Γιώργος Μισεγιάννης: Στάση για καφέ που μοσχοβολάει μεράκι

Γιώργος Μισεγιάννης: Στάση για καφέ που μοσχοβολάει μεράκι

Ο Γιώργος Μισεγιάννης (1965-2025) ήταν η «ψυχή» του ιστορικού καφεκοπτείου το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί στο Κολωνάκι το 1914. Υπήρχαν μέρες που θύμιζε λογοτεχνικό καφενείο, με πελάτες όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Ηλίας Βενέζης και ο Μ. Καραγάτσης

4' 30" χρόνος ανάγνωσης

Ευγενής, γλυκύτατος, μέλος αυτής της παλιάς «σχολής» εμπόρων που δεν συναντάς εύκολα πλέον. Οχι μόνο είχε βαθιά γνώση του αντικειμένου της δουλειάς του, αλλά θυμόταν πρόσωπα και προτιμήσεις, ήταν πάντα πρόθυμος να απαντήσει και να συμβουλέψει. Οι λίγες κουβέντες που αντάλλαζες μαζί του σε έκαναν να φεύγεις λίγο πιο ελαφρύς απ’ ό,τι ήσουν όταν έμπαινες στο κατάστημα. Ο Γιώργος Μισεγιάννης υπήρξε τις τελευταίες δεκαετίες «ψυχή» του ιστορικού καφεκοπτείου το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί στο Κολωνάκι το 1914. Τρίτης γενιάς ιδιοκτήτης ενός αθηναϊκού τοποσήμου το οποίο πέρασε πολέμους και κρίσεις, έγινε τόπος συνάντησης για σημαντικές προσωπικότητες και αποτέλεσε την αιτία που τόσοι και τόσοι μέσα στα χρόνια κοντοστάθηκαν για λίγο μαγεμένοι σχεδόν από τη μυρωδιά του καφέ που άπλωνε στους γύρω δρόμους. Ο ίδιος σπούδασε στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ωστόσο, όταν ο πατέρας του έφτασε σε ηλικία συνταξιοδότησης, ανέλαβε τα ηνία ώστε να μην αφήσει την ιστορική επιχείρηση να σβήσει. Με υπόκρουση τους ήχους από τους κόκκους του καφέ που έπεφταν συνεχώς και αλέθονταν, μου αφηγήθηκε το 2021 την ιστορία του εμβληματικού καταστήματος, την οποία μάλιστα ο ίδιος κατέγραψε και σε μία αυτοέκδοση με αφορμή το κλείσιμο των εκατό χρόνων λειτουργίας.

Ο παππούς του, «Γιωργάκης» Μισεγιάννης, Μικρασιάτης από την Πέργαμο, ήρθε στην Αθήνα το 1914 και μαζί με τον συνεταίρο του, Ιωάννη Μάστορη, άνοιξε καφεκοπτείο στην οδό Σκουφά 3. (Αργότερα το κατάστημα μεταφέρθηκε στην αρχή της Πατριάρχου Ιωακείμ και μετέπειτα στη Λεβέντη, όπου βρίσκεται σήμερα.) Ηταν για την εποχή ένα σχετικά νέο είδος επιχείρησης, αφού μέχρι τότε τόσο τα καφενεία όσο και οι νοικοκυρές προμηθεύονταν ωμό τον καφέ από καταστήματα γενικού εμπορίου, τον καβούρδιζαν σε ειδικά τηγάνια ή περιστρεφόμενους κυλίνδρους και τον άλεθαν σε χειροκίνητους μύλους ή τον κοπανούσαν.

Εμπορικό μυαλό ο παππούς, θέλοντας να επεκτείνει τον κύκλο των εργασιών του, αναζήτησε συνεργασίες με καφενεία, ζαχαροπλαστεία και ξενοδοχεία. Τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, έπειτα από διαπραγματεύσεις και προσφέροντας την καλύτερη δυνατή ποιότητα καφέ, έγινε προμηθευτής των ξενοδοχείων «Μεγάλη Βρεταννία» και «Κινγκ Τζωρτζ», του καφενείου του Ζαχαράτου, του ζαχαροπλαστείου Ζαβορίτη, του καφέ Γιαννάκη της οδού Πανεπιστημίου, του καφενείου «Βυζάντιο» της πλατείας Κολωνακίου και πολλών ακόμα. Τη δεκαετία του ’20 ο Μισεγιάννης, ύστερα από παραγγελία του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία», εισήγαγε πρώτος στην ελληνική αγορά τον γαλλικό καφέ.

Το ’40 η ζωή στην πόλη άλλαξε δραματικά. Τα χρόνια της Κατοχής για καφέ ούτε λόγος. Ακόμα και κάποια υποκατάστατά του, όπως ο καφές από ρεβίθι ή κριθάρι, αποκλείονταν, αφού εκείνες οι πρώτες ύλες ήταν σπάνιες και πολύτιμες για την επιβίωση. Ο παππούς Μισεγιάννης βρήκε τη λύση στο λούπινο, καρπό που έως τότε χρησιμοποιούνταν μόνο για ζωοτροφές. Η γεύση του, έπειτα από παρατεταμένα ξεπικρίσματα, αποξήρανση, καβούρδισμα και άλεσμα, θύμιζε κάπως το αγαπημένο ρόφημα. Για να μπορέσει να κρατηθεί η επιχείρηση πουλούσε διάφορα άσχετα είδη, όπως λάδι και σαπούνι, ενώ για 3-4 ημέρες τον μήνα ο μεγάλος μύλος του καφέ μετατρεπόταν σε αλευρόμυλο που άλεθε σιτάρι, καλαμπόκι και άλλα δημητριακά που οι πελάτες προμηθεύονταν από τους συγγενείς τους στην επαρχία. Καμιά φορά το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» έβρισκε καφέ και τον εμπιστευόταν στον Μισεγιάννη για επεξεργασία, ψήσιμο και άλεσμα, με αποτέλεσμα το άρωμά του να ξεσηκώνει τη γειτονιά και ορισμένοι να παρακαλούν ή και να απαιτούν μια μικρή ποσότητα.

Το καφεκοπτείο βγήκε από αυτή την περίοδο λαβωμένο οικονομικά αλλά έχοντας καλλιεργήσει κλίμα εμπιστοσύνης με τον κόσμο του Κολωνακίου και όχι μόνο. Τις επόμενες δεκαετίες η πελατεία αυξήθηκε. «Υπήρχαν μέρες που θύμιζε λογοτεχνικό καφενείο, με πελάτες όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Ηλίας Βενέζης και ο Μ. Καραγάτσης». Ο Χατζιδάκις περνούσε για να πάρει καφέ για το σπίτι και στα στέκια που ήταν θαμώνας ζητούσε «καφέ απ’ του Μισεγιάννη». Πολιτικοί, καλλιτέχνες και αστέρες του κινηματογράφου, από τον Γιάννη Βόγλη και τον Νίκο Ρίζο μέχρι τη Μάρθα Καραγιάννη και την Ξένια Καλογεροπούλου, ψώνιζαν εκεί, ενώ λιγότερο διάσημοι πελάτες έφθαναν στο καφεκοπτείο από διάφορες μεριές της Αθήνας, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, με σκοπό να προμηθευτούν καφέ άριστης ποιότητας. Αρκετοί θυμούνται τους γονείς τους να αγοράζουν καφέ από τον Μισεγιάννη όσο οι ίδιοι γλυκοκοιτούσαν κάποια από τις λιχουδιές της βιτρίνας (συνήθως καραμέλες), αφού πλάι στο κατάστημα της Πατριάρχου Ιωακείμ βρισκόταν η στάση των σχολικών λεωφορείων για τα ιδιωτικά σχολεία των βορείων προαστίων.

Παρόλο που η σταθερότητα και το κλασικό, διαχρονικό στυλ είναι από τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου καφεκοπτείου που δεν παρασύρθηκε από πρόσκαιρες μόδες, η ιστορία του έχει πολλές πρωτιές. Εκτός από τον γαλλικό, ήταν από τους πρώτους που σύστησαν στους Αθηναίους και τον εσπρέσο. Ο Μιχάλης Μισεγιάννης (η δεύτερη γενιά του μαγαζιού) έφτιαξε τα πρώτα αξιοπρεπή χαρμάνια για εσπρέσο τη δεκαετία του ’70 και, αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’80 έφερε πρώτος αρωματισμένο καφέ (με βανίλια, σοκολάτα κ.ο.κ.) από τη Νέα Υόρκη. Ο ελληνικός καφές τους που αλέθεται με πέτρα είναι ακόμα από τους καλύτερους που μπορεί κανείς να βρει στην Αθήνα.

«Τα 100 χρόνια δεν αρκούν από μόνα τους για να σε εξασφαλίσουν. Χρειάζεται συνέπεια στην υψηλή ποιότητα και σεβασμός», έλεγε ο Γιώργος Μισεγιάννης που ήταν, δικαίως, περήφανος για την ποιότητα και τη φρεσκάδα των προϊόντων του. Το ίδιο σημαντική όμως θεωρούσε και τη σχέση με τους πελάτες του. «Αν κάτι με στεναχωρεί, είναι όταν δεν βρίσκω χρόνο να μιλήσω με κάποιον πελάτη επειδή είμαι απασχολημένος. Το θεωρώ μια μικρή προδοσία. Θέλω ο πελάτης να ρωτήσει, να ανταλλάξει δυο κουβέντες με εμένα ή τον υπάλληλο, να σχολιάσουμε την πολιτική, την τέχνη, την καθημερινότητα και να βγει από το μαγαζί ξέροντας ότι έχει κάνει μια αγορά που ανεβάζει την ποιότητα ζωής του», έλεγε. Και το εννοούσε.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT