Στις 13 Μαΐου 1975, ο αρχηγός της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης (ΕΚΝΔ) Γεώργιος Μαύρος δήλωνε στη Βουλή εμφατικά: «δεν πρόκειται να κάνωμεν αυτό το οποίον εκάματε εσείς το 1952, ως τότε μειοψηφία». Δηλαδή απέκλειε την αποχώρηση της Αντιπολίτευσης από την ψήφιση του νέου Συντάγματος. Ωστόσο, μετά από μία μόλις εβδομάδα έγινε ακριβώς αυτό, όταν ξεχείλισε πια το ποτήρι.
Πηγή αγανάκτησης για την Αντιπολίτευση ήσαν εξαρχής οι αδιάκοπες και κάθε λογής αυθαιρεσίες από την κυβερνητική πλευρά στη διαδικασία της συζήτησης στη Βουλή. Ακόμη και ο υπομονετικότατος Γεώργιος Μαύρος ξέσπασε στις 13 Μαΐου: «Εχουν γίνει πράγματα περίεργα. Διερωτώμεθα διατί εχάσαμεν δύο μήνας εις την συζήτησιν ενώπιον των Υποεπιτροπών και της Ολομελείας της Συνταγματικής Επιτροπής όταν αποφάσεις ληφθείσαι παμψηφεί, με συμφωνίαν και των ιδικών σας αντιπροσώπων, δεν έρχονται εδώ προς ψήφισιν, αλλά εισάγονται άρθρα τα οποία τα φέρει την τελευταίαν στιγμήν η Κυβέρνησις».
Πράγματι, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Στεφανάκης παρουσίαζε ή διαμόρφωνε εξ υπαρχής, στο πόδι, νέες διατυπώσεις, χωρίς να δεσμεύεται από τα σχέδια – ούτε της Επιτροπής, ούτε το αρχικό Κυβερνητικό.
Είχα γίνει γνωστός ως νεότερο μέλος της Ομάδας Επιστημόνων για ένα Δημοκρατικό Σύνταγμα (με παλιούς δασκάλους μου και φίλους, όπως οι καθηγητές Φαίδων Βεγλερής, Γιώργος Κουμάντος, Αριστόβουλος Μάνεσης και Νίκος Παπαντωνίου). Βρέθηκα έτσι άτυπος επιστημονικός σύμβουλος της ΕΚΝΔ, αλλά ύστερα και των άλλων κομμάτων της Αντιπολίτευσης, όταν πλέον τηρούσαν κοινή γραμμή στην Ολομέλεια της Βουλής, μετά από συσκέψεις των αρχηγών ή εκπροσώπων τους στις οποίες μετείχα.
Πέρα από τη διαδικασία, υπήρχε με τη Ν.Δ. χάσμα αγεφύρωτο ειδικά σε δύο κεφάλαια: ατομικά δικαιώματα και «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Απέτυχαν να το γεφυρώσουν οι μυστικές διαπραγματεύσεις που επιδίωξε η κυβερνητική πλευρά για να αποφευχθεί η αποχώρηση της Αντιπολίτευσης. Με τον αξέχαστο Νίκο Αλαβάνο (βουλευτή Κυκλάδων της ΕΚΝΔ) τις ονομάσαμε συνθηματικά «παρασυναγωγή». Οταν όμως εκείνος ζήτησε να τον συνοδεύω, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος έβαλε βέτο: «Ή αυτός ή εγώ»!
Από το κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων, αρκεί το πιο ακραίο δείγμα. Για πρώτη φορά στην ιστορία μας, το Κυβερνητικό Σχέδιο νομιμοποιούσε με ρητή συνταγματική διάταξη ατομικά διοικητικά μέτρα όπως η εκτόπιση και η στέρηση διαβατηρίου. Η πεισματική κυβερνητική εμμονή στο ζήτημα αυτό φαίνεται προπαντός από την απόρριψη –χωρίς καμία συζήτηση ούτε εξήγηση– της πρότασης να απαγορεύονται τουλάχιστον τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Φαίνεται επίσης από την κατάθεση νομοσχεδίου για την εφαρμογή των διοικητικών μέτρων ενάμιση χρόνο αργότερα (βλ. το άρθρο μου «Το μέτρο της εκτοπίσεως», Καθημερινή, 21, 23 και 24 Νοεμβρίου 1976).
Το ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν άσκησε τελικά καμία από τις «υπερεξουσίες» που είχε στη διάθεσή του δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Αντίθετα, λειτούργησαν οπωσδήποτε ως αποτρεπτικό «αντίπαλο δέος» για τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό.
Για το άλλο κεφάλαιο, αρκεί να υπογραμμιστεί επιγραμματικά ότι το Κυβερνητικό Σχέδιο διαμόρφωνε στην ουσία «ημιπροεδρικό» σύστημα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα είχε αυτοτελή δική του εξουσία και δικαιώματα που ουδέποτε είχε ο Βασιλέας κατά το Σύνταγμα στο παρελθόν, αφού καμία πράξη του δεν ίσχυε χωρίς προσυπογραφή από τον υπεύθυνο υπουργό. Ηταν λοιπόν χονδροειδές ψέμα αυτό που έγραφε η Εισηγητική Εκθεση, ότι τάχα «αι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας διαγράφονται εις τα αυτά περίπου πλαίσια και έχουν την αυτήν περίπου έκτασιν οίαν και αι αρμοδιότητες του Ανωτάτου Αρχοντος κατά το Σύνταγμα του 1952».
Υπάρχει και ένα εμβληματικό ζήτημα που συνδέει τα δύο κεφάλαια: η κήρυξη «κατάστασης πολιορκίας» από τον Πρόεδρο. Για πρώτη φορά στην ιστορία μας, το Κυβερνητικό Σχέδιο θέσπιζε «κατάσταση πολιορκίας» χωρίς άδεια της Βουλής. Το Σύνταγμα του 1952 απαιτούσε άμεση έγκριση του σχετικού διατάγματος από τη Βουλή στην πρώτη της συνεδρίαση. Αν είχε διακόψει ή είχε λήξει η θητεία της ή είχε διαλυθεί, έπρεπε να συγκληθεί εντός δέκα ημερών με το ίδιο διάταγμα «επί ποινή ακυρότητος αυτού». Το Σχέδιο, όμως, προέβλεπε άδεια της Βουλής όχι σε δέκα το πολύ ημέρες, αλλά μόνο για το ενδεχόμενο παράτασης μετά από δύο ολόκληρους μήνες! Την τυφλή αδιαλλαξία της κυβερνητικής πλευράς φανερώνει το γεγονός ότι θεώρησαν «παραχώρηση» προς την Αντιπολίτευση το ότι μείωσαν τις αρχικές 60 ημέρες σε 40 και ύστερα σε 30…
Τελική αφορμή για την αποχώρηση ήταν η σύνδεση των «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας με την προοπτική να διατηρήσει η Ν.Δ. τον έλεγχο του αξιώματος μέχρι το 1983, εκλέγοντας για δεύτερη φορά Πρόεδρο με πλήρη θητεία από την ίδια Βουλή του 1974.
Με το ζήτημα αυτό άρχισε η συνεδρίαση της 21ης Μαΐου. Ο Γεώργιος Μαύρος υπογράμμισε την πολύ μεγάλη σημασία του, επειδή ο Πρόεδρος θα είχε αυξημένες εξουσίες. Υστερα ο Ανδρέας Παπανδρέου διάβασε την κοινή τροπολογία της Αντιπολίτευσης: «Αν η Βουλή εκλέγει δια δευτέραν φοράν Πρόεδρον της Δημοκρατίας, η εκλογή γίνεται πάντοτε δια το υπόλοιπον της θητείας του προηγουμένου». Η κυβερνητική αδιαλλαξία στο ζήτημα αυτό ενίσχυσε την υποψία της Αντιπολίτευσης ότι υπήρχε πρόθεση να διατηρηθεί ο έλεγχος από τη Ν.Δ. ακόμη και μέχρι το 1983, χάρη στον Πρόεδρο και τις «υπερεξουσίες» του. Αυτή η υποψία λειτούργησε τελικά ως καταλύτης για να αποχωρήσει σύσσωμη η Αντιπολίτευση από τη συνεδρίαση και για να απουσιάσει ύστερα από τις τέσσερις συνεδριάσεις συντακτικού έργου που απέμεναν, καθώς και από την τελική ψήφιση του νέου Συντάγματος στις 7 Ιουνίου 1975.
Αν η υποψία ήταν αβάσιμη και αν η Νέα Δημοκρατία ήθελε οπωσδήποτε να αποτρέψει μία έκβαση τόσο αρνητική όσο η αποχώρηση των άλλων κομμάτων, το ζήτημα μπορούσε κάλλιστα να ρυθμιστεί με μία μεταβατική διάταξη. Ομως η υποψία ήταν βάσιμη και μάλιστα επαληθεύτηκε, με μία μόνο διαφορά: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παραιτήθηκε από πρωθυπουργός και εξελέγη Πρόεδρος πριν από τη λήξη όχι της Βουλής του 1974 αλλά εκείνης του 1977, με αποτέλεσμα να διατηρήσει η Ν.Δ. τον έλεγχο του προεδρικού αξιώματος όχι μόνο μέχρι το 1983 αλλά μέχρι το 1985. Το ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν άσκησε τελικά καμία από τις «υπερεξουσίες» που είχε στη διάθεσή του δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Αντίθετα, λειτούργησαν οπωσδήποτε ως αποτρεπτικό «αντίπαλο δέος» για τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό.
*Ο καθηγητής Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος ήταν το 1975 επιστημονικός σύμβουλος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης (ΕΚΝΔ) για το Σύνταγμα. Γράφει τώρα ένα βιβλίο για την εμπειρία του.

