Αν πρέπει να αναφέρει κανείς τα ρεκόρ, τότε η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Ορους Σινά δεν είναι απλώς η «παλαιότερη χριστιανική μονή του κόσμου», όπως ακούστηκε αυτές τις ημέρες. Το εξηγεί ο Γιώργης Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, που το 1998 βρέθηκε στο Σινά ως μέλος της ανασκαφής που διενεργούσε εκεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο οποίος έχει εκπονήσει το διδακτορικό του στην ιστορία και αρχαιολογία της Αγίας Κορυφής του όρους: «Ακόμη και αν τη συγκρίνουμε με τα βουδιστικά μοναστήρια –την άλλη μεγάλη μοναστική παράδοση–, η Μονή Σινά είναι το παλαιότερο μοναστήρι στον κόσμο που λειτουργεί διαρκώς», λέει στην «Κ» και τονίζει ότι ειδικά το καθολικό που έχτισε ο Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα μ.Χ., «λειτουργείται από τότε σχεδόν καθημερινά και αυτό είναι μοναδικό».
Ο κ. Μαγγίνης, ωστόσο, συγκινείται και με κάτι ακόμη. «Ξέρετε, τα εσωτερικά δοκάρια και όλη η ξυλεία του καθολικού, είναι η αυθεντική, του 6ου αιώνα», παρατηρεί. «Κάτω από αυτή τη στέγη, εδώ και 1.500 χρόνια ακούγονται τα ίδια λόγια, “Ιουστινιανού και Θεοδώρας των αυτοκρατόρων και κτητόρων της ιεράς μονής τούτης”. Και είναι ανατριχιαστικό, γιατί από πάνω, σε εκείνα τα δοκάρια, είναι γραμμένα τα ονόματά τους».
Στο μυαλό του κτήτορος
Θρησκευτικά μιλώντας, ο Ιουστινιανός επέλεξε το Σινά ως μέρος του τεράστιου –εκτεταμένου σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία– οικοδομικού προγράμματός του, επειδή εκεί ο Θεός φανερώθηκε στον Μωυσή μέσα από τη φλεγόμενη βάτο, αλλά και του παρέδωσε στην κορυφή του όρους τις Δέκα Εντολές. Αρκετοί έχουν επιχειρήσει να εξηγήσουν την επιλογή και με στρατηγικούς όρους. «Η αλήθεια είναι ότι η θέση της μονής δεν είναι καθόλου στρατηγική, όμως αποτελεί ένα πολύ σημαντικό προσκύνημα», λέει ο Γιώργης Μαγγίνης και εξηγεί ότι η περιοχή (από όπου πέρασε και ο Προφήτης Ηλίας και στην οποία λέγεται ότι βρέθηκαν τα λείψανα της Αγίας Αικατερίνης) προσείλκυε πολλούς ασκητές και αναχωρητές, ήδη από τον 3ο αιώνα μ.Χ.
«Ερχονταν από τα πέρατα της αυτοκρατορίας σε μεγάλους αριθμούς και αυτή η προσκυνηματική κίνηση έπρεπε κάπως να προφυλαχθεί. Αυτό εξυπηρετούσε το πρόγραμμα του Ιουστινιανού. Το κτίσμα που ανεγείρει περίπου το 550 μ.Χ., δεν είναι μοναστήρι. Είναι ένα φρούριο, με μια εκκλησία και μια τράπεζα, μαζί με μερικά κτίρια που υποστηρίζουν την προσκυνηματική κοινότητα και στεγάζουν τη φρουρά που εγκαταστάθηκε. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι αναχωρητές διαπιστώνουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια εντός των τειχών. Αρχίζουν λοιπόν να κατοικούν το φρούριο και γίνεται μοναστήρι».

Σήμερα, το μοναστήρι ανήκει στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και είναι γνωστό για τις εικόνες, τα χειρόγραφα και άλλους πολιτιστικούς θησαυρούς του. Ο Γιώργης Μαγγίνης, ωστόσο, επισημαίνει και το εξής: «Δεν πρέπει να βλέπουμε το Σινά σαν μουσείο, γιατί έτσι ενισχύεται η αντίληψη ότι μπορούμε να το μετατρέψουμε σε μια βυζαντινή Ντίσνεϊλαντ και να το επισκεπτόμαστε. Το σημαντικότερο όμως στο Σινά είναι η μοναχική ζωή, είναι το ότι πρόκειται για ένα πραγματικό μοναστήρι, για έναν “τόπο ησυχίας”, που λένε στη μοναστική παράδοση». Φυσικά, η τέχνη, τα κειμήλια, η βιβλιοθήκη έχουν τεράστια σημασία.
Ειδικά για τις φορητές εικόνες και τα ψηφιδωτά, ο κ. Μαγγίνης εξηγεί ότι διασώθηκαν επειδή από τον 7ο αιώνα μ.Χ. η μονή βρισκόταν εκτός των συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έτσι απέφυγε την Εικονομαχία. «Αν το Σινά ήταν στη βυζαντινή επικράτεια, οι προεικονομαχικές εικόνες του θα είχαν καταστραφεί», σχολιάζει. «Γενικά, ό,τι έμπαινε στο μοναστήρι δεν χανόταν. Είναι σαν μια απέραντη κιβωτός της μνήμης και του πολιτισμού της ανθρωπότητας».
Η γνωστότερη ίσως εικόνα της μονής, του Χριστού Παντοκράτορος, χρονολογείται στον 6ο αιώνα και θυμίζει τα πορτρέτα Φαγιούμ. «Η εικόνα αυτή είναι ο απόλυτος Παντοκράτορας», λέει ο κ. Μαγγίνης και προσθέτει ότι μαζί με εκείνη της ένθρονης Θεοτόκου, που βρίσκεται επίσης στο μοναστήρι, αποτελούν δύο εμβληματικές χριστιανικές εικόνες, προερχόμενες «από μια εποχή που δεν υπάρχουν ορθόδοξοι, καθολικοί και προτεστάντες, από μια εποχή που η χριστιανοσύνη ήταν ενωμένη».

Οσον αφορά τη βιβλιοθήκη, ο κ. Μαγγίνης τονίζει ότι η σημασία της δεν έγκειται μόνο στον «χρηστικό» (αντί για «μουσειακό») χαρακτήρα που έχει για τους μοναχούς, ούτε αποκλειστικά στα πολύ σημαντικά χειρόγραφά της, αλλά και στην εξαιρετική κατάσταση διατήρησης των χειρογράφων – το Ιδρυμα Αγίας Αικατερίνης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του οποίου είναι ο κ. Μαγγίνης, έχει αναλάβει την κατασκευή ειδικών κουτιών για την ορθή αποθήκευση των χειρογράφων.
Τόσο δε τα χειρόγραφα όσο και οι εικόνες και όλος ο πολιτιστικός και θρησκευτικός πλούτος της μονής, στεγάζονται σε έναν «απίστευτο κύβο Ιστορίας», όπως χαρακτηρίζει ο κ. Μαγγίνης το κτίσμα της Μονής Σινά, που έχει διαστάσεις 100x100x100 μέτρα, αν ληφθεί υπόψη και η απόσταση από το υψηλότερο σημείο του μέχρι το χαμηλότερο υπόγειο.
Η αλλαγή του τοπίου
Η παλαιότερη φάση του κτίσματος είναι του 4ου αιώνα μ.Χ. Η κύρια φάση είναι βέβαια του 6ου, ενώ υπάρχουν και μεταγενέστερα κτίσματα, μεταξύ των οποίων ένα τζαμί – «το μοναδικό στον κόσμο που λειτουργεί μέσα σε χριστιανικό μοναστήρι». Στο μεταξύ, οι κίνδυνοι αυξήθηκαν. «Εδώ και πολλά χρόνια η μεγάλη ένταση που διαπιστώνει κανείς στο μοναστήρι είναι ανάμεσα στη λειτουργία του και τη μοναστική ζωή από τη μια και στην αυξημένη τουριστική ροή από την άλλη», σημειώνει ο κ. Μαγγίνης και καταλήγει: «Καμιά φορά βλέπεις ορδές τουριστών, λες και είναι η Ακρόπολη. Μολονότι όμως έχει πολιτιστικό χαρακτήρα, το Σινά είναι τόπος προσευχής, ένας θρησκευτικός, προσκυνηματικός τόπος.
Τελευταία υπάρχει μια τάση για όλο και περισσότερες μοντέρνες εγκαταστάσεις που θα εξυπηρετήσουν την τουριστική ροή: ένα τεράστιο πάρκινγκ για πούλμαν, ξενοδοχεία, ένα τελεφερίκ που θα ανεβαίνει στην Αγία Κορυφή. Τέτοιες υποδομές ίσως δικαιολογούνται σε έναν πολιτιστικό χώρο, αλλά, ειλικρινά, είναι ανάρμοστες σε έναν χώρο κατάνυξης. Πρόκειται για μια μάχη που χάνεται».

