Με το θερμόμετρο κολλημένο για μέρες γύρω στους 40 βαθμούς Κελσίου, τους μετεωρολόγους να δίνουν παράταση στον καύσωνα τουλάχιστον μέχρι την Κυριακή 27 Ιουλίου και τις θερμοκρασίες να μην πέφτουν ούτε αργά τη νύχτα πολύ κάτω από τους 29-30 βαθμούς, η ζωή μας όλο και περισσότερο πάει αγκαλιά με το κλιματιστικό. Οι συνέπειες είναι μεγάλες, επιδρούν στον τρόπο ζωής, ενώ βαθαίνουν και τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Σε συνθήκες καύσωνα και αστικής θερμικής νησίδας μέσα σε πυκνοδομημένες γειτονιές είναι δύσκολο ακόμη και να καθίσεις στο μπαλκόνι ή και στην πλατεία, ολοένα και περισσότεροι προτιμούν να μείνουν μέσα με τον κλιματισμό. Συνήθειες δεκαετιών, όπως οι βραδιές σε μπαλκόνια, βεράντες και αυλές, αλλάζουν. Ακόμη και στα καταστήματα εστίασης, ειδικά εάν δεν λάβουν μέτρα για υπαίθριο δροσισμό, οι συνέπειες είναι μεγάλες, με μείωση της πελατείας.
Τι γίνεται όμως και μέσα στα σπίτια; Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 790 νοικοκυριά του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Αθήνας – Πειραιά στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου Reverter, που υλοποιούν η ΕΚΠΟΙΖΩ, το ΕΜΠ και το ΚΑΠΕ και χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα Life, 85% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν κλιματιστικές μονάδες (air conditions) για την ψύξη της κατοικίας, 12% ανεμιστήρες και 3% βασίζονται αποκλειστικά στον φυσικό αερισμό. Ας σημειωθεί πως το δείγμα των ερωτηθέντων δεν είναι σταθμισμένο για να είναι πλήρως αντιπροσωπευτικό.
«Ωστόσο, φαίνεται πως η ύπαρξη κλιματιστικών αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για τον δροσισμό μιας κατοικίας. Σε ποσοστό περίπου 67%, τα νοικοκυριά δήλωσαν ότι έχουν αναγκαστεί να περιορίσουν τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών, μεταξύ αυτών και των κλιματιστικών, για να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, 60% περίπου των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσαν ότι αισθάνονται θερμική δυσφορία στο σπίτι τους το καλοκαίρι», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Δαμίγος, καθηγητής στο ΕΜΠ και εκ των συντελεστών του Reverter.
Το 67% των νοικοκυριών έχει αναγκαστεί να περιορίσει τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών για να αντεπεξέλθει στο υψηλό κόστος ενέργειας, λέει ο Δημήτρης Δαμίγος, αναπ. καθηγητής στο ΕΜΠ.
«Τα προβλήματα είναι εντονότερα στα νοικοκυριά με πολύ χαμηλό και χαμηλό εισόδημα. Ο περιορισμός στη χρήση των ηλεκτρικών συσκευών αγγίζει το 70%-90% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 900 ευρώ. Επίσης, η αδυναμία ικανοποιητικού δροσισμού της κατοικίας αφορά περίπου το 75% των νοικοκυριών που δηλώνουν πως δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους με το τρέχον εισόδημά τους, έναντι 30% όσων νοικοκυριών δηλώνουν ότι ζουν ικανοποιητικά με το τρέχον εισόδημα», συμπληρώνει ο κ. Δαμίγος.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δημοσίευση της ΕΛΣΤΑΤ για την ενεργειακή απόδοση της κατοικίας, τις δυσκολίες και την ποιότητα στέγασης, τo 71,2% του συνολικού πληθυσμού δήλωσε ότι διαθέτει σύστημα ψύξης και μόνωση για να διατηρήσει δροσερή το σπίτι. Για τον φτωχό πληθυσμό, όμως, το αντίστοιχο ποσοστό πέφτει στο 52,4%. Ενας δείκτης σχετικής μόνωσης είναι η ύπαρξη διπλών τζαμιών. Ενώ στον συνολικό πληθυσμό το 64% διαθέτει κατοικία με διπλό τζάμι, μεταξύ του φτωχού πληθυσμού το ποσοστό μειώνεται στο 58%. Αξίζει να σημειωθεί πως το 88% του συνόλου των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία τα τελευταία πέντε χρόνια σχετικά με τη θερμομόνωση!
«Μέχρι τώρα η δυσκολία ή η αδυναμία δροσισμού το καλοκαίρι δεν λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη στην εκτίμηση της ενεργειακής φτώχειας, που επικεντρώνεται κυρίως στην πρόκληση της θέρμανσης. Στο Αστεροσκοπείο υλοποιούμε αυτή την περίοδο ένα ερευνητικό πρόγραμμα και ρωτάμε πολλά νοικοκυριά για τις συνθήκες διαβίωσης το καλοκαίρι. Ενα πρώτο στοιχείο είναι πως η ύπαρξη κλιματιστικού δεν σημαίνει και κάλυψη των αναγκών δροσισμού. Για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι πως συχνά υπάρχουν ένα ή δύο μηχανήματα που δεν καλύπτουν το σύνολο της κατοικίας. Ο δεύτερος είναι πως με τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη και το συνολικό πρόβλημα της ακρίβειας, πολλοί δεν το ανάβουν όση ώρα χρειάζεται», λέει στην «Κ» ο Σεβαστιανός Μοιρασγεντής, ερευνητής στο Αστεροσκοπείο Αθηνών.
«Στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, τα νοικοκυριά που δεν μπορούν να δροσιστούν το καλοκαίρι είναι αυτά που δεν μπορούν να θερμανθούν και τον χειμώνα. Το ποσοστό ταύτισης φτάνει το 90%. Κι έχει να κάνει, πέρα από τις οικονομικές δυνατότητες, και με την κατάσταση του σπιτιού, που συνήθως είναι ενεργειακά ανοχύρωτο», προσθέτει ο κ. Μοιρασγεντής.
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πλευρά, όπου εστιάζουν οι ερευνητές του Αστεροσκοπείου, είναι οι συνέπειες των υψηλών θερμοκρασιών εντός των κατοικιών στην υγεία. «Συχνά νομίζουμε πως το θέμα του δροσισμού έχει να κάνει απλά με την άνεση διαβίωσης, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Προκαλείται σημαντική καταπόνηση του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ υπάρχουν και συνέπειες στην ψυχική υγεία που εξετάζουμε, καθώς και στη διεύρυνση του κοινωνικού αποκλεισμού», τονίζει ο ερευνητής του Αστεροσκοπείου.

