Ζούμε μαζί 80 χρόνια εγώ και η σφαίρα

Το 1946 οι αντάρτες επιτέθηκαν στο χωριό του στο Κιλκίς. Μια σφαίρα καρφώθηκε στη σπονδυλική του στήλη. Ηταν 9 ετών. Σήμερα, λέει, θέλει να την πάρει μαζί του όταν φύγει από τη ζωή

7' 9" χρόνος ανάγνωσης

Ο 88χρονος Τάσος Μήτζιας έχει ζητήσει από τα παιδιά του όταν πεθάνει να τον κηδέψουν στη γενέτειρά του, το ορεινό χωριό Σκρα, στα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία. Με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επιθυμία του δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Πολλοί είναι εκείνοι που διαισθανόμενοι το επερχόμενο τέλος, εντέλλουν τους δικούς τους να τους θάψουν εκεί που πρωτοείδαν το φως της ζωής – τίποτα το αξιοσημείωτο, λοιπόν.

Ο κ. Μήτζιας, όμως, έχει έναν ξεχωριστό λόγο που θέλει να τον ενταφιάσουν εκεί. Κουβαλάει από τον εμφύλιο πόλεμο, εννέα χρόνων παιδί τότε, σφηνωμένη στη σπονδυλική του στήλη μια σφαίρα, την οποία… δεν θέλει να αποχωριστεί.

«Αν με κηδέψουν εδώ (σ.σ. ζει στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης), στα τρία ή στα πέντε χρόνια θα με βγάλουν, θα βρουν τη σφαίρα και θα μου την πάρουν. Στο χωριό μας, όμως, η παράδοση θέλει να μην ξεθάβουν τους νεκρούς και έτσι θα συνεχίσω να την κουβαλάω μαζί μου και στον άλλο κόσμο. Εξάλλου έχουμε γίνει πλέον ένα, δεν με ενοχλεί καθόλου η παρουσία της…», λέει στην «Κ».

Το ιστορικό πλαίσιο

Ηταν Νοέμβριος του 1946 και στην ορεινή Ελλάδα είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους ομάδες «λαϊκής αυτοάμυνας», συγκροτούμενες από διωκόμενους αριστερούς και άλλους ομοϊδεάτες τους, που είχαν αρνηθεί να καταθέσουν τα όπλα, όπως είχε συμφωνηθεί στη Βάρκιζα από τον Φεβρουάριο του 1945 μεταξύ της τότε κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και της ηγεσίας του ΕΑΜ ΕΛΑΣ.

Ο «δεύτερος γύρος» προετοιμαζόταν από το ΚΚΕ μετά την ήττα του στα Δεκεμβριανά και στα βουνά της Μακεδονίας και της Ηπείρου και ειδικά στη μεθόριο πύκνωναν οι ένοπλες ανταρτικές ομάδες. Η καταιγίδα δεν θα αργούσε να ξεσπάσει.

Στις 28 Οκτωβρίου 1946 με απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ ιδρύεται το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών, που οργανώνει τους αντάρτες σε στρατιωτικούς σχηματισμούς και δυο μήνες μετά, στις 27 Δεκεμβρίου 1946, θα μετονομάσει τις ομάδες των ατάκτων σε «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» (ΔΣΕ).

Ζούμε μαζί 80 χρόνια εγώ και η σφαίρα-1
Στο παρελθόν ο Τάσος Μήτζιας έφθασε τρεις φορές κοντά στην αφαίρεση της σφαίρας, όμως οι γιατροί έκριναν ότι το ρίσκο μιας τέτοιας επέμβασης ήταν μεγάλο. Εκτοτε, κάνει κατά καιρούς απεικονιστικές εξετάσεις για να διαπιστώνεται η θέση της στο σώμα του. Τελευταία φορά ήταν το 2023. [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ]

Το χωριό Σκρα στο όρος Πάικο του Κιλκίς, όπου ζούσε τότε η οικογένεια του κ. Μήτζια, βρισκόταν στην «πρώτη γραμμή» της ένοπλης σύγκρουσης. Φτωχοί χωρικοί, ξυλοκόποι, κτηνοτρόφοι και μικροκαλλιεργητές οι άνθρωποί του, ζούσαν με τον φόβο των επιδρομών των ενόπλων ομάδων που δρούσαν στις πλαγιές του Πάικου. «Εδώ στο Πάικο δέσποζε η ομάδα του καπετάν Χιώτη (ψευδώνυμο). Κατέβαιναν συχνά στα χωριά για ανεφοδιασμό και για εκκαθαρίσεις από ντόπιους που θεωρούσαν ότι συνεργάζονταν με τους “μοναρχοφασίστες”. Aρπαζαν ό,τι μπορούσαν και με το που κατέφθανε ο στρατός, περνούσαν τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία, όπου αισθάνονταν ασφαλείς», αφηγείται ο συγχωριανός και φίλος του κ. Μήντζια, 83χρονος Πέτρος Τσιόνκης.

Η νύχτα της 13ης Νοεμβρίου θα σφραγίσει τη μοίρα του χωριού και θα αποτυπωθεί στο κορμί του Τάσου Μήτζια με τρόπο που δεν θα του επιτρέψει να την ξεχάσει ποτέ. «Επιτέθηκαν προς τα ξημερώματα της Τετάρτης με ισχυρή δύναμη και αφού εξουδετέρωσαν έναν λόχο του στρατού που υποτίθεται ότι φρουρούσε το χωριό, έκαναν το ίδιο και με τον σταθμό της χωροφυλακής. Κατόπιν αυτού το χωριό βρέθηκε στο έλεός τους», προσθέτει και αφήνει υπονοούμενα ότι στην επίθεση πρωτοστάτησαν άνθρωποι γειτονικού χωριού, με το οποίο το Σκρα βρισκόταν σε παραδοσιακή αντιπαλότητα, απ’ αυτές που συναντιόταν ευρέως στις τοπικές κοινωνίες της υπαίθρου και τροφοδοτούνταν από πολιτικά μίση εκείνη την εποχή.

«Αφού κατέλαβαν το χωριό ανέβηκε ένας αντάρτης από το διπλανό χωριό, την Κούπα, στο σπίτι μας και άρπαξε τον πατέρα μου», θυμάται ο Τάσος Μήτζιας. «”Πού τον πας τον Μήτσο;”, του λέει η μάνα μου. “Μη στενοχωριέσαι Μαρία, θα μας βοηθήσει να φορτώσουμε κάποια πράγματα και θα γυρίσει”, της απαντάει εκείνος. Τον παίρνουν, φεύγουν, και αμέσως ανεβαίνει ένας άλλος αντάρτης, μας μαζεύει όλους και μας οδηγεί στον αχυρώνα.

»Ο αχυρώνας είχε λίγο κενό χώρο γιατί ήταν Νοέμβριος, είχαμε μαζέψει τριφύλλια και άχυρα για τον χειμώνα. Μας έκλεισαν μέσα. Ηταν η γιαγιά μου, η γυναίκα του προέδρου, η κόρη του, η νύφη του, εγώ, η μάνα μου με ένα κοριτσάκι δυο χρονών στην αγκαλιά. Μας στρίμωξαν εκεί μέσα και άρχισαν να μας ρίχνουν μέσα στο σκοτάδι με το πολυβόλο, μας γάζωσαν. Σκοτώθηκαν η θεία μου, η γιαγιά μου, η κόρη του προέδρου και τραυματιστήκαμε η αδελφή μου, η νύφη του προέδρου κι εγώ. Φεύγοντας πέταξαν ένα αναμμένο στουπί, έβαλαν φωτιά. Ευτυχώς όμως η μάνα μου πρόλαβε και έσβησε το βρεγμένο με πετρέλαιο πανί που πέταξαν προτού φύγουν.

Αρχισαν να μας ρίχνουν μέσα στο σκοτάδι με το πολυβόλο, μας γάζωσαν. Σκοτώθηκαν η θεία μου, η γιαγιά μου, η κόρη του προέδρου και τραυματιστήκαμε η αδελφή μου, η νύφη του προέδρου κι εγώ. Φεύγοντας πέταξαν ένα αναμμένο στουπί.

»Μόλις η μάνα μου κατάλαβε ότι οι αντάρτες αποχώρησαν και επικράτησε ησυχία, μας έβγαλε και μας πήγε στην ξύλινη τουαλέτα για να μας κρύψει. Προφανώς θεώρησε ότι δεν θα έψαχναν στην τουαλέτα. Εγώ ήμουν εννιά χρόνων και η νύφη του προέδρου ήταν 19. Οπως μας στοίβαξαν, η νύφη του προέδρου έπεσε πάνω μου. Μια σφαίρα τρύπησε το πόδι της, καρφώθηκε στον γοφό μου και κατέληξε στη σπονδυλική μου στήλη. Αν δεν είχε περάσει μέσα από το σώμα της γυναίκας θα με σκότωνε».

«Κατάλαβες εκείνη τη στιγμή ότι χτυπήθηκες;», ρωτάμε. «Βεβαίως…».

«Βγάλτε την!»

Με το πρώτο φως της ημέρας η μητέρα του κ. Μήτζια βγήκε να ψάξει τον σύζυγό της. Τον βρήκε νεκρό στην άκρη του χωριού, μόνο με το εσώρουχο. Οι αντάρτες «απαλλοτρίωσαν» πρώτα τα ρούχα του και μετά τον σκότωσαν. Ο απολογισμός του χαλασμού ήταν τριάντα εννιά νεκροί – άμαχοι, στρατιώτες και χωροφύλακες. «Οταν έφτασαν στρατιωτικές ενισχύσεις, μας μετέφεραν σε ένα διπλανό χωριό, τον Φανό. Εκεί οι στρατιωτικοί γιατροί εντόπισαν τη σφαίρα και η μάνα μου τους ικέτευε: “Βγάλτε τη σφαίρα του παιδιού”. “Κυρία μου, γιατί να ανοίξουμε το παιδί; Το σώμα θα την αποβάλει μόνο του. Πίστευαν ότι θα γυρίσει πίσω. Η πλάκα είναι ότι η σφαίρα δεν είναι με τη μύτη προς τα πάνω, αλλά με το πίσω μέρος της…».

«Υπέφερες;», ρωτάμε. «Πονούσα πολύ. Εμεινα κάποιες μέρες στο νοσοκομείο, μου έραψαν την πληγή και άφησαν τη σφαίρα μέσα». Από το νοσοκομείο ο Τάσος Μήτζιας μαζί με άλλους συγχωριανούς θα μεταφερθούν ως «ανταρτόπληκτοι» στο Πολύκαστρο του Κιλκίς.

Με το τέλος του Εμφυλίου η μητέρα του και οι αδερφές του θα επιστρέψουν στο Σκρα και ο ίδιος «παρέα με τη σφαίρα» θα πάρει, όπως χιλιάδες άλλα παιδιά, τον δρόμο για τα ορφανοτροφεία: πρώτα στην Καλαμαριά, μετά στην Παιδόπολη και τέλος στο Παπάφειο στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου θα αποφοιτήσει το 1955 έχοντας μάθει την τέχνη του σιδερά και θα ριχτεί στη βιοπάλη.

Ζούμε μαζί 80 χρόνια εγώ και η σφαίρα-2
Στο ακτινολογικό πόρισμα αναφέρεται «ακτινοσκιερό ξένο σώμα στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης (σφαίρα)». [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ]

«Το 1972 προσλήφθηκα κλητήρας στο ΑΧΕΠΑ και χρειάστηκε να κάνω μια ακτινογραφία στην οποία οι γιατροί είδαν τη σφαίρα. Με ρώτησαν αν με ενοχλεί και τους απάντησα όχι. Οπότε μου λένε: “Τότε γιατί να σε ανοίξουμε με κίνδυνο να σου κόψουμε κανένα νεύρο και να σου κάνουμε μεγαλύτερη ζημιά;”.

»Αργότερα όμως άρχισε να με ενοχλεί. Δυο φορές είχα αφόρητους πόνους και με έβαλαν στη νευροχειρουργική. Την ημέρα που επρόκειτο να μπω στο χειρουργείο έρχεται το πρωί ο καθηγητής και μου λέει: “Κύριε Τάσο, λυπάμαι δεν θα σε βάλουμε στο χειρουργείο”. Λέω “γιατί;”. Εν τω μεταξύ ο πόνος είχε περάσει. “Δεν έχουμε σπόνδυλο που θα χρειαστεί να βάλουμε αφού αφαιρέσουμε τη σφαίρα”, απάντησε… Το αφήσαμε τότε. Αλλες δυο φορές θέλησαν να την αφαιρέσουν αλλά έκαναν πίσω. Φοβήθηκαν ότι μπορούσε να γίνει ζημιά στην εγχείρηση και ήταν προτιμότερο να την αφήσουν εκεί, αφού δεν με ενοχλούσε. Κατόπιν αυτών, όταν με ενοχλούσε έβγαζα μια ακτινογραφία να δω πού βρίσκεται. Τελευταία φορά ήταν το 2023 και εντοπίστηκε μεταξύ δύο σπονδύλων στο ύψος της καρδιάς. Θυμάμαι μια φορά όταν έκανα ακτινογραφία, ο γιατρός με ρώτησε αν έχω καταπιεί καμιά ελιά και του απάντησα πως έχω καταπιεί κάτι καλύτερο, μια σφαίρα».

«Σκαρφάλωνε»

Μολονότι η δουλειά του σιδερά ήταν σκληρή και απαιτούσε σωματική δύναμη, η σφαίρα… κινούνταν προσεκτικά στον οργανισμό του «σκαρφαλώνοντας» σιγά σιγά στη σπονδυλική στήλη, λες και πρόσεχε να μη σκοτώσει τον οικοδεσπότη της. Οση ώρα συζητούσαμε με τον κ. Μήτζια στην όμορφη αυλή του μικρού σπιτιού του στην Πολίχνη για την περιπέτειά του, προσπαθούσα από τα λεγόμενά του να καταλάβω πώς είναι να ζεις με μια σφαίρα στο σώμα σου στο πλάι της καρδιάς και κυρίως ποιο είναι το συναίσθημα τού να φέρεις μέσα σου τη συνεχή υπενθύμιση μιας τραγωδίας.

Εδειχνε αποφασισμένος να πορευτεί μαζί της και «στον άλλο κόσμο». «Βαδίζουμε μαζί κοντά ογδόντα χρόνια τώρα και απ’ ό,τι φαίνεται θα την πάρω μαζί μου», λέει, θυμοσοφώντας κοιτάζοντας τη σφαίρα «μιας ζωής» στην ακτινογραφία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT