«Θεέ μου, είναι σαν να βρίσκομαι σε μια αίθουσα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αυτών των ιστορικών συζητήσεων», σκέφτηκε ο Elias Vlanton (Ελίας Βλάντον/Ηλίας Βλαντονόπουλος) όταν διάβασε το έγγραφο με την ένδειξη «Top Secret». Χρονολογία, 30 Ιανουαρίου 1945. Το αντίγραφο με αύξοντα αριθμό 2 είναι προϊόν μυστικής ηχογράφησης που έγινε από την υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την OSS. Το έγγραφο περιέχει λέξη προς λέξη τη μεταγραφή της συνάντησης μεταξύ Βρετανών και Ελλήνων αξιωματούχων τρεις μήνες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας και μόλις ένα μήνα μετά τα Δεκεμβριανά. «Θα παρατηρήσετε ότι φέρει την ένδειξη “Ακρως Απόρρητο” –η υψηλότερη διαβάθμιση στα έγγραφα μυστικών υπηρεσιών– και “Ελεγχος” μόνο για τα μάτια των ΗΠΑ», τονίζει ο ίδιος.
Ανοιχτή πρόσβαση
Η συζήτησή μας γίνεται λίγο μετά την ανακοίνωση του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ ότι η Συλλογή Vlanton είναι πλέον προσβάσιμη από όλους. Η συλλογή που δόθηκε ως δωρεά στο ίδρυμα αποτελείται από ψηφιοποιημένα έγγραφα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών σχετικά με την Ελλάδα κατά την Κατοχή και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση και είναι το αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας και επίπονης αναπαραγωγής των τεκμηρίων. Ο επισκέπτης μπορεί να διαβάσει online περίπου 6.600 αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, στα οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται μαρτυρίες σχετικές με εγκλήματα των ναζί, αναφορές πληροφοριοδοτών για τα σχέδια και τη δράση κομμουνιστικών και ακροδεξιών οργανώσεων και εμπιστευτικές εκτιμήσεις των Αμερικανών για τις παρεμβάσεις των Βρετανών στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Ο Ελίας Βλάντον, επίτιμος διδάκτωρ του St. Mary’s College στο Μέριλαντ, εκπαιδευτικός και συγγραφέας του βιβλίου «Who Killed George Polk: The Press Covers Up a Death in the Family» (1996), ζει στην Ουάσιγκτον και έχει αφιερώσει περισσότερα από 45 χρόνια στη μελέτη τεκμηρίων των αμερικανικών αρχείων που αφορούν την Ελλάδα. Προετοιμάζοντας τη συγκεκριμένη συνέντευξη που έδωσε αποκλειστικά στην «Κ» ανακαλύψαμε ένα άρθρο δημοσιευμένο στο Odyssey Magazine (May/June 2006) με τίτλο «Elias Vlanton and Elias Vlanton, father and son, in Potamos, Kythera». Το κείμενο «ανοίγει» με τη φωτογραφία πατέρα και γιου Βλαντονόπουλου στην πλατεία του χωριού Ποταμός.
– Πώς συνδέονται η Ουάσιγκτον με τα Κύθηρα και τα καθηγητικά καθήκοντα με το πάθος του ερευνητή στη ζωή σας;
– Ολα ξεκινούν από τη μητέρα μου, η οποία ενδιαφερόταν για την ιστορική έρευνα – κυρίως για τους Ελληνοαμερικανούς του Σεντ Λούις, από όπου καταγόταν. Η Τζένι Βλάντον, δασκάλα δημόσιου σχολείου, άκουγε ως παιδί για ένα μέρος που ονομαζόταν Τσιρίγο. Οι γονείς της γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Σμύρνη και αργότερα πέρασαν στα Κύθηρα. Το πατρικό της όνομα ήταν Γλίτσος και κάποια στιγμή, όταν βγήκε στη σύνταξη, αποφάσισε να αναζητήσει τις ρίζες της και τους συγγενείς της στο νησί. Αυτό έγινε στο τρίτο ταξίδι μας στο νησί, το 1995.
Στο μεταξύ εγώ μεγάλωνα σε μια μικρή ελληνοαμερικανική κοινότητα του Σεντ Λούις, σε μια οικογένεια πολύ δεμένη. Η γιαγιά μου μιλούσε μόνο ελληνικά. Κυρίως ελληνικά μιλούσε και ο πατέρας μου, που πριν από τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δούλεψε στο ελληνικό εμπορικό ναυτικό και είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Και οι δύο γονείς μου είχαν μια ευρύτητα σκέψης – θυμάμαι τον πατέρα μου να διαβάζει Καζαντζάκη. Και οι δύο αγαπούσαν την πολιτική και ήταν Δημοκρατικοί. Μάλωναν με τους φίλους τους συνέχεια γι’ αυτό.
Το 1965 κάναμε το πρώτο μας ταξίδι στην Ελλάδα. Είχαν περάσει 20 χρόνια από το τέλος του πολέμου, αλλά υπήρχαν ακόμη τρύπες από σφαίρες παντού στους τοίχους. Ημουν πολύ μικρός, θυμάμαι όμως ότι δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί υπήρχαν αυτές οι τρύπες. Δεν είχα ακούσει τίποτε για τον Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά άρχισα να αναρωτιέμαι.
Μάχη με τον χρόνο – Είχα συγκεντρώσει στοίβες με φωτοτυπημένα έγγραφα χιλιάδων σελίδων. «Και τώρα;», είπα στον εαυτό μου, «πρέπει κάπως να τα διατηρήσω. Κάποιος θα νοιαστεί για το υλικό πριν πεθάνω και αναγκαστούν τα παιδιά μου να τα πετάξουν».
– Πώς αρχίσατε να αναζητάτε τις απαντήσεις στα αρχεία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών;
– Σπούδασα κοινωνιολογία και μετακόμισα στην Ουάσιγκτον το 1975. Τα διαβαθμισμένα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών για την περίοδο 1945-1949 μόλις άνοιγαν. Κάποιος που γνώρισα σε ένα πάρτι μου είπε: «Είσαι Eλληνας; Πρέπει να πας στην Υπηρεσία Πληροφοριών και να τα βρεις». Το έκανα από περιέργεια και ξαφνικά βρέθηκα με μερικά κουτιά γεμάτα έγγραφα. Τράβηξα ένα χαρτί στην τύχη και ήταν η αλληλογραφία με τον υπουργό Eξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ. Εμεινα έκπληκτος. Το επόμενο ήταν από τον πρέσβη και ακολουθούσε μια σειρά από αντίστοιχα έγγραφα. Σκέφτηκα, αυτό είναι συναρπαστικό υλικό και κόλλησα. Ανασκάλευα για καιρό τα στρατιωτικά αρχεία επειδή κατά τη δεκαετία του 1970 ο τότε πρόσφατος νόμος για την Ελευθερία της Πληροφόρησης επέτρεπε σε όποιον το επιθυμούσε να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε πρώην απόρρητο υλικό.
Συνέχισα, λοιπόν, αλλά παράλληλα ξεκίνησα τη διδασκαλία για τα προς το ζην. Στο μεταξύ τροποποιήθηκε το νομικό πλαίσιο και θεσπίστηκαν πολλές εξαιρέσεις, που περιόριζαν την πρόσβαση στα σημαντικά έγγραφα. Παρ’ όλα αυτά, φτάνοντας στην ηλικία της συνταξιοδότησης, πριν από περίπου δέκα χρόνια, είχα συγκεντρώσει στοίβες με φωτοτυπημένα έγγραφα χιλιάδων σελίδων. «Και τώρα;», είπα στον εαυτό μου, «πρέπει κάπως να τα διατηρήσω. Κάποιος θα νοιαστεί για το υλικό πριν πεθάνω και αναγκαστούν τα παιδιά μου να τα πετάξουν».


– Τελικά τη λύση σάς έδωσε η ψηφιοποίηση;
– Ναι, η ιδέα της συλλογής γεννήθηκε όταν άρχισα να σκανάρω τα πρώτα έγγραφα, κάνοντας παράλληλα μια επιλογή από το υλικό μου. Ηταν ενδιαφέρον το πώς η τεχνολογία επηρέασε την ιστορική έρευνα. Οταν ξεκίνησα, κάθε σελίδα που φωτοτυπούσα κόστιζε περίπου 0,50 δολάρια. Τώρα πήγαινα στα αρχεία, μου έδιναν ένα σαρωτή (scanner) αφού τους έδινα το όνομά μου, σκάναρα το έγγραφο και μετά το περνούσα στον υπολογιστή μου. Σε μια καλή μέρα μπορούσα να αντιγράψω εκατό έγγραφα. Αλλά τότε ανέκυψαν και άλλα προβλήματα. Το σοβαρότερο ήταν ότι κάποια έγγραφα ήταν τόσο δυσανάγνωστα, ώστε έπρεπε να τα ξαναδώ με προσοχή για να τους δώσω έναν σωστό τίτλο ενσωματώνοντας όλους τους όρους αναζήτησης. Πλέον, με τις σωστές λέξεις, ως επί το πλείστον θα βρείτε αυτό που ψάχνετε.
– Το υλικό της συλλογής σχεδόν σταματάει στο 1946. Γιατί συμβαίνει αυτό;
– Το 1945 και το 1946 είναι δύο ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες χρονιές επειδή οι Αμερικανοί είναι πιο ενεργοί στα ελληνικά πράγματα, αλλά παράλληλα συνυπάρχουν ακόμη με τους Βρετανούς. Επιπλέον, στέλνουν στην Αθήνα πράκτορες εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Το πρόβλημα του 1947 και κυρίως του 1948 είναι πως οι Βρετανοί αποσύρονται σταδιακά και οι ΗΠΑ εμπλέκονται ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Η OSS σταματάει περίπου στο 1945 και τη διαδέχεται η CIA. Τα δικά τους έγγραφα παραμένουν ουσιαστικά απρόσιτα, σπάνια οι προσπάθειές μου να δω κάτι βρίσκουν ανταπόκριση.
Τα «κλειδιά» του αρχείου – Κάποια έγγραφα ήταν τόσο δυσανάγνωστα, ώστε έπρεπε να τα ξαναδώ με προσοχή για να τους δώσω έναν σωστό τίτλο ενσωματώνοντας όλους τους όρους αναζήτησης. Πλέον, με τις σωστές λέξεις, ως επί το πλείστον θα βρείτε αυτό που ψάχνετε.
– Συχνά μιλάτε στην έρευνά σας για τις γκρίζες ζώνες της ιστορίας, αυτές που βρίσκονται μεταξύ καλού και κακού. Υπάρχει κάποιο έγγραφο που ακόμη ταράζει τον ύπνο σας;
– Η εκτέλεση ενός ανθρώπου στου Ψυρρή το 1945 έχει μείνει στο μυαλό μου από τότε που τη διάβασα για πρώτη φορά. Η διασταύρωση της οδού Λεπενιώτου με τη Λεωκορίου είναι ένα σημείο στο οποίο έχω βρεθεί συχνά πριν και μετά την ανάγνωση του εγγράφου. Κάθε φορά που διαβάζω την αναφορά του πράκτορα που είχε πάρει μέρος στην περιπολία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στις 23 Δεκεμβρίου 1945 αναρωτιέμαι: Ηταν ο 25χρονος άνδρας που πυροβόλησαν κάποιος που μόλις είχε σκοτώσει έναν ΕΛΑΣίτη ή ήταν απλώς ένας νεαρός που βγήκε έξω τη νύχτα χωρίς άδεια; Αυτό το μυστήριο πιθανότατα δεν θα απαντηθεί, αλλά τουλάχιστον με το έγγραφο γνωρίζουμε πόσο ρόλο έπαιξε το τυχαίο στην έκρηξη της βίας εκείνης της περιόδου.
