Τον Αύγουστο θα έκλεινε τα 107 χρόνια του. Πιθανότατα θα γιόρταζε τα γενέθλιά του όπως τα προηγούμενα, περιστοιχισμένος από συγγενείς, φίλους και παλιούς φοιτητές του –συνταξιούχους γιατρούς και ομότιμους καθηγητές των ιατρικών σχολών της χώρας πια–, στη γεμάτη φυτά βεράντα του. Εκεί του άρεσε να περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ισως γιατί όταν ήταν παιδί ονειρευόταν να γίνει γεωπόνος. «Εδωσα εξετάσεις για να σπουδάσω Γεωπονική και απέτυχα. Τόσο απλά. Γιατί εκπλήσσεστε; Ο Θεός το θέλησε να γίνει έτσι. Η μοίρα μας δεν είναι μόνο στα χέρια μας… Πέρασα, όμως, στην Ιατρική. Και πολύ σύντομα την αγάπησα, γιατί συνειδητοποίησα ότι η ικανοποίηση που παίρνει κανείς από την προσφορά στον ασθενή δεν συγκρίνεται με τίποτε άλλο», είχε πει στην «Κ» το περασμένο φθινόπωρο, στη συνέντευξή του που έμελλε να είναι η τελευταία.
Γεώργιος Δαΐκος, ο πατριάρχης των Ελλήνων λοιμωξιολόγων. Και καμία υπερβολή δεν έχει αυτός ο χαρακτηρισμός. Το 1968 έγινε καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δημιούργησε στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» τον πρώτο πυρήνα για την ανάπτυξη της λοιμωξιολογίας στη χώρα μας, εστιάζοντας στην αντιμικροβιακή χημειοθεραπεία, που για την Ελλάδα ήταν terra incognita, με πλήθος δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων σε συνέδρια, εντός και εκτός συνόρων. Στη συνέχεια ανέλαβε την Παθολογική Κλινική στο «Λαϊκό», απ’ όπου αφυπηρέτησε. Στόχος του δεν ήταν μόνον η επιστημονική κατάρτιση των φοιτητών του, αλλά και η ευρύτερη διαπαιδαγώγησή τους· όχι η απλή μετάδοση γνώσεων και ικανοτήτων αλλά η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Τους δίδασκε, «με ταπεινότητα και με συναίσθηση του μέτρου και της ευθύνης, να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για τον πάσχοντα συνάνθρωπο», όπως εξηγούσε ο ίδιος. Στην Ιστορία έχουν μείνει οι εαρινές εκδρομές της Α΄ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής, που με τη βοήθεια της συζύγου του Μαρίκας διοργάνωνε κάθε χρόνο στον αρχαιολογικό χώρο του Αμφιαραείου, στον Ωρωπό – ο Αμφιάραος εθεωρείτο «δεύτερος Ασκληπιός». Αλλά και οι πρώτες καμπάνιες κατά του καπνίσματος, που υλοποίησε.
Η ζωή του ήταν μυθιστορηματική. Γεννήθηκε το 1918 στη Ζαχάρω Ηλείας, γενέτειρα του πατέρα του, Κωνσταντίνου, σε ένα περιβάλλον που εκτιμούσε τη μόρφωση, αφού οι γονείς του ήταν δάσκαλοι. Ομως η μητέρα του, Βικτωρία, αμέσως μετά τη γέννηση του αδελφού του, αρρώστησε με φυματίωση και η οικογένεια μετακόμισε στο δικό της χωριό, τη Ζούρτσα, τη σημερινή Νέα Φιγαλεία. Εκεί, η Βικτωρία ζήτησε από τη μικρή αδελφή της, Ολγα, να της υποσχεθεί ότι θα αναλάμβανε τη φροντίδα των γιων της όταν η ίδια θα πέθαινε. Πράγματι, μετά τον θάνατό της, το 1924, η θεία έγινε δεύτερη μητέρα για τα ορφανά.
Στη Ζούρτσα τελείωσε το Δημοτικό, με άριστα. Σαν βράχος δίπλα στα εγγόνια του στάθηκε και ο παππούς τους, ο Γιώργος. Εκείνος του μετέδωσε την αγάπη για τη γη. «Ηταν πολύ δραστήριος. Δεν ασχολούνταν μόνο με τις καλλιέργειές του· είχε επίσης μύλο, κεραμιδιό όπου παρασκεύαζε κεραμίδια, στάνες, καθώς και καματιάρικα βόδια, τα οποία νοίκιαζε σε άλλους γεωργούς για να οργώνουν τα χωράφια τους. Απορώ πώς τα προλάβαινε όλα. Κάθε σούρουπο, τον βοηθούσαμε με τον αδελφό μου να ποτίσει το περιβόλι μας. Μας είχε φτιάξει από ένα ειδικό σκαλιστήρι, με πολύ μακριά λαβή, για να οδηγούμε το νερό στις ρίζες των φυτών, ανοίγοντας αυλάκια, χωρίς να λερώνουμε τα παπούτσια μας και, κυρίως, χωρίς να πατάμε τα λαχανικά και να τα τραυματίζουμε», μου είχε αφηγηθεί ο Γεώργιος Δαΐκος.
Γυμνάσιο στη Ζούρτσα δεν υπήρχε. Οπότε, για να φοιτήσουν οι γιοι του στο γυμνάσιο, ο Κωνσταντίνος Δαΐκος πήρε μετάθεση στην Κυπαρισσία. Αυτός ήταν ο τελευταίος σταθμός του Γιώργου πριν αρχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1940. Στα τέλη του 1946, του δόθηκε η ευκαιρία να μεταβεί για μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ. Ταξίδεψε με ένα φορτηγό πλοίο της εταιρείας American Export Lines, μια και τα εισιτήρια με τα επιβατηγά πλοία ήταν απλησίαστα. Το ταξίδι ήταν μακρύ και περιπετειώδες. Επειτα από πενήντα τρεις ημέρες, με άλλο καράβι, αφού το φορτηγό είχε προσαράξει σε ύφαλο έξω από τη Μασσαλία, έφτασε στη Βαλτιμόρη.
Μετεκπαιδεύτηκε στη Βοστώνη, αρχικά στο Boston City Hospital και στη συνέχεια στο Τμήμα Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και στο Hayne’s Memorial Hospital, όπου εξειδικεύθηκε στις λοιμώξεις. Είχε αρχίσει να χτίζει μια λαμπρή καριέρα. Και όμως, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ότι αυτό «στην κυριολεξία, θα ήταν μια βουτιά, αφού ήταν δεδομένο ότι αναμένοντας να “ανοίξει” κάποια θέση θα εργαζόμουν για αρκετά μεγάλο διάστημα άμισθος». Γιατί, λοιπόν, το έκανε; «Για προσωπικούς, οικογενειακούς λόγους», απαντά. «Οταν έφυγα, προξένησα μεγάλο πόνο στο πατέρα μας, που δεν είχε ξαναφτιάξει τη ζωή του μετά τον θάνατο της μητέρας μας, για να αφοσιωθεί σε εμάς. Δεν άντεχε και δεν άντεχα να μας χωρίζει ένας ωκεανός». Από την επιστροφή του στην Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η πορεία του ήταν διαρκώς ανοδική.
Τι είναι πιο σημαντικό για έναν γιατρό; Πού είχε καταλήξει ο ίδιος μέσα από την εμπειρία τόσων δεκαετιών; Αυτά τα ερωτήματα του είχα, μεταξύ άλλων, θέσει στη συνάντησή μας. «Να αντιμετωπίζει τον ασθενή ως ψυχοσωματική οντότητα, όχι ως επιστημονική περίπτωση. Να τον βλέπει με αγάπη και ενδιαφέρον, όχι να τον λυπάται. Να στέκεται δίπλα του και να προσπαθεί να του εξασφαλίζει ποιότητα ζωής, μέχρι να φύγει από τον κόσμο ετούτο ήρεμος και, ει δυνατόν, χωρίς πόνο και αγωνία». Με τέτοιο τρόπο ήλπιζε ο Γεώργιος Δαΐκος να κλείσει και ο δικός του κύκλος: «Ο πατέρας μου πέθανε στα 99, μολονότι ήταν μανιώδης καπνιστής, κατακίτρινο από τη νικοτίνη ήταν το μουστάκι του. Ο αδελφός μου στα 102. Αυτό που έχει σημασία, όμως, σε οποιαδήποτε ηλικία, είναι η “έξοδος”. Να γίνει με αξιοπρέπεια…».
Την ημέρα του θανάτου του (10 Ιουνίου) έλαβα ένα μήνυμα από την Ευφροσύνη Γκρανιά-Κλώτσα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Λοιμωξιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. «Ο Γεώργιος Δαΐκος ήταν ίσως ο τελευταίος αναγεννησιακός γιατρός στην Ελλάδα», μου έγραφε. «Μας αφήνει ένα τρανταχτό παράδειγμα κλινικού δασκάλου που ενδιαφέρθηκε να δώσει κάτι παραπάνω στους φοιτητές του, όπως και ο Χαράλαμπος Ρούσσος, ο Θεόδωρος Μουντοκαλάκης, ο Γεώργιος Παπαζάχος. Εμείς οι νεότεροι θα τιμάμε για πάντα τη μνήμη του».

