Στο αποχαιρετιστήριο δείπνο, το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, η είδηση ότι το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ μόλις είχε ανακαλέσει την άδεια του Χάρβαρντ να εγγράφει ξένους φοιτητές έγινε πρώτο θέμα συζήτησης. Δεν εξέπληξε, πάντως, τους περισσότερους. «Εντάσσεται στο πλαίσιο του… μπούλινγκ που ο πρόεδρος Τραμπ ασκεί στο πανεπιστήμιό μας εδώ και καιρό. Αν, όμως, δεν υπάρξει άμεσα κάποιο νομικό ανάχωμα απέναντι σ’ αυτή την ανεκδιήγητη απόφαση, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες όχι μόνο για το ίδρυμα και για χιλιάδες νέους ανθρώπους που φοιτούν σ’ αυτό, αλλά και για την επιστημονική κοινότητα γενικότερα», σχολίασε ο ομότιμος καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας στο Χάρβαρντ Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας. «Σχεδόν το 80% των μεταπτυχιακών φοιτητών μας είναι μη Αμερικανοί, ενώ στους μεταδιδακτορικούς το ποσοστό των ξένων αγγίζει το 100%».
Θεσμός 24 ετών
Βρισκόμασταν στη Ρόδο, στο συνέδριο των Ελλήνων και ξένων εκπροσώπων της διεθνούς βιοτεχνολογίας που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα από το Fondation Sante, το οποίο δημιούργησαν ο Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας και ο Στέλιος Παπαδόπουλος, ιδρυτής και (πρώην ή νυν) πρόεδρος Δ.Σ. πολλών εταιρειών όπως οι Exelixis, Regulus, Biogen, Anadys. Είκοσι τέσσερα χρόνια μετράει ήδη ως θεσμός αυτή η συνάντηση, όμως φέτος οι συζητήσεις δεν στράφηκαν μόνο γύρω από τα επίκαιρα θέματα της ιατρικής, της φαρμακευτικής και της οικονομίας. Η «Κ» παρακολουθώντας τις ομιλίες και κουβεντιάζοντας με ερευνητές, στελέχη εταιρειών και ακαδημαϊκούς, αφουγκράστηκε την αγωνία τους για το νέο ζοφερό τοπίο που διαμορφώνεται εξαιτίας της πολιτικής του προέδρου Τραμπ. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Στέλιος Παπαδόπουλος, «είναι τρέλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Κακές αποφάσεις προκαλούν αναταράξεις, τις επιπτώσεις των οποίων θα υφιστάμεθα σε βάθος δεκαετιών. Αν δεν ήμουν ήδη σ’ αυτόν τον χώρο δεν ξέρω αν θα αποφάσιζα σήμερα να ασχοληθώ με τη βιοτεχνολογία».

Πρωτοφανείς περικοπές στο προσωπικό και τη χρηματοδότηση αμερικανικών οργανισμών που σχετίζονται με την επιστήμη, συμπεριλαμβανομένων των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) και του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), έχουν γίνει από τις αρχές της χρονιάς και άλλες ύψους 37% προβλέπονται για το 2026. Τα NIH έχουν ήδη υποστεί ακυρώσεις και «πάγωμα» επιχορηγήσεων και συμβάσεων ύψους 2,5 δισ. δολαρίων. Τουλάχιστον 1.200 υπάλληλοί τους έχουν απολυθεί, ενώ απροσδιόριστος παραμένει ο αριθμός όσων οδηγήθηκαν σε συνταξιοδότηση ή παραίτηση. Στον FDA έχουν καταργηθεί 3.500 και πλέον θέσεις εργασίας, ενώ η αμερικανική κυβέρνηση έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα υπάρξει περαιτέρω αναδιάρθρωση του οργανισμού, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Και, παράλληλα, ζητάει επιτακτικά δραστικές μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων που φτάνουν ακόμα και το 90%, θέτοντας σε κίνδυνο, όπως επισημαίνουν ειδικοί, επενδύσεις εκατοντάδων δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ και βάζοντας τροχοπέδη στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης νέων θεραπειών.
Μη αναστρέψιμες αλλαγές
«Στο θέμα των τιμών, πιθανότατα θα βρεθούν τρόποι να ισορροπήσει η αγορά, όπως συνήθως συμβαίνει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο πόλεμος που η αμερικανική κυβέρνηση έχει κηρύξει απέναντι στη βασική έρευνα, την πηγή που τροφοδοτεί τον κόσμο με καινοτόμες θεραπείες. Τα NIH με την ικανότητά τους να διεξάγουν και να χρηματοδοτούν ερευνητικές προσπάθειες και ο FDA με τη ρυθμιστική του δομή έχουν συμβάλει σε σημαντικές ανακαλύψεις και στην κυκλοφορία φαρμάκων που έχουν σώσει εκατομμύρια ζωές. Οι αλλαγές στη χρηματοδότηση και στο προσωπικό τους εγκυμονούν σοβαρότατους κινδύνους», όπως επισημαίνει ο Σίμος Συμεωνίδης, συνιδρυτής της Kos Biotechnology Partners.
Για τον Τζέρεμι Λέβιν, διευθύνοντα σύμβουλο της Ovid Therapeutics που αναπτύσσει φάρμακα για την επιληψία και άλλες νευρολογικές διαταραχές και μέλος του Οργανισμού Καινοτομίας στη Βιοτεχνολογία, «οι αλλαγές που συντελούνται θα παραμείνουν μη αναστρέψιμες για πολλά χρόνια. Και δεν αφορούν μόνο τον δικό μας κλάδο, τις εταιρείες μας, αλλά ολόκληρη την αμερικανική κοινωνία. Ζούμε πια σε μια διαφορετική χώρα. Καθημερινά αισθανόμαστε ολοένα και πιο μπερδεμένοι, ανησυχούμε πολύ». Ο ελληνικής καταγωγής Εμίλ Κακκής, ιδρυτής της Ultragenyx που εστιάζει στην αναζήτηση φαρμάκων για σπάνιες γενετικές νόσους, συμφωνεί: «Eίναι τραγικό εξαιτίας των χειρισμών μιας κυβέρνησης να κλείνουν πόρτες τις οποίες η επιστήμη και η τεχνολογία μπόρεσαν να ανοίξουν με πολύ κόπο. Δεν έχουμε να κάνουμε με αναμόρφωση του τοπίου –κάτι που είναι θεμιτό– αλλά με μια προσπάθεια να σπάσει η πολύτιμη αλυσίδα αυτού που αποκαλούμε “from science to patient”: από την επιστήμη στον ασθενή. Η βιοτεχνολογία είναι μαθημένη στα δύσκολα. Για να επιβιώσουμε όλοι επιχειρηματικά έχουμε κληθεί να ανταποκριθούμε σε καιρούς αστάθειας και αβεβαιότητας με υψηλού ρίσκου αποφάσεις που τις περισσότερες φορές απέδιδαν. Αλλά αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι διαφορετικό: είναι αφάνταστα κακό».
Τέτοιες φωνές ακούστηκαν πολλές στη διάρκεια του τετραήμερου συνεδρίου. Ο Ρίτσαρντ Μοσίσκι, ο οποίος έχει υπηρετήσει και ως επιστημονικός διευθυντής στο κέντρο αξιολόγησης και ανάπτυξης φαρμάκων του FDA, έδωσε και μια άλλη διάσταση: «Οι μεγάλες εταιρείες έχουν περισσότερες εναλλακτικές, επομένως μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Οι μικρότερες θα αναγκαστούν να στραφούν στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα. Επομένως, οι αλλαγές θα είναι συθέμελες». Και μολονότι δεν έλειψαν και απόψεις πιο αισιόδοξες, όπως της Κέλι Λίσμπακεν, γενικής διευθύντριας μεγάλης επενδυτικής εταιρείας – «Δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα. Ας μην ξεχνάμε τι περάσαμε στην πανδημία, με τη διακοπή των κλινικών δοκιμών, με τους επιστήμονες να μην μπορούν καν να πάνε στα εργαστήριά τους. Στις ΗΠΑ υπάρχουν ακόμα κεφάλαια για ανθρώπους με καλές ιδέες», στην πλειονότητά τους οι Ελληνες και ξένοι ηγέτες της βιοτεχνολογίας δεν έκρυψαν τη βαθιά ανησυχία τους για όσα συμβαίνουν και, κυρίως, για όσα διαφαίνεται ότι θα συμβούν στο άμεσο μέλλον. «Ο ακαδημαϊκός και ερευνητικός χώρος των ΗΠΑ υπήρξε εδώ και δεκαετίες ηγέτιδα δύναμη σε όλο τον κόσμο. Αυτό πλήττεται», τόνισε. «Δείτε τι συμβαίνει σε πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ, το Κολούμπια και το Penn. Μέσα σε λίγους μήνες, η διακυβέρνηση Τραμπ κατάφερε το αδιανόητο: δομικές αλλαγές που προκαλούν τεράστια ζημιά όχι μόνο στην επιστήμη αλλά και στην κοινωνία γενικότερα, σε όλη τη χώρα. Και δυστυχώς αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου…», επεσήμανε ο Ελληνοαμερικανός Τζορτζ Σκάνγκος, συνιδρυτής και πρόεδρος της Rezo Therapeutics, με έδρα το Σαν Φρανσίσκο.
«Ζωντανά» φάρμακα
Στο καθαρά επιστημονικό κομμάτι, εντυπωσιακή ήταν η ομιλία του Κλεάνθη Ξανθόπουλου –συνιδρυτή και διευθύνοντος συμβούλου της Shoreline Biosciences με έδρα το Σαν Ντιέγκο, προέδρου της Stork Capital Life Sciences και ιδρυτή της Regulus που πρόσφατα πωλήθηκε στη Novartis έναντι 1,7 δισ. δολ.– για το μέλλον των κυτταρικών θεραπειών, δηλαδή για τη χρήση γενετικώς τροποποιημένων κυττάρων των ίδιων των ασθενών, τα οποία θα φέρουν συγκεκριμένες πληροφορίες και οδηγίες, ως θεραπευτικού μέσου, ως ζωντανών φαρμάκων, αντί των συμβατικών. «Θα αλλάξουν ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα τον καρκίνο, τα αυτοάνοσα και τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις. Σε κάποιες μορφές καρκίνων η ανταπόκριση προσεγγίζει το 80%: είναι δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερη από όλες τις άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις», είπε στην «Κ».
Οκτώ χρόνια έπειτα από την πρώτη έγκριση κυτταρικής θεραπείας, συνολικά δεκαέξι είναι σήμερα διαθέσιμες στην αγορά. Οι πωλήσεις τους έφτασαν στα 5,4 δισ. δολάρια το 2024 και μέχρι το 2035 αναμένεται να ξεπεράσουν τα 30 δισ. ετησίως. Βέβαια, οι κυτταρικές θεραπείες προς το παρόν αντιμετωπίζουν αρκετά προβλήματα – και όχι μόνο λόγω του δυσβάσταχτου κόστους τους. Πού θα γίνεται η παραγωγή τους που απαιτεί πολύ αυστηρές προδιαγραφές; Πού και πώς θα χορηγούνται μια και αυτό πρέπει να γίνεται σε εξειδικευμένες δομές υγείας; Θα τις καλύπτουν τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες; Ο κ. Ξανθόπουλος εξέφρασε την αισιοδοξία ότι «μέσα στην επόμενη δεκαετία, χάρη στην ολοένα και πιο ακριβή επεξεργασία των γονιδίων, την αυτοματοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη, οι κυτταρικές θεραπείες θα είναι στην πρώτη γραμμή του πολέμου απέναντι σε πολλές νόσους: θα είναι πιο προσιτές στους ασθενείς, πιο ακριβείς, πιο αποτελεσματικές. Η επανάσταση της αναγεννητικής ιατρικής θα έχει συντελεστεί».

