Λένε ότι το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα είναι να αναγνωρίσεις ότι υπάρχει, αλλά εγώ για χρόνια αρνιόμουν να παραδεχτώ πως είμαι παχύσαρκος. Κάτι αντίστοιχο καταθέτουν και άτομα στην απέναντι όχθη, που παλεύουν με τη νευρική ανορεξία, αλλά φαντάζομαι πως όλο αυτό ακούγεται απίστευτο σε όσους δεν έτυχε ποτέ να έχουν «θολή» αντίληψη για το σώμα τους.
Θυμάμαι έντονα τη μέρα που για πρώτη φορά ξαφνιάστηκα από τη φιγούρα μου: περπατούσα βιαστικός διαβάζοντας ένα μήνυμα στο κινητό μου, όταν με την άκρη του ματιού μου είδα κάποιον να περπατάει στο πλάι μου με την ίδια ακριβώς ταχύτητα. Γύρισα το κεφάλι μου ενστικτωδώς, διεκδικώντας λίγη απόσταση, και ανακάλυψα πως συμβάδιζα μόνο με την αντανάκλασή μου, που με κοιτούσε εξίσου έκπληκτη από την τζαμαρία ενός κλειστού μαγαζιού στην Ομόνοια.
Η άρνηση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην περίπτωσή μου και ακόμη κι εκείνο το απόγευμα είχα απωθήσει το ζήτημα, αποδίδοντας το αγνώριστο είδωλό μου στα «στενά μου ρούχα» και «το πολύ νερό» που σίγουρα θα είχα πιει μέσα στη μέρα. Αγόρασα καινούργια ρούχα και, υποσυνείδητα, άρχισα να αποφεύγω συστηματικά τους καθρέφτες.
Tο εύκολο καταφύγιο
Σε μια μοναχική περίοδο ιδιαίτερης πίεσης και εγκλωβισμένος, τότε, σε μια αγχωτική δουλειά με πολλές υπερωρίες, το φαγητό έγινε σταδιακά το εύκολο καταφύγιο, η εγγυημένη απόλαυση και, τελικά, το μοναδικό highlight της καθημερινότητάς μου (γι’ αυτό και απορώ όταν ορισμένοι πανηγυρίζουν για τη νομιμοποίηση της καθημερινής εργασίας σε δύο διαφορετικούς εργοδότες. Πώς μεταφράζεται σε όρους καθιστικής ζωής αυτή η προοπτική;).
Το παράδοξο της παχυσαρκίας είναι πως όσο και να φας σε μία ημέρα δεν πρόκειται να παχύνεις αισθητά. Ακόμη και ύστερα από ολόκληρη εβδομάδα κραιπάλης ή έναν μήνα ατασθαλιών, μπορείς εύκολα να επιστρέψεις στο προηγούμενό σου σώμα, και γρήγορα, αρκεί να το πάρεις απόφαση. Για να φτάσει κανείς στο δικό μου σημείο θα πρέπει να τρώει «τυφλά» για μήνες, προτού σκαρφαλώσει στα 130 ή στα 150 κιλά. Δύο χρόνια αργότερα ανέβηκα στη ζυγαριά και διάβασα 180. Αγχώθηκα στιγμιαία, έσπρωξα τη ζυγαριά κάτω από τον νεροχύτη και, όλως τυχαίως, δεν ανέβηκα ποτέ ξανά. Οπως είπα, «κλινική» άρνηση.
Ηταν μια εντελώς άσχετη κακοτυχία που με έσπρωξε, ευτυχώς, στην πόρτα ψυχαναλύτριας, η οποία δεν έχασε καθόλου χρόνο και αναφέρθηκε στο ζήτημα από την πρώτη κιόλας συνεδρία: «Τι νιώθετε, κύριε Σάκκα, όταν αποφασίζετε να φάτε;».
Μαρτύριο στο σινεμά – Τις προάλλες πήγαμε θερινό. Είδαμε μια γαλλική κωμωδία που προσπάθησα να απολαύσω, αλλά μου ήταν αδύνατον γιατί η σκληρή ξύλινη καρέκλα δεν με χωρούσε, με αποτέλεσμα να στριμώχνονται τα μπούτια μου στα όρια του πόνου.
Επειτα από αρκετά 45λεπτα στον καναπέ της, ξαφνικά μια μέρα με είδα όπως ήμουν και ένιωσα ότι βρισκόμουν μέσα σε έναν εφιάλτη από τον οποίο ήταν αδύνατο να ξυπνήσω, γιατί ήταν πέρα για πέρα αληθινός – με χτύπησαν κατακούτελα και ταυτόχρονα όλες οι αυτονόητες διαπιστώσεις: πανικοβλήθηκα από το ενδεχόμενο ενός πρόωρου θανάτου, θρήνησα για τα χαμένα χρόνια της απομόνωσης, νευρίασα για τις πεταμένες ευκαιρίες και, όταν πήρα την απόφαση να αλλάξω, δοκίμασα την απογοήτευση που μου επέβαλαν τα σκληρά μαθηματικά: για να χάσει κανείς τόσα κιλά θα χρειαστεί ένας μαραθώνιος πολλών ετών, ακόμη και με επαγγελματική βοήθεια, γιατί δεν αρκεί να σταματήσει κανείς να τρώει υπερβολικά και ακόμη κι αν περιοριστεί στις 2.000 με 2.500 θερμίδες, η έλλειψη κίνησης και οι περιστασιακές υπερβάσεις μπορούν εύκολα να τον εγκλωβίσουν σε μια αέναη «limbo» ασήμαντων αυξομειώσεων.
Ο μαραθώνιος αρχίζει
Σας γράφω από τα πρώτα μέτρα αυτού του μαραθωνίου ή, πιο ειλικρινά, έπειτα από ελάχιστα χαμένα κιλά μιας προσπάθειας που μπορεί πολύ εύκολα να αποτύχει. Αυτή είναι η ωμή πραγματικότητα για μένα και για αμέτρητους άλλους στην Ελλάδα, όπου 63% των ενηλίκων είναι είτε υπέρβαροι είτε παχύσαρκοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Δημόσιας Υγείας. Και ακόμη κι αν οι υπέρβαροι περνάνε «κάτω από τα ραντάρ» (μπορείς να είσαι θεωρητικά υπέρβαρος ακόμη και με σχετικά μικρή κοιλίτσα), οι παχύσαρκοι αντιμετωπίζουν μια δύσκολη πάθηση, που είναι ορατή από μακριά και γίνονται ουκ ολίγες φορές αποδέκτες αδιάκριτων βλεμμάτων, προσβολών και αδικαιολόγητων διακρίσεων.
Τις προάλλες, για παράδειγμα, πήγαμε θερινό σινεμά και με το που μπήκαμε στον χώρο δαγκώθηκα, χωρίς να ομολογήσω τον λόγο στην παρέα. Είδαμε μια γαλλική κωμωδία που προσπάθησα να απολαύσω, αλλά μου ήταν αδύνατον γιατί, πολύ απλά, η σκληρή ξύλινη καρέκλα δεν με χωρούσε, με αποτέλεσμα να στριμώχνονται τα μπούτια μου στα όρια του πόνου. Είναι μια συνθήκη που ως παχύσαρκος έχω αντιμετωπίσει πολλές φορές στην Ελλάδα, σε καφετέριες, εστιατόρια, θέατρα, σινεμά και, φυσικά, σε αεροπλάνα. Εγώ και το υπόλοιπο 24,9% των παχύσαρκων στη χώρα.
Ηθικολογία και αποκλεισμός
Εν τω μεταξύ έχουν γίνει της μόδας η ηθικολογία και η ψευδοϊατρική προσέγγιση από ανθρώπους άσχετους, που απλώς «πυροβολούν» εμπειρικά τους παχύσαρκους επειδή «σίγουρα το προκάλεσαν αυτό στους εαυτούς τους» με τη διατροφή τους, «επιβαρύνουν το σύστημα υγείας» και –ίσως το καλύτερο απ’ όλα– «ζυγίζουν πιο πολύ, αλλά πληρώνουν το ίδιο εισιτήριο με εμάς στο αεροπλάνο». Αγγίζουν έτσι το θέμα επιδερμικά, αναπαράγοντας ένα αφήγημα που «δικαιολογεί» εμμέσως λογικές αποκλεισμού, ενώ υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα υγείας που θα μπορούσαν με το ίδιο λάθος σκεπτικό να θεωρηθούν «επιλογές» των παθόντων και μοιράζονται π.χ. κάποιες κοινές, ψυχογενείς ρίζες με την παχυσαρκία – ο αλκοολισμός, το κάπνισμα, ο τζόγος, όλοι τους εθισμοί. Ομως, μόνο για τους παχύσαρκους επιφυλάσσεται αυτός ο μαζικός ρατσισμός, η επιθετικότητα και η κάψα για την επιβάρυνση του συστήματος υγείας.
Στο πλαίσιο αυτής της «επιδημίας» άγνοιας και καταπιεσμένης επιθετικότητας, που βρίσκει άδικη διέξοδο στην όψη ενός παχύσαρκου ατόμου, δεν εκπλήσσομαι με την κακία των περαστικών, αλλά όταν μπαίνω σε μια επιχείρηση που δεν έχει μεριμνήσει για μια πιο φαρδιά καρέκλα –έστω μια καρέκλα χωρίς πλαϊνά «χέρια»– αναρωτιέμαι: δεν θέλουν αυτοί οι επιχειρηματίες τα ωραία μας τα λεφτά; Ενας στους τέσσερις είναι παχύσαρκος!
Είναι τόσο ασύμφορο να απολαύσουμε και εμείς με άνεση έναν καφέ, να δούμε μια ταινία και να ταξιδέψουμε από το σημείο Α στο σημείο Β χωρίς πόνο; Δεν έχουμε αυτό το δικαίωμα; Τι μας κάνει λιγότερο σημαντικούς πελάτες; Η άτυπη «έξωσή» μας οφείλεται σε άγνοια του προβλήματος, σε αδιαφορία ή σε απλά μαθηματικά κόστους – οφέλους; Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δεν κυκλοφορούν εκεί έξω όσοι παχύσαρκοι θα δικαιολογούσε αυτό το 25% των επίσημων στοιχείων και στοιχηματίζω ότι πολλοί από τους «άφαντους» απλώς φοβούνται πως δεν θα βρουν καρέκλα στο νούμερό τους.
Δεν έχουμε δικαίωμα; – Είναι τόσο ασύμφορο να απολαύσουμε κι εμείς με άνεση έναν καφέ, να δούμε μια ταινία και να ταξιδέψουμε από το σημείο Α στο σημείο Β χωρίς πόνο; Δεν έχουμε αυτό το δικαίωμα; Τι μας κάνει λιγότερο σημαντικούς πελάτες;
Ετσι λοιπόν, σινεμά μόνο στη μία αλυσίδα multiplex, που σηκώνονται τα πλαϊνά, κατά προτίμηση σε προβολές αργά τη νύχτα, μην τυχόν και έρθει κανένας δίπλα σου, να μπορέσεις να κάτσεις χωρίς ενοχές, με την ησυχία σου, δίχως να σε λοξοκοιτάζουν με ενόχληση, λύπηση ή ακόμη και αηδία. Τα ρούχα σου no name, συνήθως υποχρεωτικά μέτριας ή και κακής ποιότητας, από πέντε – έξι καταστήματα σε όλη την Αθήνα που διατυμπανίζουν με υπερηφάνεια τη σπάνια πραμάτεια τους σε 6,7,8XL. Καμία συζήτηση να βρεις οτιδήποτε στα κυβικά σου στα πιο mainstream brands –ούτε καν σε εκείνα που στις ΗΠΑ κυκλοφορούν μεγέθη πολύ μεγαλύτερα από το δικό σου–, εδώ πάντα «δυστυχώς δεν έχουμε στο νούμερό σας» ή «μόλις τελείωσε». Γιατί; Αφού υπάρχει ζήτηση, γιατί δεν καλύπτεται από αντίστοιχη προσφορά;
Πριν από κάθε ταξίδι με αεροπλάνο φροντίζεις να πληροφορηθείς τον χρόνο πτήσης με αγωνία, τη διάρκεια του βασανιστηρίου σου, σφίγγεις τα δόντια και ιδρώνεις σφηνωμένος στην προκρούστεια οικονομική θέση, κοιτάζοντας το ρολόι σου κάθε είκοσι λεπτά – επί δεκαετίες οι αερογραμμές αδιαφορούν εκκωφαντικά για τους παχύσαρκους πελάτες τους, που πληρώνουν κανονικά, έχουν φτάσει να επιτρέπουν στην καμπίνα ζώα συντροφιάς (και πολύ καλά κάνουν), αλλά για το δικό μας, προφανέστατο πρόβλημα δεν παίρνουν την παραμικρή πρωτοβουλία, μας λένε εμμέσως «χάστε κιλά ή πληρώστε business class για πιο ανθρώπινες συνθήκες».
Ζυγίζοντας το ρίσκο
Ζώντας αυτή την πραγματικότητα καθημερινά, υποδέχθηκα με ενθουσιασμό την ανακοίνωση για δωρεάν φαρμακευτική αγωγή από τον Σεπτέμβριο (έως τότε και αυτή η επιλογή παραμένει ασύμφορη για τους περισσότερους, με μίνιμουμ έξοδα 200 ευρώ τον μήνα), αλλά ο ενδοκρινολόγος που απευθύνθηκα μου εξήγησε πως και αυτή η λύση «ασανσέρ» για γρήγορη απώλεια βάρους δεν είναι χωρίς ρίσκο και μια από τις πιθανές παρενέργειες είναι η οξεία παγκρεατίτιδα (μην γκουγκλάρετε αν δεν είστε θαρραλέοι). «Oμως, το να μείνεις σ’ αυτά τα κιλά συνεπάγεται μεγαλύτερο ρίσκο», σχολίασε ο γιατρός ρεαλιστικά.
Με παρόμοια ανάμεικτα συναισθήματα είχα βγει και από το ιατρείο ενός χειρουργού, που μου παρουσίασε τις επιλογές βαριατρικής επέμβασης. Το «μανίκι» στομάχου θα άφηνε αφύσικα μικρό ελεύθερο χώρο με πολλούς περιορισμούς, ακόμη και για το νερό πριν ή μετά το γεύμα, ενώ το γαστρικό bypass απαιτεί «παντοτινή επιφυλακή» και ετήσιες εξετάσεις εφ’ όρου ζωής για το ενδεχόμενο επιπλοκών. Και αναμφισβήτητα τα πιθανά οφέλη ξεπερνούν το όποιο ρίσκο, αλλά όλοι οι δρόμοι «επιστροφής» έχουν σοβαρούς αστερίσκους, που κάποιους μπορούν –έστω και αδικαιολόγητα, αν θέλετε– να τους αποθαρρύνουν ή να τους καθυστερήσουν.
Επομένως, εμείς οι παχύσαρκοι της διπλανής πόρτας μπορεί να χάσουμε αύριο μεθαύριο τα παραπανίσια μας κιλά ή και όχι, να τολμήσουμε το επόμενο βήμα ή να συνεχίσουμε απαράλλακτα την κακή διατροφή μας, να πεθάνουμε άδοξα νέοι ή να πάρουμε Ozempic και να ζήσουμε μέχρι τα βαθιά γεράματα, αλλά, μέχρι τότε, δεν θα έβλαπτε να μας δίνατε λίγο περισσότερο χώρο για μια –κατά τα άλλα– φυσιολογική ζωή.
