Ενας 63χρονος ζωγράφος, η σύζυγός του και ο γιος τους φέρεται να κινούσαν τα νήματα του κυκλώματος που κατηγορείται ότι πουλούσε πλαστά έργα τέχνης έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών.
Πατέρας και γιος, σύμφωνα με πληροφορίες, είχαν κατηγορηθεί ξανά το 2023 για παρόμοια υπόθεση.
Σε βάρος τους είχαν ασκηθεί διώξεις, μεταξύ άλλων, για συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, πλαστογραφία, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και αναπαραγωγή έργων που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η υπόθεση τότε είχε αποκαλυφθεί, μετά από έρευνα για πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ που βρέθηκε στη Βουλγαρία.
Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε επιχείρηση σε σπίτια των κατηγορουμένων σε Αθήνα και Κρήτη, όπου εντοπίστηκαν πλήθος πλαστών έργων τέχνης και σφραγίδες με ονόματα καλλιτεχνών.
Oπως περιγράφεται από αρμόδιες πηγές που χειρίζονται την υπόθεση, οι δύο άνδρες όχι μόνο δεν είχαν σταματήσει τη δράση τους αλλά την είχαν εξελίξει χρησιμοποιώντας ειδικούς φούρνους αέρος, για την κατασκευή των έργων.
Οι «αρχηγοί» και ο ρολος των μελών
Ο 63χρονος ζωγράφος φέρεται να κατασκεύαζε τους πλαστούς πίνακες ζωγραφικής αναγνωρισμένων καλλιτεχνών (Παρθένη, Θεόφιλου, Μονέ, Πικάσο, Βαν Γκογκ) ενώ δημιουργούσε και πλαστά έγγραφα γνησιότητας.
Στη συνέχεια, όπως κατηγορείται, αναζητούσε αγοραστές και σε περίπτωση που δεν έβρισκε, τους πωλούσε στους παλαιοπώλες- κατηγορούμενους.
Σημαντικό ρόλο φέρεται να είχε και ο 37χρονος γιος του με τον οποίο, όπως διαπιστώθηκε, συνεργαζόταν άμεσα και στην κατασκευή των πινάκων και στην αναζήτηση αγοραστών.
Τέσσερα άτομα φαίνεται πως ήταν η υπο-ομάδα της οργάνωσης που κατόπιν συνεννόησης με τους «αρχηγούς», εκμεταλλευόμενοι παλαιοπωλεία που διατηρούσαν σε περιοχές της Αττικής, αγόραζαν εν γνώσει τους τα πλαστά έργα και τα μεταπωλούσαν ως γνήσια σε ιδιώτες.
Ενας 71χρονος και ένας 57χρόνος κατηγορούνται πως είχαν βοηθητικό ρόλο. Μάλιστα, ο 57χρονος κατείχε την τεχνογνωσία και τα μέσα από φωτοτυπείο που διατηρούσε, εφοδίαζε τον 63χρονο ζωγράφο με πλαστές σφραγίδες, ενώ παρείχε κατ’ εντολή του ίδιου κατάλληλες σφραγίσεις και δακτυλοσκοπήσεις στους πλαστούς πίνακες, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο εικονικά ιστορικά προέλευσης, καθιστώντας τους πλαστούς πίνακες φαινομενικά γνήσιους.
Τέλος, πέντε άτομα είχαν τον ρόλο των μεσολαβητών, προέβαιναν στην πώληση των έργων τέχνης, καθώς και στην αναζήτηση αγοραστών.
Η καταγγελία που τους ξεσκέπασε
Μια ανώνυμη καταγγελία που έφτασε στα «χέρια» των αστυνομικών του τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων στις 12 Φεβρουαρίου, έκανε λόγο για τέσσερα άτομα που είχαν πλαστούς πίνακες σημαντικής ιστορικής και πολιτιστικής αξίας, διαφόρων τεχνοτροπιών.
«Από αυτούς κάποιοι είναι αρμόδιοι για την κατασκευή των πλαστών πινάκων και άλλοι για τη μετέπειτα αναζήτηση αγοραστών και πώλησή τους», αναφερόταν κατά πληροφορίες στην καταγγελία.

Η επιχείρηση
Η υπόθεση ξεσκεπάστηκε έπειτα από ραντεβού μυστικών αστυνομικών με ορισμένους εκ των φερόμενων δραστών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η συνάντηση κανονίστηκε και πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του ενός από τα μέλη του κυκλώματος, στο Ελληνικό που είχε τον ρόλο του «ενδιάμεσου» – μεσολαβητή.
Δύο αστυνομικοί προσποιήθηκαν το ζευγάρι και εμφανίστηκαν ως υποψήφιοι αγοραστές.
Οι αγοραπωλησίες που απετράπησαν ήταν τρεις. Η πρώτη αφορούσε αγοραπωλησία 25.000.000 ευρώ για πίνακα του Πικάσο, ο οποίος απεικόνιζε μία γυναικεία μορφή, η δεύτερη αφορούσε αγορά έξι αντικειμένων (δύο πίνακες του Πόλοκ, έναν πίνακα του Κλοντ Μονέ και τρεις θρησκευτικές εικόνες) στην τιμή των 100.000 ευρώ και η τρίτη αγοραπωλησία επτά αντικειμένων (πέντε πίνακες του ζωγράφου Παρθένη και δύο θρησκευτικές εικόνες) στην τιμή των 150.000 ευρώ.
Κατά την επιχείρηση εντοπίστηκαν δύο αποθήκες σε Παγκράτι και Μενίδι μέσα σε καταυλισμό με πλήθος έργων τέχνης στο εσωτερικό τους. Βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, πλαστά έργα τέχνης των Μονέ, Γαΐτη, Εγγονόπουλου, Θεόφιλου, Πόλοκ, Μυταρά, Φασιανού, Τσαρούχη, Παρθένη, Πικάσο, Βαν Γκογκ.
Παράλληλα εντοπίστηκαν και βυζαντινές εικόνες, αρχαία νομίσματα και αγαλματίδια.

