Σχεδόν εξήντα οικογένειες. Τουρκοκρητικοί ή Τουρκοκρήτες, δηλαδή μουσουλμάνοι Κρητικοί. Εφυγαν από την Κρήτη στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1898), που άλλαξε τις ισορροπίες και τους έκανε να αισθάνονται ανασφάλεια για το μέλλον τους, και έφθασαν με καΐκια εκεί όπου κάποτε άκμαζε η αρχαία Σίδη, ελληνική αποικία του 7ου αιώνα π.Χ., στην επαρχία της Αττάλειας, στη νότια Τουρκία. Εκείνος ο τόπος έγινε η νέα τους πατρίδα. Το 1923, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, που περιλάμβανε τον όρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τους ακολούθησαν κι άλλοι. «Οταν οι παππούδες μου ήρθαν εδώ, μερικές παράγκες ψαράδων υπήρχαν μόνο στην παραλία, κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης», λέει στην «Κ» ο επιχειρηματίας Μουράτ Ακιμε. «Δεν μιλούσαν τη γλώσσα, οι Τούρκοι τούς έλεγαν “μισορωμιούς”, αντιμετώπισαν καχυποψία έως και εχθρότητα. Ομως, όπως και όλοι οι υπόλοιποι ξεριζωμένοι Κρητικοί, ήταν άνθρωποι άξιοι και προκομμένοι. Και κάπως έτσι, οι πρόγονοί μας –ξυλουργοί, πετράδες, σιδεράδες, κτηνοτρόφοι, γεωργοί– ουσιαστικά έχτισαν όλα αυτά που βλέπετε γύρω σας. Αλλά ποτέ δεν ξέχασαν την Κρήτη. Την αγάπη τους την κληροδότησαν και σε εμάς. Σας λέω με ειλικρίνεια κι εγώ, λοιπόν, ότι είμαι Τούρκος αλλά η ψυχή μου είναι εκειά, στην Κρήτη…».

Χίλιοι κάτοικοι
Σήμερα, περίπου χίλιοι κάτοικοι του δήμου Μαναβγκάτ –στον οποίο ανήκει η Σίδη– έχουν κρητικό DNA στο αίμα τους και δεσμούς αδιάρρηκτους με τη γενέθλια γη. «Από την Κρήτη στη Σίδη» είναι η ιστορία τους κι αυτός ήταν ο τίτλος του πρώτου τετραήμερου φεστιβάλ πολιτισμού και γαστρονομίας που προετοιμάστηκε από την καταξιωμένη σεφ Μαρία Εκμεκτσίογλου, τη διοργανώτρια εκδηλώσεων Γιασεμίν Ασλάν και τις ομάδες τους, έπειτα από πρωτοβουλία του δημάρχου Νιγιαζί Νεφί Καρά, ο οποίος έχει επίσης κρητικές ρίζες. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κ. Εκμεκτσίογλου, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και δραστηριοποιείται επαγγελματικά στην Τουρκία, ρίχνει γέφυρα ανάμεσα στις δύο χώρες: το δικής της έμπνευσης φεστιβάλ του Φετιγιέ θα πραγματοποιηθεί φέτος για τρίτη συνεχή χρονιά τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο θα διεξαχθεί το πρώτο αντίστοιχο φεστιβάλ στο Κας, απέναντι από το Καστελλόριζο.


Ο κεντρικός δρόμος της Σίδης μοιάζει με πολύχρωμο ποτάμι. Ανθρωποι κάθε ηλικίας κατεβαίνουν προς το λιμάνι και τον Ναό του Απόλλωνα για την εναρκτήρια εκδήλωση του φεστιβάλ. Προηγείται η φιλαρμονική του δήμου παίζοντας το «Senden Baska», δηλαδή το «Μίλησέ μου» του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου, το οποίο μια τραγουδίστρια ερμηνεύει στα τουρκικά. Ακολουθεί μια ομάδα νέων με παραδοσιακές τουρκικές φορεσιές και αμέσως μετά οι εκπρόσωποι του Χορευτικού Ομίλου Χανίων «Ο Ψηλορείτης» κρατώντας την ελληνική σημαία. Πίσω τους, πλήθος κόσμου: τραγουδούν, χορεύουν, χειροκροτούν. Εκθαμβοι τουρίστες (η Μαναβγκάτ, δημοφιλής για τις αμμώδεις παραλίες της συνολικού μήκους 65 χιλιομέτρων, κάθε χρόνο υποδέχεται πάνω από επτά εκατομμύρια τουρίστες) παρακολουθούν, φωτογραφίζουν, μαγνητοσκοπούν με τα κινητά τους.
«Οι παππούδες μου δεν μιλούσαν τη γλώσσα, οι Τούρκοι τούς έλεγαν “μισορωμιούς”», λέει ο επιχειρηματίας Μουράτ Ακιμε.
Μια ηλικιωμένη κυρία, βλέποντας το καρτελάκι του φεστιβάλ περασμένο στον λαιμό μου, με πλησιάζει. «Με λένε Σέλμα Καραντά –”μαύρο βουνό” σημαίνει το επίθετό μου– και είμαι από την Ιεράπετρα», μου λέει γελώντας. Είναι τρίτη γενιά Τουρκοκρητικιά της Σίδης. «Εχω πάει τρεις φορές, μακάρι να προλάβω να πάω ξανά. Οι γονείς μου μιλούσαν πάντα με αγάπη για το χωριό τους, η μητέρα μου μαγείρευε κρητικά, με έμαθε και εμένα να χρησιμοποιώ τις πρώτες ύλες και τα αρωματικά της κρητικής κουζίνας. Σπεσιαλιτέ μου είναι οι μυζηθρόπιτες!».

Η μεγάλη πλειονότητα των μουσουλμάνων της Κρήτης ήταν γηγενείς που κάποια στιγμή εξισλαμίστηκαν: είτε οικειοθελώς για να διατηρήσουν προνόμια από την Υψηλή Πύλη, είτε διά της βίας, είτε λόγω μεικτών γάμων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, παρά την αλλαγή θρησκεύματος, η καθημερινότητά τους δεν μεταβλήθηκε: μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ντύνονταν με τις παραδοσιακές στολές (με μοναδική προσθήκη το κόκκινο φέσι), έτρωγαν χοιρινό κρέας και έπιναν αλκοόλ, σε αντίθεση με όσα όριζε το Κοράνι. Στη Σίδη, οι γαστρονομικές μνήμες έγιναν το αόρατο νήμα που ένωνε τους Τουρκοκρητικούς με τον τόπο που άφησαν πίσω. Στο πλαίσιο του φεστιβάλ, έξι σεφ από την Ελλάδα και την Τουρκία –ο Ιωάννης Κουφός, ο Απόστολος Αλτάνης, ο Πασκουάλε Λέμπο (που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη), ο Εσάτ Οζατά, η Ντιλέκ Γετκινέρ και φυσικά η Μαρία Εκμεκτσίογλου– ξεδίπλωσαν αυτή την παράδοση ετοιμάζοντας χίλιες μερίδες που μοιράστηκαν στο κοινό: από καλιτσούνια με τυρί μέχρι γεμιστούς κολοκυθοανθούς. «Οι περισσότερες γυναίκες της Σίδης με καταγωγή από την Κρήτη θυμούνται τις ελληνικές λέξεις σχεδόν για τα πάντα. Μία που με ρώτησε τι θα μαγειρέψω και της απάντησα “σεβκετί μποστάν” με διόρθωσε: “Α, δηλαδή ασκολύμπρους. Πες το έτσι, κοπέλι μου, να καταλάβω!”. Αυτή είναι η δύναμη της γαστρονομίας… Το φαγητό παραμένει η κοινή μας γλώσσα, αυτό που τους δένει με το παρελθόν τους», επισημαίνει η Ελληνίδα σεφ. Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δύο ελληνικές συναυλίες, με τη Σοφία Βόσσου και τη Χρυσούλα Στεφανάκη, δεν έπεφτε καρφίτσα.
Τα κειμήλια
Εχει αρχίσει να σουρουπώνει. Περνώ από το Σπίτι του Κρητικού Πολιτισμού, όπου εκτίθενται συγκινητικά κειμήλια, αντικείμενα που οι Τουρκοκρητικοί έφεραν μαζί τους από τη χαμένη πατρίδα: μπακιρένια σκεύη, παλιές φωτογραφίες (κάποιες γαμήλιες), στιβάνια (κρητικές μπότες), όπλα, κεντήματα, ακόμα και ένα μεταξωτό νυφικό. «Ολες οι οικογένειες έχουμε δώσει από κάτι για να φτιαχτεί αυτό το μικρό μουσείο», με ενημερώνει ο Μεμέτ Τζομπανάκης, τρίτης γενιάς Τουρκοκρητικός. «Για να μπορούν οι επισκέπτες της Σίδης να μαθαίνουν την ιστορία μας». Τον ρωτώ τι σημαίνει για τον ίδιο η κρητική καταγωγή του. Χαμογελάει. «Κρητικός σημαίνει να έχεις δύναμη στην καρδιά!».

