Στον Αγιο Σώστη, μια μεγάλη κάθετη ανάπτυξη από εργατικές πολυκατοικίες αποτελεί το στιβαρό όριο ανάμεσα στους Δήμους Αθηναίων και Νέας Σμύρνης. Εργο του 1964, περιλαμβάνει 673 διαμερίσματα, δημοτικό σχολείο και κέντρο νεότητας με πρόβλεψη για παιδικό σταθμό, αίθουσες διδασκαλίας ξένων γλωσσών, γραφομηχανής, κοπτικής – ραπτικής, ταπητουργίας, ξυλουργικής, αγγειοπλαστικής και οικοκυρικών. Οι ακάλυπτοι χώροι μεταξύ των κτιρίων διαμορφώθηκαν σε μικρά πάρκα. Αυτός ο πρότυπος, για την εποχή του, «οικισμός», βασισμένος στα βασικά προτάγματα της μοντέρνας πολεοδομίας, είναι σήμερα «σκιά του εαυτού του», για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον ήπια έκφραση.
Και δεν είναι ο μόνος. Εμβόλιμα μέσα στη μεγάλη πόλη αλλά εξαιρετικά σποραδικά και με μηδαμινή, σχεδόν, κοινωνική αποδοχή ή απήχηση, από τη Δραπετσώνα, τον Ταύρο και το Αιγάλεω μέχρι τα Πετράλωνα, τη Νέα Φιλαδέλφεια και την Κάτω Κηφισιά, αυτά τα συχνά αθέατα και παρηκμασμένα συγκροτήματα λαϊκής κατοικίας αφηγούνται μια αντίστροφη ιστορία: Τι θα γινόταν στην ελληνική πόλη αν είχε επικρατήσει μια διαφορετική κουλτούρα στεγαστικής πολιτικής, όπως συνέβη στις περισσότερες ευρωπαϊκές μητροπόλεις;
Και το κυριότερο: σε εποχές στεγαστικής κρίσης όπως η σημερινή, ποιες «εφεδρείες» διαθέτουν οι πόλεις μας και ιδιαίτερα η Αθήνα; Πώς προσφέρεις φθηνότερη στέγη σε μια πανταχόθεν ναρκοθετημένη κοινωνικά και οικονομικά συνθήκη με κλειστές περίπου 800.000 κατοικίες;
Ας αρχίσουμε, όμως, από τα καλά νέα. Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και αρχιτέκτονας Ανδρέας Κούρκουλας κάνει τον σταυρό του γιατί, όπως λέει, «η Αθήνα γλίτωσε τα χειρότερα». Αναφέρεται στη μαζική κατασκευή πολυώροφων, πανομοιότυπων πολυκατοικιών, τα λεγόμενα «ελεύθερα» πανταχόθεν κτίρια με κοινόχρηστο πράσινο που κυριάρχησαν στα προάστια πολλών μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Παρίσι, τις δύο πόλεις σε μία: την (παλιά) πόλη «εντός των τειχών» και το Παρίσι των υποβαθμισμένων προαστίων, προορισμένο να στεγάσει φθηνά εργατικά χέρια και μετανάστες από τη Βόρεια Αφρική.
«Στην περίπτωση της Αθήνας δεν είχαμε παρέμβαση του κράτους ή σύμπραξή του με ιδιωτικές εταιρείες για την κατασκευή “λαϊκής κατοικίας”, η μεσοπολεμική έννοια της πολεοδόμησης και του σχεδιασμού στην Ελλάδα δεν βρίσκει εφαρμογή για μια σειρά λόγων», επισημαίνει ο κ. Κούρκουλας.
Σε αυτό το σημείο, τόσο ιστορικοί της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας όσο και κοινωνιολόγοι συμφωνούν ότι σε μεγάλο βαθμό το αίτημα για μαζική στέγαση εκπληρώθηκε εδώ από το πολύ ελληνικό (αλλά ευφυές σε οικονομικό επίπεδο) σύστημα της αντιπαροχής. Ταυτόχρονα εντοπίζονται τοπικές ιδιομορφίες, όπως τα μικρά οικόπεδα, η απουσία κεντρικού σχεδιασμού και σοβαρής βιομηχανικής δραστηριότητας στην περιφέρεια των πόλεων αλλά και η έλλειψη πόρων που δημιούργησαν αναχώματα σε οποιαδήποτε ιδέα στιβαρής κρατικής παρέμβασης ή οργανωμένης δόμησης.
Με τα δημόσια οικονομικά διαχρονικά γονατισμένα, μόνο ιδιωτικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί ήταν ικανοί να ιδρύσουν και να σχεδιάσουν στοιχειωδώς πρότυπους οικισμούς και κηπουπόλεις. Τέτοια παραδείγματα υπήρξαν οι περιπτώσεις της Καλλιθέας, της Εκάλης, της Φιλοθέης, της Ηλιούπολης, της Γλυφάδας. Και δεν ήταν τα μόνα.
Μπορεί η πολυκατοικία της αντιπαροχής να έλυσε το πρόβλημα στέγης της μεταπολεμικής Ελλάδας, συμφωνεί ο αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών Πάνος Δραγώνας, αλλά περιοριζόμενη στο πεδίο των ιδιωτικών αναγκών και όχι χωρίς κόστος. «Ο δημόσιος χώρος περιφρονήθηκε, ο κοινόχρηστος χώρος αντιμετωπίστηκε ως αναγκαίο κακό και η έννοια του κοινού αγαθού παρέμεινε άγνωστη. Η οικονομία γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη, αλλά δεν διαμορφώθηκε η κουλτούρα εκείνη που θα επέτρεπε την αντιμετώπιση των νέων στεγαστικών αναγκών του 21ου αιώνα», επισημαίνει ο κ. Δραγώνας.
Σωτήρια επιμειξία
Η ελληνική «εξαίρεση», πάντως, μας κληροδότησε μια πολύ πιο αστική, πιο ανθρώπινη και πιο λειτουργική κλίμακα στις πόλεις μας. Στην Αθήνα, υποστηρίζει ο Ανδρέας Κούρκουλας, η δομή του δρόμου και του μικρού οικοδομικού τετραγώνου συνέβαλαν στη σωτήρια επιμειξία χρήσεων και ενθάρρυναν την πυκνότητα των τυχαίων συναντήσεων.
«Στο αθηναϊκό πεζοδρόμιο αισθάνεσαι ασφαλής γιατί στη διαδρομή από το σπίτι σου μέχρι τη στάση του μετρό ή του λεωφορείου μεσολαβούν ο φούρνος, το κομμωτήριο, το καφενείο. Ο αθηναϊκός δρόμος “εποπτεύεται” από πυκνά παράθυρα και πόρτες, εξασφαλίζοντας συνθήκες ασφάλειας. Ποιος μπορεί να πει το ίδιο για τα αχανή οικοδομικά μπλοκ που απλώθηκαν σαν αρρώστια στα ευρωπαϊκά προάστια και τα οποία γρήγορα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο καθώς συνδέθηκαν με την ανασφάλεια και τη μοναξιά του μεταπολεμικού αστού;
Αλλωστε, για τι άλλο μιλάει το γαλλικό σινεμά της δεκαετίας του ’60; Η μοντέρνα πόλη δεν ευνοεί τη συνάντηση και την ανάμειξη, δηλαδή στο ακριβώς αντίθετο άκρο αυτού που πέτυχε η Αθήνα. Είναι μια κατάκτησή μας, είναι στο DNA μας, εξασφαλίζει μια κοινωνική ποιότητα που για κανένα λόγο δεν θα πρέπει να θυσιάσουμε. Οι επεμβάσεις μας πρέπει να είναι στην κατεύθυνση της αναβάθμισης του δημόσιου χώρου και όχι στην αμφισβήτηση αυτής της ζωντανής κοινωνικής δομής».
Ωστόσο, η στεγαστική κρίση είναι μια πραγματικότητα που μας χτυπάει την πόρτα και αφορά όλο και περισσότερους. «Σήμερα, είναι η μελέτη των διεθνών παραδειγμάτων, όπως της Βαρκελώνης, και η εκτεταμένη σχεδιαστική έρευνα στις αρχιτεκτονικές σχολές που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική προσέγγιση», τονίζει ο Πάνος Δραγώνας.
Παράλληλα αναφέρει ότι το κτιριακό απόθεμα της Αθήνας –γερασμένες πολυκατοικίες, κενά γραφεία, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια– προσφέρει ανεκτίμητες ευκαιρίες επανάχρησης. «Η ανάπτυξη κοινωνικής κατοικίας συνδέεται άμεσα με τη βιώσιμη αναγέννηση του κέντρου, που διαβρώνεται από την άναρχη τουριστική εκμετάλλευση». Του ζητάω να γίνει πιο συγκεκριμένος: «Ενα αθηναϊκό μοντέλο κοινωνικής κατοικίας θα μπορούσε να ξεκινήσει από μια κριτική αποτίμηση της πολυκατοικίας της αντιπαροχής. Τα πρόσφατα ευρωπαϊκά παραδείγματα δείχνουν ότι ακόμη και στα περιορισμένα τετραγωνικά μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερα μοντέλα διαβίωσης από ό,τι στην αθηναϊκή πολυκατοικία, η οποία σχεδιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για πυρηνικές οικογένειες.
Ο σωστά σχεδιασμένος κοινόχρηστος χώρος –συλλογικές κουζίνες, φυτεμένα δώματα, κοινοτικοί κήποι– μπορεί να δημιουργήσει την κοινωνική ζωή που ουδέποτε γνώρισαν οι σκοτεινοί διάδρομοι, οι έρημες ταράτσες και οι κήποι-αποθήκες της αντιπαροχής. Παράλληλα, η συλλογική χρήση ανοίγει νέες δυνατότητες για την ενεργειακή αναβάθμιση του παλιού κτιριακού αποθέματος.
Κτίρια που κατασκευάστηκαν σε εποχές χωρίς οικολογική συνείδηση μπορούν, μέσα από συνεργατικά μοντέλα διαχείρισης, να γίνουν πιο φιλικά απέναντι στο περιβάλλον. Εντέλει, το ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας δεν αφορά μόνο την κάλυψη στεγαστικών αναγκών, αλλά και τη δημιουργία ενός βιώσιμου, συλλογικού και δίκαιου μέλλοντος για την πόλη».
Ο Ανδρέας Κούρκουλας πιστεύει ότι έχουμε εργαλεία στα χέρια μας, αρκεί να μην υπονομεύσουμε το δικό μας μοντέλο που δεν είναι άλλο από το παραδοσιακό «ιπποδάμειο σύστημα» με το μικρό οικοδομικό τετράγωνο και το συνεχές σύστημα δόμησης, όπου οι χρήσεις διαπλέκονται και συνυπάρχουν. Αλήθεια, σε τι εργαλεία αναφέρεται; «Να δώσει το κράτος φορολογικά κίνητρα που θα μειώνουν σοβαρά το κόστος ανέγερσής τους, επομένως και το κόστος αγοράς ή ενοικίασης. Δεν πρέπει να ενδώσουμε σε μοντέλα τύπου “Ντουμπάι”, που ανοίγουν τον δρόμο για περιοχές μοναξιάς, εσωστρέφειας και κοινωνικών γκέτο. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τώρα τα λάθη που έκαναν οι άλλοι πριν από 60 και 70 χρόνια».
Τα παραδείγματα της Φλωρεντίας και του Βερολίνου
O Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ερευνητής και καθηγητής της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Με δεδομένη την κρίση στέγης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (από το 2010 μέχρι σήμερα το κόστος της κατοικίας στη Γηραιά Ηπειρο έχει αυξηθεί 50% και τα ενοίκια άνω του 25%), είναι παρήγορο, όπως επισημαίνει ο ίδιος, ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί φαίνεται να έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της πρόκλησης.
Για πρώτη φορά η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν διόρισε επίτροπο Στεγαστικής Πολιτικής, ενώ στις αρχές του 2025 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε στη δημιουργία μιας 33μελούς επιτροπής για τη στεγαστική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ενωση. «Δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία έχει τους δικούς της χρόνους, υπάρχουν τοπικές διοικήσεις που μπορούν να κάνουν πολλά για τη λαϊκή κατοικία χωρίς να περιμένουν τα πάντα από τις Βρυξέλλες», λέει ο Ελληνας καθηγητής.
Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι ο δήμος της πόλης όπου εργάζεται και ο οποίος αποδεικνύεται ιδιαίτερα δραστήριος ως προς το στεγαστικό ζήτημα. Ηδη από το 2018 μπήκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα 56 εκατ. ευρώ για τη στέγαση περίπου 1.670 οικογενειών. «Το πρόγραμμα», εξηγεί ο κ. Γιακουμακάτος, «προβλέπει μια μεγάλη ποικιλία τύπων παρεμβάσεων, από την επιδότηση ενοικίου και την κοινωνική κατοικία για τους νέους έως τη δημόσια στέγαση μέσω νέων μονάδων
ή αποκατάστασης παλαιών», επισημαίνει.
Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην επανάχρηση παλαιότερων κατασκευών: ένα αναγεννησιακό μοναστήρι, η περίφημη εκκλησία Σάντα Μαρία Νοβέλα, το πρώην νοσοκομείο παίδων Μάγιερ, λίγο έξω από το ιστορικό κέντρο, έχουν διατεθεί για την κατασκευή προσιτών διαμερισμάτων. Ο δήμος της πόλης έχει προχωρήσει, επίσης, στην αγορά κτιρίου εκτός ιστορικού κέντρου που θα φιλοξενήσει 80 κατοικίες με κοινόχρηστους χώρους, όπως κουζίνες και πλυντήρια. «Επιστρέφουμε έτσι στις λύσεις των συγκροτημάτων λαϊκών κατοικιών της “κόκκινης Βιέννης” της δεκαετίας του 1920», σημειώνει ο Ανδρέας Γιακουμακάτος.
«Το Βερολίνο είναι μια πόλη με ιδιαίτερη παράδοση στην κοινωνική κατοικία», λέει ο Λουκάς Μπαρτατίλας, διδάκτωρ Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Bauhaus της Βαϊμάρης. «Σε αντίθεση με την Ελλάδα, ο θεσμός της μικροϊδιοκτησίας μέχρι πρόσφατα δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής εδώ. Αυτό επέτρεψε στο κρατίδιο να αγοράζει ολόκληρα κτίρια ή οικόπεδα και να τα αξιοποιεί, είτε ανακαινίζοντάς τα είτε χτίζοντας νέα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας, μια πρακτική που συνεχίζεται και σήμερα. Μετά την πτώση του Τείχους, το κράτος επιδότησε την αποκατάσταση ερειπωμένων πολυκατοικιών με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Ωστόσο, υπήρχε ένας βασικός όρος: ένα ποσοστό των διαμερισμάτων –π.χ. το ένα τρίτο– έπρεπε να διατεθεί με χαμηλό ενοίκιο, ώστε να μπορούν να κατοικήσουν στο κέντρο οικονομικά ασθενέστερες ομάδες».
Παρά τις καλές προθέσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν φαινόμενα κοινωνικής αποξένωσης και άνοδος της Ακροδεξιάς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά ότι όλος ο πληθυσμός ή το σύνολο των περιοχών έχει αποκλειστικά τέτοια χαρακτηριστικά. Για την Αθήνα ο Λουκάς Μπαρτατίλας δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος.
«Η ιστορία μας δείχνει πως δύσκολα προετοιμαζόμαστε συλλογικά για τις παγκόσμιες προκλήσεις πριν αυτές μας χτυπήσουν την πόρτα. Η ιδιοκτησία στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ μόνο περιουσία ή ο τρόπος να αποφύγουμε την έξωση από διαμέρισμα που θα γίνει airbnb. Είναι κουλτούρα, ταυτότητα, όραμα, ελπίδα για το μέλλον. Και σήμερα, αυτό το όραμα έχει ξεθωριάσει. Οχι γιατί οι άνθρωποι έπαψαν να το επιθυμούν, αλλά γιατί οι οικονομικές συνθήκες των νοικοκυριών επιδεινώθηκαν. Μια νέα στεγαστική πολιτική για την Αθήνα, λοιπόν, δεν χρειάζεται να βασίζεται σε αντιγραφές από το εξωτερικό, αλλά στην αξιοποίηση του τεράστιου, ανεκμετάλλευτου κτιριακού αποθέματος της πόλης».

