Στις 23 Ιουλίου 2018 δεν βρισκόμουν στην Ελλάδα. Παρακολουθούσα από μακριά τις ειδήσεις, συγκλονισμένη με το πώς μπορεί μια φωτιά να βγει εκτός ελέγχου τόσο κοντά στο κέντρο της πρωτεύουσας. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ τη σύσκεψη στο Συντονιστικό. Θυμάμαι στη συνέχεια τις δηλώσεις υπουργών για τα αυθαίρετα και τις ευθύνες των κατοίκων. Το παράδοξο είναι πως, παρότι στο δικαστήριο κανείς από τους κατηγορουμένους δεν προέβαλε αυτό το επιχείρημα, σε συζητήσεις για το Μάτι πάντα κάποιος θα βρεθεί να πει πως φταίει η αυθαίρετη δόμηση για το κακό. Η λάσπη μένει.
Δημοσιογραφικά, άρχισα να ασχολούμαι με την υπόθεση έξι μήνες μετά τη φωτιά. Ο Αλέξης Παπαχελάς είχε βρει τις ηχογραφημένες συνομιλίες της πυροσβεστικής εκείνης της ημέρας και ξεκίνησα να τις ακούω προσπαθώντας να καταλάβω τι πήγε τόσο λάθος. Τα χιλιάδες ηχητικά φωτίζουν πολλές και διαφορετικές πτυχές των γεγονότων. Αν όμως ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο ακούγοντάς τα, είναι πως εκείνο το απόγευμα το κράτος κατέρρευσε. Και αυτό δεν μπορεί να είναι αποκλειστική ευθύνη των δέκα καταδικασμένων.
Ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης επέμενε εξαρχής πως τα στοιχεία δικαιολογούσαν πλήρως τη στοιχειοθέτηση κακουργήματος. Τον Ιούνιο του 2020 οι εισαγγελείς απέρριψαν το αίτημά του για συμπληρωματική δίωξη, χωρίς όμως να εξετάσουν τη δικογραφία. Τη δεύτερη φορά έμαθε για την απόρριψη από δημοσιεύματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ενημερωνόταν για κάτι υπηρεσιακό και τόσο σημαντικό, με τόσο ανορθόδοξο τρόπο.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 είχε διαβάσει σε άρθρο ιστοσελίδας ότι επρόκειτο να αντικατασταθεί από ανακριτής στην υπόθεση. Ο λόγος, έγραφαν, ήταν πως καθυστερούσε και πως δεν ήταν αποτελεσματικός. Ηταν σαφές πως κάποιοι ήθελαν να του στείλουν ένα μήνυμα. Εκείνος όμως δεν πτοήθηκε. Προσπάθησε τρίτη και τέταρτη φορά να αναβαθμίσει το κατηγορητήριο, αλλά δεν τα κατάφερε. Η δίκη άρχισε και ολοκληρώθηκε σε βαθμό πλημμελήματος.
Η δίκη με τους 21 κατηγορουμένους και τους 213 μάρτυρες ξεκίνησε επεισοδιακά, σε μια αίθουσα που χωρούσε με το ζόρι 50 άτομα. Τελικά μεταφέρθηκε στο εφετείο και άρχισε με τις καταθέσεις των συγγενών των θυμάτων. Μπορεί οι ιστορίες να ήταν γνωστές, όταν όμως τις άκουγες, τη μία μετά την άλλη, αντιλαμβανόσουν διαφορετικά το μέγεθος της απώλειας. Οσοι κατέθεταν, ξαναζούσαν εκείνη την ημέρα. Εβγαιναν από την αίθουσα και κατέρρεαν στην αγκαλιά κάποιου δικού τους.
Με τον καιρό, η αίθουσα ερήμωσε. Υπήρχαν συνεδριάσεις που εμφανιζόταν μόνο ένας συγγενής στο ακροατήριο και στα έδρανα των δικηγόρων των θυμάτων μονάχα ένας δικηγόρος. Με τους κατηγορουμένους –και τους δικηγόρους τους– να μοιάζουν μάλλον βέβαιοι για ελαφρές ποινές, τα στόματα δεν άνοιξαν. Ολοι τους επέμεναν πως οι ενέργειες όλων ήταν ορθές. Οταν κατέθεσε όμως ο πραγματογνώμονας Δημήτρης Λιότσιος, ανέλυσε με λεπτομέρεια τα μοιραία λάθη τις ώρες πριν και κατά τη διάρκεια της φωτιάς. Και εκείνος είχε δεχτεί τεράστιες πιέσεις να μη φέρει εις πέρας την πραγματογνωμοσύνη που είχε αναλάβει.
Το 2020 είχε φτάσει στα χέρια μου μια ηχογραφημένη συνομιλία του Λιότσιου με τον τότε αρχηγό της Πυροσβεστικής Βασίλη Ματθαιόπουλο. Σε αυτή, του ζητούσε ευθέως να θάψει στοιχεία και όλα αυτά, ισχυριζόμενος πως έπραττε με εντολή της τότε πολιτικής ηγεσίας. Ηταν η απόδειξη αυτού που πολλοί από εμάς που παρακολουθούσαμε την υπόθεση ήδη υποψιαζόμασταν: ότι πίσω από κλειστές πόρτες υπήρχε μια απόπειρα συγκάλυψης. Μια κυνική διαχείριση από εκείνους που υποτίθεται ότι έχουν καθήκον να μας προστατεύουν. «Ετσι παίζεται το παιχνίδι», του λέει κάποια στιγμή ο Ματθαιόπουλος, δίνοντας παραδείγματα από παλαιότερες πυρκαγιές σε Κύθηρα και Μάνη. Για να «φάει» ένας αξιωματικός έναν άλλον, δεν του είχε στείλει σε εκείνες τις φωτιές εναέρια μέσα.
Ο Λιότσιος αναλαμβάνοντας την υπόθεση γνώριζε πως οι ισορροπίες θα ήταν λεπτές. Θα έπρεπε να εξετάσει ευθύνες συναδέλφων. Οσο όμως προχωρούσε την έρευνα εις βάθος, καταλάβαινε ότι και το κόστος για τον ίδιο θα ήταν τεράστιο. Ο Ματθαιόπουλος άλλωστε τον είχε προειδοποιήσει: «Θα γράψεις ευθύνες ανωτέρων σου; Θα μαζευτούμε και θα σε σκίσουμε». Παρ’ όλα αυτά παρέδωσε το πόρισμα – χωρίς να κάνει καμία αλλαγή. Η αμοιβή που έλαβε από το ελληνικό Δημόσιο για τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης –οδοιπορικά, εκατοντάδες φωτοτυπίες, μήνες ερευνητικής δουλειάς– ήταν 1.000 ευρώ.
Δύο χρόνια μετά, αποφάσισε να καταθέσει τη συνομιλία στη Δικαιοσύνη. Τότε ξεκίνησε ο πραγματικός Γολγοθάς. Βρέθηκε ο ίδιος κατηγορούμενος, με μηνύσεις από τον Ματθαιόπουλο, αλλά και από την τότε υπουργό Ολγα Γεροβασίλη. Απομονώθηκε στο Σώμα όπου ακόμη υπηρετεί – πήρε μετάθεση πρώτα στη Μύκονο και έπειτα στη Χίο. Στο δικαστήριο κατέθετε επί εβδομάδες, με τους δικηγόρους των κατηγορουμένων συχνά να τον φέρνουν στα όριά του. Η αναγνώριση για όσα έχει κάνει δεν ήρθε από το κράτος. Ηρθε όμως από τους ανθρώπους του Ματιού. Την περασμένη Τετάρτη, όταν οι αστυνομικοί οδήγησαν με χειροπέδες τους ενόχους εκτός δικαστικής αίθουσας, ο κόσμος αυθόρμητα, άρχισε να φωνάζει δυνατά, το δικό του όνομα.
Οι συγγενείς των θυμάτων και εγκαυματίες μίλησαν στους δημοσιογράφους και μετά, μια μεγάλη παρέα 20 ατόμων κατευθύνθηκε στο «Αυτόφωρο», ένα μικρό εστιατόριο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ακόμη δεν είχαν πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. «Σίγουρα δεν είναι η απόφαση που θα έπρεπε να είναι. Αυτό το ξέραμε όμως. Από την αρχή όλο πήγε λάθος. Παρ’ όλα αυτά είναι μια δικαίωση. Σήμερα θα μείνω σε αυτό που ζήσαμε στην αίθουσα», είπε στην παρέα η Αθηνά Μουτάφη, η οποία στη φωτιά έχασε τον γιο της Βίκτωρα.

