Για μένα ήταν ο Ν. Για χρόνια αφότου έφυγε, έμπαινα στο προφίλ του να τον «δω». Να χαζέψω τις φωτογραφίες του, αυτά που έγραφε, να ξαναδιαβάσω τις συνομιλίες μας. Μία ημέρα τον χρόνο, το Facebook μου επεφύλασσε μαχαιριά στην καρδιά. «Ευχηθείτε του χρόνια πολλά», παρακινούσε ο αλγόριθμος τους φίλους του Ν. την ημέρα των γενεθλίων του, αφού δεν είχε πάρει το μήνυμα από τα συμφραζόμενα. Θέλει γερό στομάχι από μια ηλικία και μετά η είσοδος στα σόσιαλ μίντια. Ολο και κάποιος θα έχει φύγει, κάποια αναπάντεχη συνήθως απώλεια, όλο και κάποιο αποχαιρετιστήριο ποστ θα διαβάσουμε και θα χρειαστεί με βαριά καρδιά να συντάξουμε κι εμείς ένα σχόλιο για «θερμά συλλυπητήρια».
Ο τρόπος που πενθούμε, θρηνούμε και μνημονεύουμε τους νεκρούς μας έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία χρόνια, λέει στην «Κ» η δρ Μαρία Τσακίρη, μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του Εργαστηρίου Πολιτισμικής Πληροφορικής, Δεδομένων και Πολιτισμικών Ψηφιακών Σπουδών, η οποία έχει πραγματοποιήσει την πρώτη έρευνα στην Ελλάδα για το διαδικτυακό πένθος. «Η εμφάνιση του Διαδικτύου μεταμόρφωσε πολλές πτυχές της κοινωνίας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και άλλαξε και τον τρόπο που οι άνθρωποι επικοινωνούν και εκφράζουν τα συναισθήματά τους για την ασθένεια, τον θάνατο και το πένθος. Η θεωρία που ήθελε τον θάνατο θέμα ταμπού, την ασθένεια ντροπή και το πένθος ιδιωτικό και αόρατο στη δημόσια σφαίρα έχει καταρριφθεί. Το πένθος έγινε περισσότερο κοινωνικό ενώ ταυτόχρονα η τεχνολογία των κοινωνικών δικτύων παρέχει στους ίδιους τους νεκρούς τη δυνατότητα να παραμείνουν δυναμικά “παρόντες” στο δίκτυο των συγγενών και των φίλων τους».
Σημείο καμπής σε αυτή την εξέλιξη υπήρξε η πανδημία. «Στην Ιταλία, στην πολύ αρχική φάση της πανδημίας COVID-19 παρατηρήθηκε δραματική αύξηση της θνησιμότητας. Για τους περισσότερους, δεν μπορούσαν να οργανωθούν κηδείες και οι πενθούντες δεν μπορούσαν να βρουν παρηγοριά σε συγγενείς και φίλους, τόσο λόγω των περιορισμών του lockdown όσο και του φόβου της μόλυνσης. Η χρήση των κοινωνικών δικτύων αποδείχθηκε πολύτιμη πηγή υποστήριξης και αποτέλεσε ισχυρό εργαλείο για τη διευκόλυνση της διαδικασίας του πένθους, ενθαρρύνοντας την αφήγηση και τον διαμοιρασμό. Ορισμένοι από τους πενθούντες συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα σε εικονικές ομάδες στο Facebook κατά τη διάρκεια του lockdown, όπου μπορούσαν να μιλήσουν για αυτή την οδυνηρή εμπειρία και να αντιμετωπίσουν τον πρωτοφανή και αφύσικο θάνατο των αγαπημένων τους προσώπων. Δημιουργήθηκαν ομάδες αυτοβοήθειας και αλληλοβοήθειας, στην οποία οι συμμετέχοντες μπορούσαν να εκφράσουν τη θλίψη τους για την απώλειά τους, δημοσιεύοντας τις σκέψεις τους ή φωτογραφίες των νεκρών αγαπημένων τους προσώπων». Στα τέλη του Απριλίου του 2020, μάλιστα, το Facebook πρόσθεσε την αντίδραση (reaction) «νοιάζομαι», ελπίζοντας ότι θα βοηθούσε τους ανθρώπους να αισθάνονται λιγότερο μόνοι και περισσότερο συνδεδεμένοι με την οικογένεια και τους φίλους τους.
Το ελληνικό Facebook, βέβαια, ήταν μια άλλη ιστορία. «Εμοιαζε να μην πεθαίνει κανείς από κορωνοϊό. Κανείς σχεδόν δεν ανακοίνωσε τον θάνατο ενός προσφιλούς ατόμου του από COVID-19. Μόνο μία κυρία, η οποία μου παραχώρησε συνέντευξη, ανακοίνωσε τον θάνατο του συζύγου της από κορωνοϊό και τα σχόλια που έλαβε μαζί με τα συλλυπητήρια έδειχναν να αποδίδουν μια μορφή ευθύνης στον νεκρό, στην παραβίαση των όρων της κοινωνικής αποστασιοποίησης και στον κίνδυνο να γίνει πηγή μόλυνσης. Οι νεκροί της πανδημίας στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Ιταλία, περιβάλλονταν από μια μορφή στίγματος».
Επίσκεψη στο προφίλ
Η κυρίαρχη πρακτική σήμερα θέλει τους πενθούντες να επισκέπτονται το προφίλ του νεκρού στο Facebook, το οποίο παραμένει διαποτισμένο από το πνεύμα του ατόμου όταν ήταν εν ζωή. «Πολλά διαδικτυακά μηνύματα απευθύνονται απευθείας στους νεκρούς», τονίζει η ίδια. Ενα παράδειγμα: «Δεν είπαμε έτσι, βρε Στάθη! Στάσου μια στιγμή! Από το Δημοτικό είμαστε μαζί, γιατί; Δεν το αντέχω, φίλε! Καλό ταξίδι εκεί ψηλά. Θ’ ανταμώσουμε ξανά! Κουράγιο στην Ελένη και τα κορίτσια! Θα είμαι πάντα δίπλα τους όπως θα το ‘θελες!». Η απεύθυνση προς τους νεκρούς δεν είναι νέο φαινόμενο, αλλά γίνεται παραδοσιακά με συγκεκριμένους τρόπους σε συγκεκριμένες στιγμές, για παράδειγμα μπροστά από τον τάφο, όταν δεν υπάρχει κανείς άλλος τριγύρω. «Στο Διαδίκτυο, γίνεται με τη γνώση ότι υπάρχει κοινό που το αποδέχεται και συμμετέχει ενεργά», σημειώνει η δρ Τσακίρη.
«Πολλά διαδικτυακά μηνύματα απευθύνονται στους νεκρούς. Γίνεται με τη γνώση ότι υπάρχει κοινό που το αποδέχεται και συμμετέχει ενεργά», επισημαίνει στην «Κ» η ερευνήτρια δρ Τσακίρη.
Κατά κανόνα, οι ζωντανοί φίλοι του θανόντος στο Facebook προσπαθούν να διατηρήσουν μια σχέση μαζί του αναρτώντας, αναφέροντάς τον σε ενημερώσεις κατάστασης και προσθέτοντας σχόλια σε φωτογραφίες του. «Θα γινόσουν δεκαεννιά σήμερα, φιλαράκι, είμαι στρατό, είναι ζόρικα, βοήθα από κει ψηλά. Σε θυμάμαι ρε και μου λείπεις», έγραψε κάποιος στο προφίλ του Ηλία που έφυγε νωρίς, ποστ που αλιεύσαμε από την έρευνα της δρος Τσακίρη. Μια άλλη φίλη του περιέγραψε την εμπειρία από τις Πανελλήνιες Εξετάσεις: «Ηταν τρομακτικό, μπρο μου, ούτε εσύ δεν θα το άντεχες! Γιατί γμτ σου λέω μαλακίες, πού είσαι; Θέλω να σε μυρίσω, να σε φιλήσω, μου λείπεις, μ’ ακούς άραγε;».
Πολλοί είναι, πάντως, εκείνοι που δυσανασχετούν από τη συνεχή μνημόνευση νεκρών. «Είναι φυσικό», σχολιάζει η κ. Τσακίρη. «Η παρουσία του θανάτου και του πένθους στα σόσιαλ μίντια αποτελεί ένα σύγχρονο memento mori, μια υπόμνηση της ανθρώπινης θνητότητας. Η υπόμνηση αυτή ενδέχεται να προκαλεί συναισθήματα δυσφορίας σε χρήστες που έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με ανακοινώσεις θανάτου, οι οποίοι συχνά αγνοούν ή θέτουν σε σίγαση αυτές τις ανακοινώσεις και το σύνολο των πρακτικών του πένθους που ακολουθεί καθώς η πλατφόρμα τούς παρέχει τη δυνατότητα». Οπως διαπίστωσε στη διάρκεια των συνεντεύξεων για την έρευνά της, πολλοί αμφισβητούν την αυθεντικότητα του διαδικτυακού πένθους. Θεωρούν ότι υπάρχει έλλειψη γνήσιας σύνδεσης, ότι είναι επιφανειακό.
Χαρακτηριστικό της «αποσύνδεσης» των κοινωνικών δικτύων ότι πολλοί συνεχίζουν να εύχονται «χρόνια πολλά» σε ανθρώπους που έχουν φύγει. Υπάρχουν όμως και χειρότερα. «Συχνά βλέπουμε συγγενείς νεκρών χρηστών που έχουν πρόσβαση στον λογαριασμό τους να κάνουν αναρτήσεις. Οταν δεις μια τέτοια ανάρτηση είναι σαν να βλέπεις φάντασμα, νιώθεις ότι λαμβάνεις μήνυμα από το επέκεινα και αίφνης θολώνουν τα όρια μεταξύ φυσικού και ψηφιακού κόσμου. Το έχω βιώσει. Προκειμένου να αποφευχθούν τέτοια φαινόμενα, το Facebook έχει υιοθετήσει συγκεκριμένες πολιτικές, όμως οι συγγενείς συχνά δεν ενδιαφέρονται ή δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν ή είναι χαμένοι στον θρήνο τους».
Οι οικείοι του νεκρού ή ο διαχειριστής του λογαριασμού του πρέπει να ενημερώσουν το Facebook και σύμφωνα με την επιθυμία τους ή την επιθυμία του νεκρού η πλατφόρμα είτε διαγράφει τον λογαριασμό ή τον μετατρέπει σε λογαριασμό στη μνήμη του. Τα προφίλ που έχουν μετατραπεί εις μνήμην παγώνουν, δεν εμφανίζονται στις υπενθυμίσεις γενεθλίων ούτε μπορούν να γίνουν δημοσιεύσεις σε αυτά. «Ξέρεις, μερικές φορές είναι δύσκολο να επανέρχεσαι στο χρονολόγιο ενός αγαπημένου σου που πέθανε. Σε μια συνέντευξη, μια μητέρα μού εξομολογήθηκε ότι έκλεισε τον λογαριασμό της κόρης της γιατί της ήταν αβάσταχτο να βλέπει αυτά που δημοσίευε όταν ήταν εν ζωή». Τις απαιτούμενες πληροφορίες μπορεί να βρει κάθε ενδιαφερόμενος στο κέντρο βοήθειας στο Facebook.
Φυσικά δεν κερδίζουν όλοι οι θάνατοι τα ίδια likes. «Κάποιοι νιώθουν αδικημένοι από την περιθωριοποίηση των ήσσονος σημασίας θανάτων· για παράδειγμα, όταν ένας χρήστης δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην πλατφόρμα και οι αντιδράσεις στον θάνατό του είναι υποτονικές και χαρακτηρίζονται από περιορισμένο ενδιαφέρον σε αντίθεση με αντιδράσεις στον θάνατο δημοφιλών χρηστών ή επώνυμων νεκρών». Κάποιοι, όσοι δεν έχουν πρόσβαση στις ψηφιακές τεχνολογίες ή είναι ψηφιακά αναλφάβητοι, είναι αποκλεισμένοι και από τις διαδικτυακές πρακτικές πένθους.
Απενοχοποίηση της θλίψης
Ενδιαφέρον έχει, τέλος, το γεγονός ότι στα σόσιαλ μίντια έχει δοθεί βήμα και στους ανθρώπους που θρηνούν την απώλεια ζώων συντροφιάς να βρουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον στο πένθος τους, το οποίο δεν αναγνωρίζεται εν πολλοίς, στην offline ζωή. «Το Facebook απενοχοποίησε τη θλίψη για την απώλεια των κατοικιδίων μας. Υπάρχει εκεί έξω μια ψηφιακή κοινότητα που θεωρεί τα κατοικίδια μέλη της οικογένειάς της όπως κι εμείς. Κατανοεί απόλυτα τη θλίψη, τον πόνο και την απελπισία του θανάτου τους. Η συζήτηση που γίνεται στα σχόλια δημιουργεί μια αλληλεπίδραση, μια αίσθηση συμπαράστασης και ο θρήνος μας καθίσταται καθ’ όλα νόμιμος, ένα πένθος που χρήζει παρηγοριάς από την κοινότητα».
Οκτώ συμβουλές για όσους θέλουν να μοιραστούν το πένθος τους
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μεταλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε και εκφράζουμε τα συναισθήματα της απώλειας και του πένθους. Αντί να περνούν το πένθος τους ιδιωτικά, όλο και περισσότεροι στρέφονται προς τα σόσιαλ μίντια και μοιράζονται τα στάδια αυτής της ανθρώπινης εμπειρίας. Η ψυχοθεραπεύτρια Νίκολα Μπαλ, με έδρα στη Γλασκώβη της Σκωτίας, υποστηρίζει στην ιστοσελίδα της Βρετανικής Ενωσης για Συμβουλές και Ψυχοθεραπεία (BACP) ότι αυτό συμβαίνει διότι έχουμε μια φυσική τάση να θέλουμε να νιώθουμε λιγότερο μόνοι στη λύπη ή και στη θλίψη μας.
«Σε περιόδους πένθους, επιθυμούμε να συνδεθούμε με άλλους ανθρώπους. Και το να κοινοποιούμε στα μέσα δικτύωσης μας επιτρέπει να μοιραστούμε τον πόνο μας. Το να γράψουμε κάτι για αυτόν είναι πιο εύκολο από το να μιλήσουμε», εξηγεί η Μπαλ.
Βεβαίως η διαδικασία του «δημόσιου πένθους» δεν έχει μόνον οφέλη για τον συναισθηματικό κόσμο των χρηστών. Ορισμένες προτάσεις για τους ανθρώπους που επιθυμούν να μοιραστούν το πένθος τους στα σόσιαλ μίντια είναι οι εξής:
• Κάντε αυτό που φαίνεται σωστό σε εσάς. Οπως υπογραμμίζει η δρ Μπαλ, δεν υπάρχει ποτέ «σωστός τρόπος» για το πένθος. Είναι δικό σας και θα το διαχειριστείτε όπως εσείς αισθάνεστε.
• Μεγάλη σημασία έχει επίσης η ικανότητα οριοθέτησης των άλλων. Δεν είναι κακό να περιορίσετε τη δυνατότητα σχολιασμού σε προσωπικές σας αναρτήσεις ή να ανακοινώσετε ότι δεν θα μπορέσετε να απαντήσετε.
• Θυμηθείτε ακόμη πως δεν έχετε υποχρέωση να μοιραστείτε τα πάντα. Μερικές αναμνήσεις μπορεί να είναι ιδιαιτέρως προσωπικές ή επίπονες για να ειπωθούν δημοσίως.
Η ψυχοθεραπεύτρια Νίκολα Μπαλ υποστηρίζει ότι έχουμε μια φυσική τάση να θέλουμε να νιώθουμε λιγότερο μόνοι στη λύπη ή και στη θλίψη μας.
• Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να περιμένετε ότι δεν θα καταλάβουν όλοι τα συναισθήματά σας. Εάν δεν πάρετε τις απαντήσεις που θα θέλατε, μη βιαστείτε να συμπεράνετε πως οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για εσάς.
• Μια τελευταία συμβουλή που δίνει η Μπαλ είναι: «Μην αναλώνεστε σε δράματα και μην ασχολείστε με αυτά που λένε οι άνθρωποι και σας εκνευρίζουν».
Αν βρίσκεστε στην άλλη πλευρά και θέλετε να υποστηρίξετε άλλους που μοιράζονται τη θλίψη τους στο Διαδίκτυο, υπάρχουν επίσης σημαντικές συμβουλές:
• Για αρχή, μείνετε σε κάτι απλό. Ενα ειλικρινές μήνυμα, όπως «είμαι εδώ για σένα», μπορεί να είναι πολύ παρήγορο. «Δώστε στο άτομο να καταλάβει ότι είστε παρόντες χωρίς να το φορτώσετε με συμβουλές ή ερμηνείες», συμβουλεύει η Μπαλ.
• Φροντίστε ακόμη να αποφύγετε τα κλισέ. Φράσεις όπως «όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο» μπορεί να μοιάζουν επιθετικές, ακόμη και αν λέγονται με τις καλύτερες προθέσεις.
• Σεβαστείτε τη διαδικασία που περνούν. Ο καθένας πενθεί διαφορετικά. «Αν οι αναρτήσεις κάποιου φαίνονται έντονες ή επώδυνες, αυτός μπορεί να είναι ο τρόπος επεξεργασίας του», καταλήγει η ψυχοθεραπεύτρια. «Να είστε εκεί με συμπόνια και διαφάνεια, και να προσφέρετε υποστήριξη με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί να χρειαστεί».
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτογραφία: Ο ψηφιακός κόσμος μπορεί να προσφέρει χείρα βοηθείας στους πενθούντες, που εκφράζουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Αισθάνονται λιγότερο μόνοι και περισσότερο συνδεδεμένοι με την οικογένεια και τους φίλους τους. [SHUTTERSTOCK]

