Την ανάγκη η νέα Εθνική Στρατηγική για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας και της Παραβατικότητας Ανηλίκων, που παρουσιάστηκε στις 5 Μαΐου από την κυβέρνηση, να συνοδεύεται από τρεις βασικές προϋποθέσεις, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει επιπλέον κύρος -όπως ρητά προβλέπεται σε αυτήν- και να εφαρμοστεί στην πράξη, τονίζει στην «Κ» η βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου.
«Η Στρατηγική θα πρέπει να συνοδευτεί από αντίστοιχη οικονομική μελέτη με πρόβλεψη ως προς τη μεταφορά των αναγκαίων πιστώσεων μεσομακροπρόθεσμα. Επίσης, θα πρέπει να προσδιοριστούν συγκεκριμένοι δείκτες για την παρακολούθησή της, καθώς και να καθοριστεί το πλαίσιο εποπτείας της υλοποίησής της», λέει η Συνήγορος, σημειώνοντας πως σε κάθε άλλη περίπτωση, «υπάρχει κίνδυνος η προσπάθεια αυτή να παραμείνει σχέδιο επί χάρτου».
Το Σχέδιο το οποίο εμπλέκει 10 υπουργεία και τους εποπτευόμενους φορείς τους, περιλαμβάνει συνολικά 69 δράσεις και αφορά ένα χρονοδιάγραμμα πενταετίας. Στα βασικά του σημεία για την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού είναι η υλοποίηση του μέτρου της αποβολής εντός σχολείου με θεσμοθέτηση της «κοινωνικής εργασίας» στο σχολικό περιβάλλον και η λειτουργία δέκα τεχνικών γυμνασίων σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας. Ειδικά για τη διαδικτυακή βία, στόχος είναι η θεσμοθέτηση της «ψηφιακής ενηλικίωσης» στην ηλικία των 15, καθώς και η διαμόρφωση μηχανισμών ελέγχου για την ηλικιακή ταυτοποίηση των χρηστών.

Θετική αποτίμηση, προβληματικές αντιφάσεις
«Συνολικά η νέα Στρατηγική αποτιμάται θετικά», σχολιάζει η κ. Κουφονικολάκου, τονίζοντας ωστόσο πως αυτό το θετικό πρόσημο υπονομεύεται σοβαρά από μέτρα που ήδη εφαρμόστηκαν -όσο αυτή εκπονούνταν- και έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενό της.
«Σε αυτά τα μέτρα συγκαταλέγονται η διεύρυνση των περιπτώσεων περιορισμού ανηλίκων σε σωφρονιστικό κατάστημα με την τροποποίηση του άρθρου 127 ΠΚ, η οποία έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του αριθμού των ανηλίκων που βρίσκονται σε φυλακή υπό εξαιρετικά ακατάλληλες και ανασταλτικές της κοινωνικής τους επανένταξης συνθήκες. Ο φόβος είναι -όπως αναφέρει και η Στρατηγική- ότι το ποσοστό υποτροπής αυτών των παιδιών, δηλαδή εγκλωβισμού τους στην παραβατικότητα θα είναι πολύ υψηλό.
«Οσο εκπονούνταν η Στρατηγική, υπήρξε αυστηροποίηση των παιδαγωγικών μέτρων στα σχολικά περιβάλλοντα χωρίς αξιολόγηση επιπτώσεων».
Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται επίσης, η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 124 ΠΚ που παρέχει τη δυνατότητα αντικατάστασης αναμορφωτικών μέτρων με ποινή, παρακάμπτοντας -μεταξύ άλλων- την αρχή του δεδικασμένου και προσδίδοντας για άλλη μια φορά, έναν απρόσφορα τιμωρητικό χαρακτήρα στο δίκαιο ανηλίκων, που όμως οφείλει να διέπεται από την αρχή της αγωγής και όχι της τιμωρίας, πάντοτε με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού», τονίζει και στο ίδιο πνεύμα προσθέτει ότι όσο εκπονούνταν η Στρατηγική, υπήρξε αυστηροποίηση των παιδαγωγικών μέτρων στα σχολικά περιβάλλοντα.
«Αυστηροποιήθηκαν χωρίς αξιολόγηση επιπτώσεων, διαβούλευση με τα παιδιά και χωρίς εν τέλει, κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικά αποτελέσματα στην εκπαιδευτική συμπερίληψη των μαθητών και μαθητριών», αναφέρει και προσθέτει: «Αυτή η προβληματική αντίφαση προκαλεί σύγχυση και αποδυναμώνει στην πραγματικότητα το έργο της Επιτροπής».
Φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη
Για τη Συνήγορο του Παιδιού, είναι κρίσιμο πάντως ότι οι συντάκτες της Στρατηγικής, «φωτίζουν» τη διάσταση της φιλικής -προς τα παιδιά- δικαιοσύνης και τονίζουν ότι τα συστήματα τα οποία επικεντρώνονται στη μείωση της ποινικοποίησης και του εγκλεισμού των παιδιών είναι εκείνα που στην πράξη θα φέρουν θετικά αποτελέσματα.
«Υπό το πρίσμα αυτό, ιδιαίτερα αξιόλογα είναι αρκετά στοιχεία του σχεδιασμού, όπως η ανάπτυξη προγραμμάτων αποκαταστατικής δικαιοσύνης, η εκπόνηση και καθιέρωση πρωτοκόλλων ενεργειών και εργαλείων ατομικής αξιολόγησης και προσδιορισμού των ειδικών αναγκών προστασίας για παιδιά θύματα κ.ά.», επισημαίνει.
Ποιες προτάσεις του Συνηγόρου ενσωματώθηκαν
Κατά τη διάρκεια της εκπόνησης του Σχεδίου, ο Συνήγορος ήρθε σε επαφή με την Επιτροπή υποβάλλοντας εγγράφως προτάσεις, πολλές εκ των οποίων ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο της Στρατηγικής. Σε αυτές, σύμφωνα με την κ. Κουφονικολάκου, περιλαμβάνονται η ενίσχυση των αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων με τις Μονάδες Μέριμνας Νέων, η προσθήκη διατάξεων στη σωφρονιστική νομοθεσία για τους ανήλικους κρατουμένους -ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξειδικευμένες ανάγκες τους-, η εκπόνηση φιλικού, προς τα παιδιά, οδηγού πληροφόρησης σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων τους και τον τρόπο συμμετοχής τους στην ποινική διαδικασία, η σύσταση κοινωνικών υπηρεσιών στα Πρωτοδικεία για την πλήρη και γρήγορη διερεύνηση περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης, η ενίσχυση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας για τα παιδιά και τις οικογένειες στην κοινότητα, η αύξηση του αριθμού των ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, καθώς και η επέκταση του θεσμού της σχολικής διαμεσολάβησης. Στο ίδιο Σχέδιο έχουν ενσωματωθεί και κάποιες διαχρονικές συστάσεις της Αρχής, όπως η επέκταση και ενίσχυση της λειτουργίας των Σπιτιών του Παιδιού για τη δικανική εξέταση παιδιών θυμάτων βίας.
Η ίδια στέκεται ωστόσο στη θέσπιση της πιλοτικής λειτουργίας 10 Τεχνικών Γυμνασίων σε «επιλεγμένες περιοχές της χώρας», όπου παρατηρούνται πιο έντονα φαινόμενα βίας και παραβατικής δράσης, με στόχο τον περιορισμό τους. Δείχνει επιφυλακτική και τονίζει ότι υπάρχουν σημεία σε αυτή την παρέμβαση που χρήζουν αποσαφήνισης.
«Είναι σημαντικό να αποφύγουμε τη δημιουργία σχολείων πολλαπλών ταχυτήτων. Ενώ περιλαμβάνονται ορισμένες εγγυήσεις και έχουν διατυπωθεί διαβεβαιώσεις ότι αυτά τα σχολεία δεν θα μετατραπούν σε σχολικές μονάδες – γκέτο, κρίνω ότι βιωματικές δράσεις ή υψηλής αποτελεσματικότητας εργαλεία διαφοροποιημένης διδασκαλίας θα έπρεπε να υιοθετηθούν οριζόντια και καθολικά στην εκπαίδευση χωρίς διαχωρισμούς, δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε παιδί να αναπτύξει τις δεξιότητές του και να ενταχθεί ομαλά σ’ ένα ευέλικτο και συμπεριληπτικό σχολείο. Εκτιμώ ότι θα χρειαστεί αυξημένη εγρήγορση και περαιτέρω εγγυήσεις κατά την υλοποίηση της συγκεκριμένης πρότασης», τονίζει η κ. Κουφονικολάκου.
Εμφαση στη πρόληψη
Σχολιάζοντας το μέτρο της αποβολής και της υποχρεωτικής «κοινωνικής εργασίας» μέσα στο σχολικό περιβάλλον για τους μαθητές που εκφοβίζουν, η Συνήγορος, βασιζόμενη στην εμπειρία της από σχολεία, εφιστά τον κίνδυνο της τιμωρητικής προσέγγισης, αντί της πρόληψης.
«Ελπίζω να επιδειχθεί μέριμνα, ώστε αυτό να μην συμβεί στην πράξη», σημειώνει προσθέτοντας πως ο Συνήγορος επιμένει τόσο στην αξιολόγηση των αναγκών των παιδιών που εκδηλώνουν ένταση όσο και στην αξιοποίηση των θεσμικών εργαλείων τα οποία προσφέρει το δημοκρατικό σχολείο, ώστε να εξασφαλίσει ότι τα μέλη της σχολικής κοινότητας έχουν από κοινού δεσμευθεί στον σχολικό κανονισμό, γνωρίζοντας τους όρους και τις συνέπειες σε περιπτώσεις παρέκκλισης.
«Οταν τα παιδιά συμμετέχουν ουσιαστικά σε αυτό το “συμβόλαιο” μπορούν να εργαστούν για το σχολείο και με αυτό, χωρίς να επιτείνεται η αίσθηση αποκλεισμού τους».
«Οταν τα παιδιά συμμετέχουν ουσιαστικά σε αυτό το “συμβόλαιο” μπορούν να εργαστούν για το σχολείο και με αυτό, χωρίς να επιτείνεται η αίσθηση αποκλεισμού τους. Επομένως, αν οι προβλέψεις αυτές εφαρμοστούν αντί της αποβολής, σε διαβούλευση με μαθήτριες και μαθητές, αποκτούν μία μη τιμωρητική και αποκαταστατική διάσταση. Αν όμως, επιβληθούν άνωθεν αυταρχικά και εφαρμοστούν στιγματιστικά, τότε ενδέχεται να οδηγηθούμε στην παγίωση της περιθωριοποίησης συγκεκριμένων παιδιών και στην εμπέδωση της καχυποψίας τους απέναντι στο σχολείο», εξηγεί.
Επιμόρφωση της ΕΛ.ΑΣ.
Αναφερόμενη στον κρίσιμο ρόλο της Αστυνομίας για την προάσπιση του συμφέροντος των παιδιών η κ. Κουφονικολάκου εστιάζει στην πρόταση του Συνηγόρου να εκδοθούν και να κοινοποιηθούν σαφείς οδηγίες σε όλες τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, που έρχονται σε επαφή με ανηλίκους, με έμφαση στην αξιοποίηση της προσαγωγής παιδιών μόνο εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαία. Θα πρέπει, όπως λέει, να αποφεύγονται μαζικοί έλεγχοι και προσαγωγές σε χώρους συνάθροισης ανηλίκων, χωρίς τη σύνδεση με συγκεκριμένα περιστατικά και χωρίς ενδείξεις εμπλοκής σε αυτά.
«Ως Αρχή τονίσαμε ότι η ανηλικότητα δεν μπορεί να θεωρείται ως εξ ορισμού επαρκής λόγος για τον περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος συνάθροισης των ανηλίκων, λαμβάνοντας υπόψη ότι το τελευταίο παρεμποδίζεται με τις προληπτικές παρεμβάσεις των αστυνομικών αρχών. Δύο ακόμη σημεία ανησυχίας με βάση στοιχεία που έχουν συλλεγεί από την Ανεξάρτητη Αρχή, είναι ότι οι έλεγχοι διενεργούνται από μεγάλο αριθμό μη ειδικά εκπαιδευμένων στελεχών στης Αστυνομίας και ότι καταγράφονται προσαγωγές και συλλήψεις παιδιών κάτω των 12 που δεν υποχρεούνται να φέρουν ταυτοποιητικά έγγραφα και είναι ποινικά αδιάφορα», τονίζει η ίδια. Οπως λέει, θα πρέπει να ενισχυθεί το φιλικό πρόσωπο της Αστυνομίας στα παιδιά, σε χώρους όπου συχνάζουν ανήλικοι, όποτε και όπου χρειάζεται με διακριτικότητα, με τρόπο που να ενισχύει το αίσθημα εμπιστοσύνης και να μη λειτουργεί εκφοβιστικά προς τα παιδιά.
«Επίσης, προτείναμε την επιμόρφωση του συνόλου του στελεχιακού δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ σε ζητήματα αλληλεπίδρασης με παιδιά και αξιολόγησης των αναγκών τους με βασικό άξονα τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους», καταλήγει.
Kids Wallet: «Θα κριθεί στην πράξη»
Από την περασμένη εβδομάδα, στο πλαίσιο της νέας Στρατηγικής για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας και της Παραβατικότητας Ανηλίκων, τέθηκε σε λειτουργία η εφαρμογή Kids Wallet, ένα ψηφιακό εργαλείο που συνδυάζει γονικό έλεγχο, επιβεβαίωση ηλικίας και ψηφιακή ταυτότητα για ανηλίκους. Μέσω αυτής, δεν επιτρέπεται η χρήση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε χρήστες κάτω των 15 ετών, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των γονέων ή όσων ασκούν την επιμέλεια, ενώ παράλληλα δίνεται η δυνατότητα στους γονείς να μειώσουν τον χρόνο πρόσβασης των παιδιών σε αυτά και να ενημερωθούν για τυχόν κακή χρήση ή κατάχρηση.
«Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην προστασία και στον έλεγχο σχετίζεται με τις οικογενειακές σχέσεις, την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης και του διαλόγου, καθώς και με το να ακούμε τη γνώμη του παιδιού», σχολιάζει η κ. Κουφονικολάκου, επισημαίνοντας πάντως πως το συγκεκριμένο μέτρο θα κριθεί στην πράξη.
«Οσο εξηγούμε στο παιδί και συνεργαζόμαστε μαζί του, οριοθετώντας με σαφήνεια, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος».
«Η Επιτροπή για την προστασία της ψυχικής υγείας των ανήλικων καταναλωτών, στην οποία προεδρεύει εκπρόσωπος του Συνηγόρου, έχει στο παρελθόν προτείνει τη δημιουργία ειδικών δωρεάν προγραμμάτων και εφαρμογών, που να διευκολύνουν τον έλεγχο της χρήσης. Πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά τα εργαλεία, κομβικής σημασίας είναι η συστηματική και συνεκτική ενδυνάμωση των ίδιων των παιδιών στα δικαιώματά τους με βιωματικό τρόπο και η ενίσχυση της κριτικής τους σκέψης και της συναισθηματικής τους νοημοσύνης, προκειμένου, εντός και εκτός ψηφιακού περιβάλλοντος, να ξεχωρίζουν και να αντιστέκονται, μεταξύ άλλων, στα fake news, τη ρητορική μίσους, την αναπαραγωγή έμφυλων στερεοτύπων, τις πρακτικές παραπλάνησης ψηφοφόρων ή καταναλωτών και να ζητούν βοήθεια σε περίπτωση εκφοβισμού, grooming και εν γένει σεξουαλικής κακοποίησης», εξηγεί η κ. Κουφονικολάκου και καταλήγει: «Οσο εξηγούμε στο παιδί και συνεργαζόμαστε μαζί του, οριοθετώντας με σαφήνεια, τόσο μειώνεται αυτός ο κίνδυνος».

