Ενώπιον της έδρας στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ο 20χρονος προσπάθησε να αποποιηθεί κάθε ευθύνη. Υποστήριξε ότι παρασύρθηκε από την ορμή του πλήθους και ότι είχε μετανιώσει οικτρά. Ισχυρίστηκε ότι ντρέπεται για την πράξη του και ζητούσε συγγνώμη. Στο βιογραφικό που επικαλέστηκε, ανέφερε ότι είναι παιδί πολύτεκνης οικογένειας, με ποντιακές ρίζες από την πλευρά της μητέρας του και σπουδαστής σε ΙΕΚ. Δεν έπεισε.
Ηταν 23 Μαΐου 2018 όταν ο νεαρός καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 14 μηνών για διατάραξη κοινής ειρήνης και διακεκριμένη περίπτωση φθοράς. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης. Συμμετείχε, όπως αποδείχθηκε και στο δικαστήριο, στη βίαιη επίθεση κατά του τότε δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, στον Λευκό Πύργο, από ακροδεξιούς. Επτά χρόνια μετά, το ίδιο πρόσωπο έχει ταυτοποιηθεί ως ένα από τα βασικά μέλη της ακροδεξιάς ομάδας Εθνικιστική Νεολαία Θεσσαλονίκης (ΕΝΕΘ), γνωστής και ως Defend Salonica. Σύμφωνα με τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί από τις αστυνομικές αρχές, του αποδίδεται σημαντικός ρόλος. Φέρεται να συντονίζει τα μέλη της και να λειτουργεί καθοδηγητικά προς αυτά.
Τουλάχιστον άλλα δύο φερόμενα ως βασικά μέλη της ΕΝΕΘ είχαν κατηγορηθεί για την επίθεση κατά του Μπουτάρη τον Μάιο του 2018. Σύμφωνα με δικαστικές αποφάσεις που είναι σε γνώση της «Κ», ένας εξ αυτών αθωώθηκε στο δικαστήριο πέντε χρόνια αργότερα. Υποστήριξε ότι βρισκόταν σε απόσταση 30 μέτρων από το αυτοκίνητο του δημάρχου. Ο εισαγγελέας της έδρας διευκρίνισε ότι από το διαθέσιμο οπτικό υλικό στο σημείο της επίθεσης ο κατηγορούμενος εικονιζόταν να χτυπάει το όχημα του δημάρχου. Υπήρχε, όμως, αμφιβολία εάν από αυτό το χτύπημα είχε προκαλέσει κάποια φθορά.
Το τρίτο μέλος της ΕΝΕΘ ήταν 17 ετών όταν κατηγορήθηκε για την επίθεση στον Μπουτάρη. Το 2021 σχηματίστηκε νέα δικογραφία εις βάρος του και κατά άλλων τεσσάρων ατόμων για επίθεση κατά μελών της ΚΝΕ και του ΚΚΕ που έκαναν διανομή φυλλαδίων. Το υλικό που μοίραζαν τα μέλη της ΚΝΕ ήταν για μια εκδήλωση με αφορμή τη δραστηριότητα ακροδεξιών ομάδων σε σχολεία της Σταυρούπολης και του Ευόσμου.
Η σύνδεση τουλάχιστον τριών μελών της ΕΝΕΘ με τις βιαιοπραγίες κατά του τότε δημάρχου Θεσσαλονίκης δείχνει πως εδώ και χρόνια η ίδια δεξαμενή στην πόλη τροφοδοτεί τον ακροδεξιό εξτρεμισμό.
Ο τότε 20χρονος που καταδικάστηκε σε 14 μήνες φυλάκισης για την επίθεση στον Μπουτάρη ήταν ένας από τους πρώτους εμπλεκομένους στα επεισόδια του 2018 που βρέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου με την αυτόφωρη διαδικασία. Επιχείρησε να δείξει τότε ότι δεν υπήρχε τίποτα το οργανωμένο. Παραδέχθηκε, καθώς υπήρχαν και σχετικά ντοκουμέντα, ότι είχε σηκώσει από το έδαφος έναν σπασμένο υαλοκαθαριστήρα και με αυτόν είχε χτυπήσει το όχημα του δημάρχου. Ωστόσο, από τις μαρτυρικές καταθέσεις στο δικαστήριο φάνηκε ακόμη ότι είχε κλωτσήσει τον Μπουτάρη, αφού είχε βρεθεί στο έδαφος από τα χτυπήματα άλλων.
«Δεν πιστεύω ότι παρασύρθηκαν», είχε καταθέσει τότε στο δικαστήριο ο Γιάννης Μπουτάρης. «Ηταν οργανωμένοι, υπήρχε ενορχήστρωση». Περιέγραψε πως ένα άτομο χτύπησε παλαμάκια και τότε μαζεύτηκαν όλοι γύρω του. «Τρόμαξα. Πρόσφατα είχα κάνει στεντ, αλλά αισθάνθηκα και έντονο πόνο. Με χτύπησαν παντού, στα πόδια, στην πλάτη, έφαγα μπουνιές και μπουκάλια νερό», πρόσθεσε. «Δεν ήταν αυθόρμητο, ήταν οργανωμένο», τόνισε και η Καλυψώ Γούλα στο δικαστήριο, πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης, που βρισκόταν στο πλευρό του δημάρχου την ημέρα της επίθεσης. Κατόπιν παραπομπής από το αυτόφωρο, ο 20χρονος δικάστηκε ξεχωριστά για το αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή.
Σε αντίθεση με όσα είχε υποστηρίξει τότε στο δικαστήριο για εκείνη την υπόθεση, η αστυνομική έρευνα δείχνει ότι στο πλαίσιο της ακροδεξιάς ομάδας της ΕΝΕΘ υπήρχε συντονισμένη δράση. Ειδικά στην επίθεση που πραγματοποίησαν κατά τριών αναρχικών τον Νοέμβριο του 2024 σε περιοχή του Ευόσμου. Σύμφωνα με στοιχεία της δικογραφίας, δύο από τα βασικά μέλη της ακροδεξιάς ομάδας οργάνωσαν και συντόνισαν τουλάχιστον δύο ανηλίκους για να εντοπίσουν τον τόπο διαμονής ενός ιδεολογικού αντιπάλου τους που είχαν στοχοποιήσει στη Θεσσαλονίκη και να παρακολουθούν τις κινήσεις του. Η στρατολόγηση νέων ατόμων στην ομάδα, όπως προκύπτει από τηλεφωνικές και διαδικτυακές συνομιλίες, γινόταν μόνο έπειτα από έγκριση των ηγετικών μελών.

