Είναι η πράσινη ασπίδα και ο πνεύμονάς μας στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Κάθε καλοκαίρι οι δασικές πυρκαγιές μάς το υπενθυμίζουν με οδυνηρό τρόπο. Κι όμως, «όσο βαθιά ριζωμένα» κι αν είναι τα δάση δεν μένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου. Το παράδοξο των προηγούμενων δεκαετιών είναι πως παρότι η προστασία των δασών υποβαθμίστηκε ποικιλοτρόπως, αυτά βρήκαν τη δύναμη να αναπτυχθούν και τώρα στην Ελλάδα καταγράφονται περισσότερες δασικές εκτάσεις απ’ ό,τι 30 χρόνια πριν. Σήμερα όμως βρίσκονται αντιμέτωπα με την κλιματική αλλαγή και δασοκτόνες πολιτικές. Θα αντέξουν και πώς; Η «Κ» ζήτησε τη γνώμη ειδικών επιστημόνων που ασχολούνται με τα δασικά οικοσυστήματα.
«Τα ελληνικά δάση παρουσιάζουν αύξηση της τάξης του 18% συγκριτικά με την πρώτη απογραφή δασών του 1992. Το μεγαλύτερο τμήμα της διαφοράς οφείλεται σε αγρούς που δασώθηκαν» λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου και ειδικά από πληθυσμούς που ζούσαν κοντά σε δάση και στα ορεινά, λέει στην «Κ» ο Ιωάννης Γήτας, καθηγητής στο τμήμα Δασολογίας και Περιβάλλοντος του ΑΠΘ. «Αυτές οι περιοχές ενδέχεται να επανέλθουν στην κατηγορία “αγροτική έκταση”», συμπληρώνει, υπογραμμίζοντας το διαχρονικό έλλειμμα καταγραφής του δασικού μας πλούτου, αφού έπρεπε να περάσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα για «να βρίσκεται η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών σε τελικό στάδιο».
Πράσινες κορυφές
Η αύξηση των δασικών εκτάσεων που καταγράφεται στην Ελλάδα έχει έντονη ανισορροπία, καθώς τα δάση διευρύνονται στα ορεινά και σε μέρη μακριά από οικισμούς, αλλά συρρικνώνονται και πλήττονται διαρκώς σε πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, εκεί που οι άνθρωποι έχουν πιο άμεση ανάγκη τις πολύπλευρες οικοσυστημικές υπηρεσίες τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αττικής, όπου σύμφωνα με εκτίμηση του meteo.gr μέσα σε οκτώ χρόνια (2017-2024) κάηκε το 37% των δασών της!
«Η έλλειψη διαχείρισης και η εγκατάλειψη των δασών έχει οδηγήσει στη σημαντική υποβάθμισή τους», σημειώνει ο κ. Γήτας. Πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος ανέδειξε ότι την τελευταία δεκαετία η απορρόφηση άνθρακα από τα ευρωπαϊκά δάση έχει μειωθεί κατά 30%, παρότι αυτά έχουν αυξηθεί κατά 6% σε σχέση με το 1990. Οι αιτίες βρίσκονται κυρίως στην υποβάθμιση της συνολικής περιβαλλοντικής δυναμικής των δασών.
«Τα ελληνικά δάση βρίσκονται σε αρκετά ιδιαίτερη κατάσταση λόγω κοινωνικοοικονομικών πιέσεων και περιβαλλοντικών κινδύνων», σημειώνει ο κ. Γήτας. «Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά τη δομή, τη σύνθεση, την ανάπτυξη και επέκταση των δασών, μειώνοντας δραστικά τη βιοποικιλότητα. Η αύξηση της θερμοκρασίας και η ξηρασία έχουν προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στην αυξητική περίοδο και στα όρια των δασών, ειδικά σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από ψυχρούς χειμώνες. Η συνεχώς αυξανόμενη ξηροθερμική περίοδος έχει επηρεάσει σημαντικά τη σύνθεση των φυτών, καθώς μόνο ξηρανθεκτικά είδη μπορούν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Επιπλέον, σε περιοχές με επαναλαμβανόμενη ξηρασία παρατηρούνται νεκρώσεις και εξάρσεις ασθενειών – εντόμων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να μετριαστούν», συμπληρώνει ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Και βέβαια μια βασική, «σταθερή» απειλή είναι οι δασικές πυρκαγιές. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Εθνικό Παρατηρητήριο Δασικών Πυρκαγιών, τα τελευταία εννιά χρόνια καίγονται κατά μέσον όρο πάνω από 450.000 στρέμματα (με μεγάλες αποκλίσεις από χρονιά σε χρονιά), εκ των οποίων περίπου το 45% είναι αμιγώς δασικές εκτάσεις. «Ενα καινούργιο στοιχείο που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι πως οι δασικές πυρκαγιές σκαρφαλώνουν σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Εχουμε δει σε πολλά βουνά να ξεσπούν πυρκαγιές που καίνε για μέρες, όπως σε βουνά της Μακεδονίας και της Θράκης να καίνε οικοσυστήματα που δεν είναι συνηθισμένα να αντιμετωπίζουν φωτιές και να ανακάμπτουν», υπογραμμίζει στην «Κ» ο Φίλιππος Αραβανόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας και Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.
«Τα ελληνικά δάση γενικά έχουν υψηλή βιοποικιλότητα, υψηλή γενετική ποικιλία. Αυτό σημαίνει πως έχουν ανθεκτικότητα και δυνατότητα ανάκαμψης έπειτα από καταστροφές που θα υπάρξουν. Η φυσική εξέλιξη τα έχει οδηγήσει να είναι προσαρμοσμένα σε ξηρά και θερμά περιβάλλοντα», σημειώνει ο κ. Αραβανόπουλος. Θα λέγαμε πως τα ελληνικά δάση είναι «εκπαιδευμένα» σε δύσκολες συνθήκες. «Αυτό αφορά ειδικά τα είδη που βρίσκονται σε χαμηλά υψόμετρα, τα δάση με χαλέπιο πεύκη και κυπαρίσσια, γι’ αυτό λέγονται και πυρόφυλλα. Για παράδειγμα, σε μια φωτιά τα κουκουνάρια ενός πεύκου “πετάνε” μακριά και σκάνε – πρόκειται για μέτρο φυσικής άμυνας για τη διασπορά των σπόρων. Τα δάση σε μεγαλύτερα υψόμετρα, άνω των 500-1.000 μέτρων, με ελάτη, μαύρη πεύκη κ.ά., δεν είναι τόσο προσαρμοσμένα στον κύκλο της φωτιάς», εξηγεί ο κ. Αραβανόπουλος.
«Προϋπόθεση βέβαια για τη φυσική αναγέννηση του δάσους είναι να μην είναι οι φωτιές πολύ συχνές, να μη γίνονται κάθε πέντε χρόνια γιατί τότε το δάσος δεν προλαβαίνει να ανακάμψει», συμπληρώνει ο καθηγητής του ΑΠΘ. Οι συνθήκες που διαμορφώνει η κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό με τις κοινωνικοοικονομικές πιέσεις στα δάση, κάνουν ωστόσο τις φωτιές πολύ πιο συχνές. Πρόσφατα στη Χίο, από τα 47.000 στρέμματα που κάηκαν, σύμφωνα με την εκτίμηση του Αστεροσκοπείου και του WWF, περίπου τα 20.000 στρέμματα είχαν ξανακαεί το 2012 και το 2016.


Παράλληλα, «η αυξανόμενη ξηρασία, η έλλειψη νερού και υγρασίας υποσκάπτει την αντοχή του δέντρου, που γίνεται πιο ευάλωτο σε μύκητες και έντομα», σημειώνει ο κ. Αραβανόπουλος.
Η μάχη για αντοχή των δασών στην εποχή της κλιματικής αλλαγής θα είναι σύνθετη. «Στην Ελλάδα έχουμε μειονεκτήματα, καθώς τα κλιματικά μοντέλα δείχνουν μείωση βροχόπτωσης 17%. Το κλίμα γίνεται θερμότερο και ξηρότερο. Τα ελληνικά δάση θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν. Ισως δούμε και τοπικές νεκρώσεις πληθυσμών. Ευτυχώς τα ελληνικά είδη είναι προσαρμοσμένα στο ξηροθερμικό περιβάλλον», τονίζει από την πλευρά του στην «Κ» ο Νίκος Νάνος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας και Περιβάλλοντος του ΑΠΘ. «Το έντονο ανάγλυφο της Ελλάδας διευκολύνει τη μετανάστευση ειδών πιο ανθεκτικών στο θερμότερο κλίμα από τη νότια στη βόρεια χώρα και από τα χαμηλότερα στα ψηλότερα σημεία. Από την άλλη, καθώς είμαστε στο νοτιότερο άκρο της εξάπλωσης ορισμένων ειδών, δεν έχουμε δυνατότητα να βρούμε νοτιότερα δέντρα πιο προσαρμοσμένα», εξηγεί.
Διαχείριση και προστασία
Σε αυτές τις συνθήκες το μόνο σίγουρο είναι πως τα δάση δεν μπορούν να αφεθούν στην τύχη τους. «Στον 20ό αιώνα ακολουθούσαμε την εγγυοφυσική διαχείριση των δασών. Λαμβάναμε μέτρα διαχείρισης, προστασίας και αναγέννησης του δάσους. Από τα πιο βασικά, όπως η αφαίρεση της βιομάζας, μέχρι την προσπάθεια ενίσχυσης της βιοποικιλότητας του δάσους. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια μετατόπιση στην έννοια “προστασία του δάσους”, που οδηγεί στο να μην μπαίνουμε στο δάσος, να μην παρεμβαίνουμε κ.λπ. Η διαχείριση χρειάζεται χρήματα – όταν δεν δίνουμε αφήνουμε άλυτα προβλήματα, όπως για παράδειγμα η συσσώρευση βιομάζας και καύσιμης ύλης», υποστηρίζει ο κ. Νάνος.
«Ενα καινούργιο στοιχείο είναι πως οι δασικές πυρκαγιές σκαρφαλώνουν σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Εχουμε δει πυρκαγιές να καίνε για μέρες στη Μακεδονία και στη Θράκη», λέει ο καθηγητής του ΑΠΘ Φίλιππος Αραβανόπουλος.
Θα μπορούσαμε να αλλάξουμε είδη δέντρων, με άλλα πιο ανθεκτικά στη φωτιά; «Το οικοσύστημα είναι εξαιρετικά σύνθετο, δεν ξέρουμε ποια θα είναι η εξέλιξη από τέτοιες παρεμβάσεις. Τα είδη που φύονται σήμερα στα παραθαλάσσια οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα. Αλλα είδη μπορεί να καίγονται πιο δύσκολα, αλλά όταν καούν δεν θα μπορούν να ανακάμψουν. Επίσης, επειδή θέλουν πολύ περισσότερη υγρασία μπορεί να ξεραθούν πιο εύκολα κι έτσι να αποτελούν καύσιμη ύλη, κάνοντας τα πράγματα χειρότερα», τονίζει ο κ. Αραβανόπουλος. «Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να εμπλουτιστεί κατά θέσεις το δάσος με πολλή προσοχή. Για παράδειγμα, σε μια ρεματιά να μπουν κάποια πλατύφυλλα είδη».
«Τα δάση μας έχουν δυνατότητες, αλλά αυτό δεν φτάνει. Εάν τα αφήσουμε μόνα τους θα έχουμε πολύ μεγάλες απώλειες. Πρέπει να γίνει μεγάλη στροφή υπέρ της πρόληψης. Η σχέση πρόληψη – καταστολή ανατράπηκε τρομερά υπέρ της καταστολής τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά δεν αποδίδει. Η φωτιά στο δάσος της Δαδιάς έκαιγε 17 ημέρες, δεν μπορεί να είμαστε ικανοποιημένοι», τονίζει ο κ. Αραβανόπουλος. «Παλιά υπήρχε υλοτομία, η Δασική Υπηρεσία έμπαινε συνέχεια μέσα στο δάσος, έκανε καθαρισμούς, όχι μόνο παραπλεύρως στο οδικό δίκτυο. Για να μην εξελιχθεί μια φωτιά σε μεγαπυρκαγιά απαιτούνται δρόμοι, δεξαμενές, καθαροί υπόροφοι, έτσι ώστε να μη γίνει η έρπουσα φωτιά πυρκαγιά κόμης. Απαιτούνται χρήματα, προσλήψεις. Να επενδύσουμε σε βάθος χρόνου, βασικά με τη δημιουργία ενιαίου φορέα δασοπροστασίας», συμπληρώνει ο καθηγητής ΑΠΘ.

