Ηταν εκεί, στο προαύλιο της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων οι είκοσι και πλέον απόγονοι μυθικών Φιλελλήνων και κοίταζαν έκθαμβοι τις μακριές σειρές των παραταγμένων λευκοντυμένων Ευέλπιδων, την μπάντα, τους επισήμους, τους πρέσβεις των χωρών τους, την ηγεσία του Στρατού και του υπουργείου Αμυνας…
Ανασκίρτησαν στο άκουσμα του Εθνικού Υμνου κατά την έλευση της πολεμικής σημαίας, παρακολούθησαν σιωπηλοί την επιμνημόσυνη δέηση, δάκρυσαν κατά τους εννέα τιμητικούς κανονιοβολισμούς, όσοι και οι χώρες προέλευσής τους – Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Ιταλία, Πορτογαλία, Πολωνία…
Κανείς τους δεν περίμενε τις τιμές που τους αποδόθηκαν για τη συνεισφορά των προγόνων τους στην απελευθέρωση της Ελλάδας, στη δημιουργία του ελληνικού τακτικού Στρατού και Ναυτικού, στη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Φαβιέρος, Εϋνάρδος, Κόδρικτον, Τράιμπερ, Χάου, Νόρμαν, Βουτιέ, Ρεμπώ, Γκαμπίνι, Κιάπε, Ροκαβίλα, Γκράμσι, Χέιστινγκς, Μπελιέ, Ντ’ Αλμέιντα, Φορνέζης, Πικτέ ντε Ροσμόν, Μιρζιέφσκι, Ντε Λανουά…

Μορφές λησμονημένες -λίγες επιζούν ως ονόματα αθηναϊκών δρόμων. Οι συναρπαστικές ιστορίες τους αναβίωσαν στη διάρκεια εκείνης της ημέρας, της 9ης Μαΐου. Διότι μια ολόκληρη μέρα κράτησε η σπάνια γιορτή που οργανώθηκε από την Εταιρεία για τον Ελληνισμό και Φιλελληνισμό (ΕΕΦ), το Μουσείο Φιλελληνισμού, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, το ΓΕΕΘΑ και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, με ομιλίες, βραβεύσεις, ξεναγήσεις. Με το θυμικό στα ύψη, περιεργάζονταν την ομάδα των αναβιωτών που φορούσαν τις ακριβείς στολές των μαχόμενων Φιλελλήνων και έφεραν τα αυθεντικά τους όπλα, μιλούσαν ενθουσιασμένοι για τους μακρινούς συγγενείς που γνώρισαν μέσα από αντικείμενα, κείμενα, σχέδια, πίνακες, βιβλία, αλλά και για τη μοναδική στα ιστορικά χρονικά, μεγάλη εικόνα που είδαν συνεπαρμένοι να συντίθεται εμπρός τους.
Ηταν ένα είδος ισχυρής υπενθύμισης στους ταραγμένους καιρούς μας των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, των πολέμων και διαιρέσεων, σε μια στιγμή που η νέα ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική αναζητά μία κοινή υπερεθνική ταυτότητα, ότι εκείνο που συνέβη κατά τον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας από την οθωμανική αυτοκρατορία, είναι φλέγον σημερινό ζητούμενο: η ένωση ακόμη και αντιμαχόμενων δυνάμεων κάτω από κοινές υψηλές αξίες. «Αποκορύφωση της στράτευσης των φιλελλήνων ήταν η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, ίσως η πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας που στόλοι υπερδυνάμεων της εποχής συμπαρατάσσονται όχι για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των χωρών τους αλλά για να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός νέου εθνικού κράτους, της νέας Ελλάδας», θύμισε ο Νίκος Δένδιας. «Νέοι άνθρωποι από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ξεχνούν τις μεταξύ τους έχθρες και διαφορές και έρχονται στην Ελλάδα για να εκδηλώσουν μια πρωτόγνωρη αλληλεγγύη και να πολεμήσουν κάτω από τη σημαία του κοινού τους πολιτισμού, του πολιτισμού μας» είπε ο Κωνσταντίνος Βελέντζας, ιδρυτής και πρόεδρος της ΕΕΦ και του Μουσείου Φιλελληνισμού.

«Η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα μας» είπε στην «Κ» ο Μπρούνο Φαμπιέ, απόγονος του Σαρλ-Νικολά Φαμπιέ, του Κάρολου Φαβιέρου, μετά την παραλαβή του διπλώματος και του βραβείου του από τον διοικητή της ΣΣΕ, Αναστάσιο Πολύχρονο στο αμφιθέατρο της Σχολής «Υποστράτηγος Αλέξανδρος Ξηρός». «Στην οικογένεια είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτόν» συνεχίζει ο κ. Φαμπιέ. «Ο πρόγονός μου ήταν αξιωματικός στο στρατό του Ναπολέοντα, όμως συγκρούστηκε με το καθεστώς υπερασπιζόμενος με πάθος τις φιλελεύθερες ιδέες, και βρέθηκε το 1823 να πολεμάει στο πλευρό των Ελλήνων, να συγκεντρώνει χρήματα από τους Γάλλους υποστηρικτές της Ελληνικής Επανάστασης και να στρατολογεί εθελοντές. Φόρεσε από την πρώτη στιγμή φουστανέλα και μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι και πάλεψε όσο κανείς για να ανασυγκροτήσει τακτικό ελληνικό στρατό, καθώς πίστευε ότι αποτελούσε το πρώτο βήμα για τη δημιουργία ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους. Εχτισε το αρχηγείο του στα Μέθανα, την Τακτικούπολη, πολέμησε στο Χαϊδάρι, στην Κάρυστο, προσπάθησε να απελευθερώσει τη Χίο. Ηταν πολύ αγαπητός, οι στρατιώτες του τον φώναζαν πατέρα. Τα τελευταία του λόγια ήταν για την Ελλάδα». Το 1826 ο Φαβιέρος πέτυχε να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό γύρω από την Ακρόπολη με 500 άνδρες ζωσμένους με πάνινους σάκους γεμάτους πυρίτιδα για τους οχυρωμένους στον Ιερό Βράχο πολιορκημένους Ελληνες.

Οι διαδρομές των Φιλελλήνων στην εξεγερμένη Ελλάδα διασταυρώνονταν συχνά. Δύσκολα ξεχωρίζει κανείς τη ζωή και τη δράση του ενός από του άλλου. Ο Γερμανός Ερρίκος Τράιμπερ ήταν ο «γιατρός του Αγώνα». Κατατάχθηκε στο τακτικό Σώμα στο Πέτα, ήταν δίπλα στον Λόρδο Βύρωνα όταν εκείνος αρρώστησε και πέθανε. Συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες μάχες, στα χέρια του πέθανε ο Καραϊσκάκης. Χρημάτισε γιατρός του ατμόπλοιου Καρτερία, οργάνωσε το νοσοκομείο της Ακροναυπλίας κι όταν δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, αυτός διενήργησε και υπέγραψε την ιατροδικαστική έκθεση. Κάθε μέρα, επί έξι χρόνια, ο Τράιμπερ έγραφε στο ημερολόγιό του όσα συνέβαιναν στις μάχες. Εσωσε χιλιάδες ζωές. Το 1835, μετά το γάμο του με τη Σάντα Οριγώνη, έγινε ο πρώτος αρχηγός της Υγειονομικής Υπηρεσίας Στρατού, σχεδίασε το πρώτο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, εισήγαγε στην Ελλάδα την αναισθησιολογία, υπήρξε ο πρώτος καθηγητής χειρουργικής στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έσωσε χιλιάδες κατά την επιδημία χολέρας στην Αθήνα το 1854, υπήρξε γιατρός του Οθωνα. Ο Τράϊμπερ απέκτησε έξι παιδιά. Η μεγαλύτερη κόρη του, Ρόζα παντρεύτηκε τον Πέτρο Κιάπε, γιό ενός άλλου Φιλέλληνα και αγωνιστή της επανάστασης του 21, του Ιωσήφ Κιάπε.

Ο Ιωσήφ Κιάππε, Ιταλός δικηγόρος, μέλος των Καρμπονάρων, διέφυγε στην Υδρα το 1819 με την οικογένειά του και διορίστηκε εκπαιδευτής στη «Ναυτική Σχολή της Υδρας». Στην Επανάσταση πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις δίπλα στον Αναστάσιο Τσαμαδό με το μπρίκι «Αγαμέμνων». Εξέδιδε τις εφημερίδες «Ο Φίλος του Νόμου» και «Abeille Grecque» (Ελληνική Μέλισσα). Επί Καποδίστρια διορίστηκε στο δικαστικό σώμα, όπως και ο γιος του Πέτρος, που έφτασε στο βαθμό του Αρεοπαγίτη. Μιλάμε με τον Χρήστο Παρασκευόπουλο και την Αλέξια Μπογδάνου που είναι απόγονοι των Τράιμπερ και Κιάππε. «Ο Τράιμπερ ήταν γόνος πλούσιου αριστοκράτη, γιατρός χειρουργός και είχε τα πάντα στη Γερμανία. Και όμως τα θυσίασε για την ελευθερία των Ελλήνων» λέει ο Χρήστος Παρασκευόπουλος. «Θέλω να ευχηθώ η Ελλάδα μας να έχει πάντα τέτοιους φιλέλληνες να την υποστηρίζουν» συμπληρώνει η Αλέξια, και προσθέτει. «Το αρχείο των δύο οικογενειών οργάνωσε ο θείος μας Νίκος Αποστολίδης, 98 χρονών, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ. Ο πρόγονός του διασώθηκε από το πλήρωμα του “Αγαμέμνονα” όταν ήταν 9 ετών και αργότερα παντρεύτηκε την εγγονή του Ιωσήφ Κιάπε. Από αυτόν γνωρίζουμε σήμερα τα πάντα».

Μερικοί από τους απογόνους έχουν μελετήσει σε βάθος τη δράση των προγόνων τους και έχουν συγγράψει βιβλία, όπως ο Αλμπέρτο Ροκαβίλα, για τον πρόγονό του Μικέλε Ροκαβίλα, που ήρθε στην Ελλάδα το 1825, ανέλαβε ταγματάρχης στο τακτικό στρατό, έσωσε τους συμπολεμιστές του στη μάχη του Χαϊδαρίου, όμως αρρώστησε βαριά και πέθανε στην Τακτικούπολη το 1827. Ή όπως η Ζανίν Τζουντιτσέλι, που ξέρει τα πάντα για τον πρόγονό της Κορσικανό Πασκουάλε Γκαμπίνι, σημαιοφόρο του τάγματος των Φιλελλήνων, που οι Ελληνες ονόμαζαν «τάγμα του Πασχάλη».

Ο Γκαμπίνι συνελήφθη στη μάχη του Αναλάτου. Καθώς ήταν ψηλός και όμορφος, οι Τούρκοι τον πέρασαν για τον Βρετανό ναύαρχο Τόμας Κόχραν, φόβο και τρόμο των θαλασσών, και θα τον άφηναν ελεύθερο, όμως εκείνος επέμενε να μείνει με τους συντρόφους του. Εστειλαν τα κεφάλια τους στην Κωνσταντινούπολη, δώρο στον Σουλτάνο, μαζί με ένα καρβέλι ψωμί ζυμωμένο με το αλεύρι της αμερικανικής βοήθειας. «Μου έλεγε η θεία μου ότι έχουμε πρόγονο έναν Γκαμπίνι, αγωνιστή του 1821» λέει η Ζανίν. Αρχισα να μελετάω τη ζωή του όταν έγραφα τη διατριβή μου για τους Ελληνες που έφτασαν από τη Μάνη στην Κορσική το 1675. Εμαθα ελληνικά και ενέταξα στο διδακτορικό μου ένα κεφάλαιο για τον Φιλελληνισμό, προσθέτοντας μια συγκινητική παράλληλη ιστορία. Οταν ξέσπασε το 2007 η μεγάλη πυρκαγιά στο Οίτυλο με έξι θύματα, οι Μανιάτες της Κορσικής συγκέντρωσαν και έστειλαν χρήματα στο χωριό που εγκατέλειψαν, το Οίτυλο, 350 χρόνια πριν».
Η γιορτή στην Ευελπίδων κλείνει με ομιλίες καθηγητών της Σχολής, του Ν. Τόμπρου για τους Πολωνούς φιλέλληνες, του Ν. Κανελλόπουλου για την επιχείρηση του Φαβιέρου στη Χίο, της Χριστίνας Μανωλέα για την ακαδημαϊκή κοινότητα των Γερμανών φιλελλήνων, της Σύλβια Κατούντα για τη δημιουργία του ελληνικού τακτικού στρατού από τους Γάλλους φιλέλληνες, της Βαρβάρας Σπίνουλα για τον σπουδαίο Βρετανό κυβερνήτη της Καρτερίας, Φρανκ Αμπνεϊ Χέιστινγκς. Ολοι οι απόγονοι είναι ακόμη εκεί. Η Ελισάβετ και η Περσεφόνη Ζαχαροπούλου, απόγονοι του Βελέμ Μπελιέ Ντε Λανουά, γαλλικής καταγωγής Γερμανού αξιωματικού του πρωσικού στρατού, που παντρεύτηκε Μεσολογγίτισσα και έπεσε ηρωικά στην έξοδο του Μεσολογγίου το 1826.

Η Αγκελα Λίμαν, απόγονος του Γερμανού στρατηγού Κάρολου Νόρμαν, της ψυχής του Τάγματος των Φιλελλήνων, που έσωσε το Νεόκαστρο από επίθεση του Τουρκικού στόλου. Τραυματίστηκε στη μάχη του Πέτα και πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα στο Μεσολόγγι. Η Λουκία Παπαϊωάννου-Φορνέζη, απόγονος του Ανρί Φορνεζί, Ελβετού στρατιωτικού που ήρθε σε ηλικία 25 ετών να πολεμήσει στην Ελλάδα και συνέγραψε την πρώτη ιστορία των Φιλελλήνων.

Η ομήγυρη διαλύεται αργά. Βρισκόμαστε ξανά στη Βουλή, όπου ο Θοδωρής Κουτσογιάννης, έφορος της συλλογής έργων τέχνης της Βουλής ξεναγεί την ομάδα στην έκθεση «Αντικρίζοντας την Ελευθερία» και στα σπάνια βυρωνικά εκθέματα, δάνεια από το Μουσείο Φιλελληνισμού, στην αίθουσα των Υπασπιστών. Περιμένοντας τον Πρόεδρο της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη, στο Εντευκτήριο του Μεγάρου για ένα σύντομο χαιρετισμό, πιάνουμε ξανά τη συζήτηση για τους απογόνους.

Η Γκίλιαν Σω Κέλογκ και ο ξάδελφός της Νάθαν Τίκνορ, απόγονοι του σημαντικότερου Αμερικανού φιλέλληνα, γιατρού Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου, διηγούνται την ιστορία με το κράνος-περικεφαλαία του Λόρδου Βύρωνα, με το οποίο έπαιξαν όλα τα παιδιά της οικογένειας, μέχρι που η άτεκνη νεότερη κόρη του Χάου, Μωντ, συγγραφέας τιμημένη με το βραβείο Πούλιτζερ, το έφερε πίσω στην Ελλάδα το 1925 και το δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.

Μετά το θάνατο του Βύρωνα, ο Αμερικανός υπασπιστής του Τζορτζ Τζάρβις είχε παραδώσει προσωπικά αντικείμενα του Βύρωνα στον Χάου, ψυχή του αμερικανικού φιλελληνικού κινήματος. Με αυτά ο Χάου ταξίδευε από πολιτεία σε πολιτεία των ΗΠΑ και συγκέντρωνε χρήματα για τον Αγώνα. Ο Χάου έμεινε στην ιστορία ως ο «Lafayette της Ελληνικής Επανάστασης». Πολέμησε σε στεριά και θάλασσα, υπήρξε αρχίατρος του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, χρηματοδότησε την κατασκευή του πρώτου λιμανιού της Αίγινας, δημιούργησε στα Εξαμίλια Κορίνθου μια γεωργική κοινότητα για τους Ελληνες πρόσφυγες, έχτισε σχολείο στα Μέγαρα, στήριξε με τη σύζυγό του Τζούλια Γουόρντ, τους Κρήτες επαναστάτες.

Η Πασκάλ-Ντελφίν Οράν ντε Σανσί και η κόρη της Ελουάζ Μπερν-Αμάρ, απόγονοι του Ολιβιέ Βουτιέ, εκείνο που κυρίως ήξεραν γι’ αυτόν ήταν ότι ως νεαρός δόκιμος του γαλλικού πολεμικού ναυτικού είχε παραβρεθεί στην ανακάλυψη της Αφροδίτης της Μήλου. Μετά έμαθαν τα πάντα για τη συμμετοχή του στον ελληνικό Αγώνα. Ηταν συνταγματάρχης του ελληνικού πυροβολικού, οργάνωσε την άμυνα της Υδρας, συμμετείχε στις πολιορκίες της Τριπολιτσάς, της Πάτρας, της Κορίνθου, στη μάχη του Πέτα. Εγραψε τα Απομνημονεύματα του Αγώνα. Οι επιστολές που έστελνε στη διάσημη κ. Ρεκαμιέ, έγιναν βιβλίο για τη χρηματοδότηση των αναγκών της επανάστασης.
Ο Βενσάν Τουζ, απόγονος του Μαξίμ Ρεμπώ, μεγάλωσε με τον πίνακα του προγόνου του ντυμένου με ελληνική στρατιωτική στολή. Κι αυτός αξιωματικός του πυροβολικού, με συμμετοχή σε όλες της μεγάλες μάχες, ήταν μεταξύ των 25 φιλελλήνων που επέζησαν από τη μάχη του Πέτα. Επέστρεψε στη Γαλλία, εξέδωσε το δίτομο έργο «Αναμνήσεις από την Ελλάδα» και επανήλθε με το σώμα των 14.000 Γάλλων που οργάνωσαν την αποχώρηση των Οθωμανών, ως τυπογράφος του. Αργότερα εξέδωσε τις εφημερίδες Le Courrier d’Orient και Le Courier de la Grèce. Διορίστηκε πρόξενος της Γαλλίας στην Αρτα, στη συνέχεια στην Κύπρο και στην Αϊτή.
Η μνήμη του Μικέλε Γκράμσι, του Ιταλού αξιωματικού από τη Νάπολη με καταγωγή από τη Χειμάρα της Βορείου Ηπείρου, που ως επικεφαλής του τακτικού Πυροβολικού, πολέμησε σε Νεόκαστρο, Δερβενάκια, Ναύπλιο, Τριπολιτσά, και με το πέρας της εθνεγερσίας συνέχισε να υπηρετεί ως αξιωματικός στον ελληνικό στρατό, έχει διατηρηθεί ζωντανή επί τέσσερις γενιές στο σπίτι του Δημήτρη Ιωαννίδη. Ολη η σειρά των κειμηλίων, που διέσωσε η μητέρα του, έχουν βρει πλέον τη μόνιμη θέση τους στο Μουσείο Φιλελληνισμού.
«Ο πρόγονός μου, Αντόνιο ντ’ Αλμέιντα, φτασμένος στρατηγός στην Πορτογαλία, ήρθε στην Ελλάδα το 1825 σε ηλικία 45 χρονών. Οργάνωσε το ελληνικό Ιππικό και υπηρέτησε ως στρατιωτικός διοικητής του Μεσολογγίου, αγωνίστηκε για τη χώρα. Στην οικογένειά μου έχουμε τα ίδια ιδανικά» λέει ο Απόστολος Παπαδόπουλος-Αλμέιντα. Ο Αντόνιο ντ’ Αλμέιντα παντρεύτηκε την αδελφή του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Ζωή, με την οποία, απέκτησε δύο γιούς. «Ο ένας εξ αυτών, ο Εμμανουήλ, έκανε 13 παιδιά, ένα εκ των οποίων ήταν ο παππούς μου».

«Το πλούσιο αρχείο του προγόνου μου, Ζαν-Γκαμπριέλ Εϋνάρδου, ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας, ανακάλυψε ο πατέρας μου στα 60 του. Και αφοσιώθηκε στη μελέτη του μέχρι τα 75 που πέθανε», αναφέρει ο Ιγκ Εϊνάρ. Ο Εϋνάρδος ήταν τραπεζίτης, διπλωμάτης, επιχειρηματίας, στενός φίλος του Καποδίστρια, ανιψιός και βοηθός του Φιλέλληνα διπλωμάτη Σαρλ Πικτέ ντε Ροσμόν, ο απόγονος του οποίου, γνωστός Ελβετός τραπεζίτης (τράπεζα Pictet), ήταν μεταξύ των τιμώμενων απογόνων.

«Ο Εϋνάρδος είχε μετατρέψει το σπίτι του στη Γενεύη σε στρατηγείο του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού και χρηματοδοτούσε γενναία τον ελληνικό Αγώνα. Κατέβαινε ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα του στα λιμάνια και επέβλεπε τη φόρτωση στα πλοία των τροφίμων και των πολεμοφοδίων που στέλνονταν στους αγωνιζόμενους Ελληνες», συμπληρώνει ο Ιγκ Εϊνάρ. Βρισκόμαστε τώρα στο Μουσείο Φιλελληνισμού και ο κ. Βελέντζας ξεναγεί την ομάδα. Ο κ. Εϊνάρ τον πλησιάζει και λέει: «Είμαι 83 ετών. Δεν γνωρίζω πόσο θα ζήσω ακόμη. Θέλω να αναλάβει προοδευτικά ο γιός μου τη συνεργασία με την ΕΕΦ και το Μουσείο», και του δίνει ένα σημείωμα με τα στοιχεία του.

Πάνω από 20 απόγονοι, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, δέθηκαν στενά. «Μάλιστα οργάνωσαν ένα group με την ονομασία 1821 για να διατηρήσουν τη φιλία τους, να μυήσουν τα παιδιά τους, να αναζητήσουν κειμήλια προγόνων τους για το Μουσείο μας και να εντοπίσουν και άλλους απογόνους. Θα εκδίδουν και ένα Newsletter για να κρατάνε επαφή» λέει ο κ. Βελέντζας. Τέλος γιορτής και μια νέα αρχή.

