ως καθημερινή οσμή, η κυκλοφοριακή συμφόρηση και η έλλειψη πρασίνου, μετατρέπουν το βίωμα της μυρωδιάς ενίοτε σε κάτι τραυματικό και δυσοίωνο για τους κατοίκους της Αθήνας – πρωτίστως για τους εργαζομένους στην καθαριότητα. Δευτερευόντως για εκείνους που η καθημερινότητα είναι άρρηκτα ταυτισμένη με την κίνηση της πόλης, τους δρόμους της και τα μέσα μαζικής μεταφοράς.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT