πάσχα-είναι-563572414
Ο πατήρ Σπυρίδων, μοναχός που ζει εδώ και 54 χρόνια στην Ιερά Μονή της Παναγίας Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, είναι πρόσωπο αγαπητό τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες του νησιού. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν από μερικές εβδομάδες, μετά την εσπερινή λειτουργία στη μονή.

Πάσχα είναι…

Επτά συγγραφείς περιγράφουν στην «Κ» τι σημαίνει γι’ αυτούς Πάσχα, με μια ανάμνηση, με μια σκέψη

Ο πατήρ Σπυρίδων, μοναχός που ζει εδώ και 54 χρόνια στην Ιερά Μονή της Παναγίας Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, είναι πρόσωπο αγαπητό τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες του νησιού. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν από μερικές εβδομάδες, μετά την εσπερινή λειτουργία στη μονή.
Επιμέλεια: Σάκης Ιωαννίδης

«Greaster» στον Αγιο Νικόλαο

Της Βικτόριας Χίσλοπ

Oλοι οι φίλοι μου στον Aγιο Νικόλαο της Κρήτης μου έλεγαν ότι το ελληνικό Πάσχα –ή «Greaster», όπως το λέμε στην οικογένειά μου– ήταν μια εμπειρία που έπρεπε οπωσδήποτε να ζήσω. Δεν καταλάβαινα την επιμονή τους… μέχρι που το έζησα, πρώτη φορά. Και από τότε, εδώ και δέκα χρόνια, δεν έχω λείψει ούτε μία φορά. Ειλικρινά, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που οι Eλληνες αποκαλούν «καθολικό Πάσχα». Στη Βρετανία είναι μια μέρα όλη κι όλη, όπου κάποιοι γονείς πηγαίνουν τα παιδιά τους στην εκκλησία – κι έπειτα τα παιδιά τρώνε σοκολατένια αυγά μέχρι να μην αντέχουν άλλο.

Eτσι λοιπόν… Το πρώτο μου ελληνικό Πάσχα ήταν ένα σοκ. Eνα υπέροχο σοκ.

Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η περιφορά του πανέμορφα στολισμένου Επιταφίου σε όλη την πόλη, σε μια ατμόσφαιρα βαθιάς κατάνυξης, ενώ η μπάντα του δήμου συνοδεύει την πομπή με πένθιμους σκοπούς.

Oλα αυτές τις λίγες ημέρες με εκπλήσσουν και με συγκινούν, και είναι τόσο διαφορετικά από τη γιορτή σοκολάτας της Αγγλίας.

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου συγκεντρωνόμαστε όλοι γύρω από τη λίμνη, με τις λαμπάδες στο χέρι, γεμάτοι προσμονή, ενώ ανταμώνουμε με φίλους που ήρθαν από την Αθήνα ή και πιο μακριά, μόνο και μόνο για να ζήσουν αυτή τη στιγμή. Τα βλέμματά μας στρέφονται στο ομοίωμα του Ιούδα, που όλη τη μέρα κρέμεται από την αγχόνη που στήθηκε στη μέση της λίμνης, και καθώς πυκνώνει το σκοτάδι, η φιγούρα του μόλις που διακρίνεται. Τότε, από την κορυφή του λόφου, ανάβει μια θρυαλλίδα και εκτοξεύεται μια φλεγόμενη σαΐτα τυλίγοντας τον Ιούδα στις φλόγες μέχρι να γίνει στάχτη, μέσα σε μια πύρινη λαίλαπα τόσο θερμή που τη νιώθουμε όλοι γύρω από τη λίμνη.

Πάσχα είναι…-1
Στα αμπέλια της Ολύμπου

Tην Λαμπρή Τρίτη (Τρίτη του Πάσχα) στην Ολυμπο της Καρπάθου η λιτανεία ξεκινάει περιφερειακά του χωριού, διασχίζοντας αμπέλια και χωράφια, με τους κατοίκους να ακολουθούν τη μεγάλη αυτή διαδρομή, που καταλήγει στα κοιμητήρια της περιοχής, όπου οι ιερείς ψάλλουν πάνω από κάθε μνήμα. Εκεί κατευθύνεται και ο άνδρας, κρατώντας την ελληνική σημαία, μαζί με τα δύο κοριτσάκια, στη λιτανεία του 2016.

Ο ιερέας ψέλνει και τα αγιοκέρια ανάβουν από μία και μόνη φλόγα –εκείνη που έφτασε το ίδιο βράδυ από τα Ιεροσόλυμα– και σιγά σιγά χιλιάδες φλόγες τρεμοπαίζουν μέσα στο πλήθος. Είναι μια μαγική στιγμή. Κι έπειτα ξεκινούν τα πυροτεχνήματα – εκρήξεις που αντηχούν στους βράχους, εκκωφαντικές, αλλά συναρπαστικές.

Την Κυριακή του Πάσχα, και παρά το χθεσινό ξενύχτι, πηγαίνουμε νωρίς νωρίς στην εκκλησία κι έπειτα βρισκόμαστε με φίλους για γλέντι και πλούσιο φαγοπότι (όχι μόνο σοκολάτα).

Oλα αυτές τις λίγες ημέρες –η διάθεση, η μετάβαση από το πένθος στη γιορτή, από την αυστηρή νηστεία στην απολαυστική υπερβολή– με εκπλήσσουν και με συγκινούν, και είναι τόσο διαφορετικά από τη γιορτή σοκολάτας της Αγγλίας. Η αντίθεση ανάμεσα στην ιερή κατάνυξη μέσα στην εκκλησία και, λίγα λεπτά αργότερα, στη ζωντανή, θορυβώδη συνάθροιση στην όχθη της λίμνης είναι κάτι που δεν μοιάζει με τίποτε απ’ όσα έχω ζήσει. Μοναδική και υπέροχη εμπειρία.

Καλή Ανάσταση!

Τότε που ο Θεός μού φάνηκε πειστικός

Της Βίβιαν Στεργίου

Ξαναβρήκα τον Θεό κάπου στην προτελευταία τάξη του λυκείου. Καθισμένη στο παιδικό μου δωμάτιο μελετούσα ζαλισμένη από τη μυρωδιά των δέντρων. Από κάπου ακούγονταν καμπανούλες. Η μαμά μού πρότεινε να πάμε στο μοναστήρι. Είπα ναι. Δεν είχα καμία διάθεση να πάω «κανονική» εκκλησία. Μ’ ενοχλούσε ο κόσμος, το κήρυγμα. Μου γυρνούσε το στομάχι ν’ ακούω για την αρετή της παρθενίας ή για την αξία της γυναικείας σιωπής.

Το ντύσιμο, τόσο των πιστών όσο και των ιερέων, με μπέρδευε: δεν υποτίθεται πως το σώμα είναι απλώς όχημα, γιατί τέτοιες φροντίδες; Μπερδευόμουν που από τη μία έπρεπε να περιφρονούμε τα υλικά αγαθά κι από την άλλη πάρκαραν τα τζιπ μπροστά στην Εκκλησία, για να βγουν διάφοροι ψευδόπλουτοι ντυμένοι επίσημα να προσκυνήσουν. Ημουν δεκαεπτά.

Είχα μεγάλη περιέργεια να δω το μοναστήρι. Η Μονή Ρουσάνου στα Μετέωρα δεν συγκαταλεγόταν τότε στους τοπ τουριστικούς προορισμούς για Αθηναίους. Οι περισσότεροι επισκέπτες ήταν ξένοι και πήγαιναν σε πιο φανταχτερά μοναστήρια του συγκροτήματος. Οι Ελληνες επισκέπτες βάλτωναν σε κάποια ταβέρνα με τσίπουρο χύμα και παραβρασμένα χόρτα.

Ηταν ήσυχα στη μονή, αυτό θέλω να πω. Σκαλοπάτια μέσα στη βλάστηση οδηγούσαν σ’ ένα ξύλινο γεφυράκι και τελικά στον εσωτερικό κηπάκο του μοναστηριού. Από τον προθάλαμο μπορούσες να δεις το φως να γλείφει τους βράχους των Μετεώρων. Από ένα μικρό παραθυράκι του ναού αμπέλια. Τόσο όμορφο μέρος για προσευχή δεν είχα ξαναδεί. 

Αλλη πρώτη φορά: Λειτουργία με γυναικείες φωνές! Δεν είχα ξανακούσει. Αφού ξεπέρασα τον θαυμασμό μου για τη λιτή ομορφιά του βράχου και του μοναστηριού, προσπάθησα να συγκεντρωθώ στις πένθιμες φωνούλες. Το τραγούδι τους ήταν μαγικό. 

Γινόταν να χάσει ο θάνατος, να ηττηθεί ένα ανοιξιάτικο βράδυ; Το Πάσχα με συγκινεί, γιατί κάπου μεταξύ θείου πάθους, πένθους και ανάστασης νεκρών η κυριολεξία συντρίβεται. 

Δεν υπήρχε κήρυγμα πριν και μετά. Μικρόφωνο, επαγγελματικός ανθοστολισμός, κοσμικότητες. Μια μοναχή μού έσφιξε το χέρι και ένιωσα ένα ρεύμα δύναμης από το σώμα της στο δικό μου – αυτή στον κορωνοϊό πέθανε. Σ’ ένα μικρό δωματιάκι είχαν την εικόνα του Ιησού που ταπεινώνεται. Το δίδαγμα χαράχθηκε μέσα μου: χωρίς ταπείνωση τίποτα καλό. Ο Ιησούς άφηνε να τον τρυπάνε, να τον πειράζουν.

Εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με το μάγουλο που γυρίζει κι από την άλλη, αλλά με μια συνολική στάση ζωής, εντελώς αντίθετη με όσα ισχύουν στον κόσμο: Καλύτερα να σε βλάψουν, παρά να βλάψεις. Ο Ιησούς μες στο μυαλό μου γινόταν κάποιος ανώτερος τύπος, αδιάφορος για όλη αυτή τη φασαρία μικροπρέπειας και κατανάλωσης που εκτυλισσόταν γύρω μου· η μετεφηβική καρδιά μου ήταν έτοιμη να τού παραδοθεί.

Πέρασα όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα στο μοναστήρι. Δεν διανυκτερεύαμε, τρώγαμε μεσημεριανό σπίτι και μετά πηγαίναμε πάλι. Η επίσκεψη ήταν καταβύθιση στη σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε, όταν έπαυε η λειτουργία άκουγες δέντρα. Οι φωνές των μαδημένων από τη νηστεία μοναχών ήταν μέλι. Η άνοιξη οργίαζε, είχε κάτι απάνθρωπο όλο αυτό, συντριπτικό. 

Η κοινότητα του γυναικείου μοναστηριού κερνούσε συγχώρεση. Οι γυναίκες πήγαιναν να πουν τον πόνο τους. Οι εικόνες έλεγαν πως εν μέσω άνοιξης ο άνθρωπος συντρίβεται, γίνεται χώμα και τον τρώνε τα λουλούδια. Ολοι μασούλαγαν λουκούμια, ρουφούσαν τον καφέ τους, έπιναν νερό από το πλαστικό μπουκάλι. Αντάλλασσαν παρηγορητικές κοινοτοπίες.

Μου άρεσε που δεν χρειαζόταν να κάνουν τους χαζοχαρούμενους, υπήρχαν τύποι που αναστέναζαν, γυναίκες που μάζευαν κουράγιο. 

Το Πάσχα γινόταν πέρασμα σε μια εναλλακτική θέαση του κόσμου: Να αγαπάς. Να γυρίζεις το μάγουλο. Να είσαι αφελής. Ξέχασα αυτές τις εντολές, ως ώφειλα, με το που πέρασα πανεπιστήμιο. Αλλά θυμάμαι εκείνο εκεί το Πάσχα.

Υπήρχε το ενδεχόμενο να προσπαθήσει κανείς όντως να πάρει στα σοβαρά τα λόγια του Ιησού κι αν ναι, τι θα σήμαινε πραγματικά αυτό; Γινόταν να χάσει ο θάνατος, να ηττηθεί ένα ανοιξιάτικο βράδυ; Το Πάσχα με συγκινεί, γιατί κάπου μεταξύ θείου πάθους, πένθους και ανάστασης νεκρών η κυριολεξία συντρίβεται.

Πάσχα είναι…-2
Οι Λαζαρίνες – Το Σάββατο του Λαζάρου, στην Αιανή Κοζάνης, μικρά κορίτσια αλλά και μεγαλύτερες γυναίκες φορούν την παραδοσιακή στολή και αναβιώνουν ένα από τα πιο ξεχωριστά πασχαλινά έθιμα, τις Λαζαρίνες. Η εικονιζόμενη ποζάρει το 2023 σε στάβλο – χαρακτηριστικό χώρο για τις αγροτικές οικίες της περιοχής.

Η ασφάλεια του οικείου και απαράλλακτου

Της Βασιλικής Πέτσα

Πάσχα είναι να επιστρέφεις. Σε τόπους καταγωγής, στη χριστιανική παράδοση, στα έθιμα και στις παραδόσεις, με τη βεβαιότητα της επανάληψης, την ασφάλεια του απαράλλακτου, την καθησυχαστική επαναφορά του οικείου. Είναι ένας μονωμένος χώρος αποθήκευσης συνηθειών, πρακτικών, αισθημάτων, εικόνων, έξω απ’ τον χρόνο, μια άρση στη ροή των πραγμάτων, κρυοσυντήρηση στην καρδιά της άνοιξης. 

Πάσχα όπως λέμε: «φωτογραφία». Είναι όλοι τους εκεί –εγώ δεν έχω γεννηθεί–, ο παππούς, που χειροκροτά καθισμένος, κάποιες από τις αδελφές του δίπλα του, από την άλλη μεριά η γιαγιά. Γελάνε, είναι κεφάτοι, στο βάθος διακρίνεται η άκρη ενός τραπεζιού με πιάτα ξέχειλα και σε πρώτο πλάνο η μικρότερη, νομίζω, αδελφή του παππού, η Μαρία, που σέρνει τον χορό με την παλάμη υψωμένη· υπήρξε όμορφη, όπως μου έχει πει η μητέρα μου, μικροκαμωμένη. Πρέπει να γιορτάζουν κάποιο Πάσχα. 

Ανακαλώ στον νου μου αυτή την εικόνα από τις αμέτρητες φορές που έχω ξεφυλλίσει τα οικογενειακά άλμπουμ στο σπίτι της Λάρισας, από όπου περνούσα απαραιτήτως για επίσκεψη μετά τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η γιαγιά τα συντηρούσε ευλαβικά, με ημερομηνίες, είχε γεμίσει ολόκληρα ντουλάπια με δαύτα, είχε μάλιστα και δυο-τρεις φωτογραφικές μηχανές πάντα έτοιμες – χρησιμοποιούσε ακόμη φιλμ. Είναι τα μόνα αντικείμενα που ζήτησα να πάρω από το σπίτι της φέτος, που η γιαγιά για πρώτη φορά θα λείπει. 

Πάσχα είναι να προσδοκώ ανάσταση νεκρών. Να ελπίζω, να
φαντάζομαι, υπομονετικά να περιμένω ένα οικογενειακό τραπέζι.

Χρειάστηκε να σκεφτώ, να προσπαθήσω να καταλάβω, γιατί μου εντυπώθηκε στη μνήμη αυτή η συγκεκριμένη φωτογραφία. Δεν είναι πολύ επιτυχημένη, έχει τραβηχτεί βιαστικά, είναι κάπως θολή και κανείς δεν φοράει τα καλά του. Είναι, όμως, η μόνη φορά που βλέπω τη θεία Μαρία να χαμογελάει.

Λίγο αφότου γεννήθηκα, έχασε τον 20χρονο γιο της, τον Δημήτρη, σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Μια μαύρη τρύπα των οικογενειακών αφηγήσεων, μια άλλη φωτογραφία στο καλοριφέρ της γιαγιάς, δίπλα στις υπόλοιπες απώλειες. Μετά, δίπλα του, προστέθηκε και ένα πορτρέτο της θείας Μαρίας, με την αναλλοίωτη έκφραση τραγικότητας που έκτοτε εντυπώθηκε στο πρόσωπό της.   

Οσο κι αν μου στοιχίζει, θα το κάνω και φέτος το ταξίδι στη Λάρισα. Το σπίτι θα είναι άδειο, όμως εγώ θα ξεφυλλίσω και πάλι τα άλμπουμ, που μου τα κράτησαν, κι έπειτα θα τα φορτώσω στο αυτοκίνητο και θα τα πάρω μαζί μου, θα συντηρήσω κι εγώ ευλαβικά κάθε κουνημένο καρέ, κάθε ξεθωριασμένο περίγραμμα, κάθε χαμόγελο που δεν πρόλαβα.   

Διότι, πάνω από όλα, Πάσχα είναι να προσδοκώ ανάσταση νεκρών. Να ελπίζω, να φαντάζομαι, υπομονετικά να περιμένω ένα οικογενειακό τραπέζι, που θα βρεθούμε πάλι όλοι μαζί, να βγάλουμε φωτογραφίες, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε. Διότι τίποτα δεν χάνεται, διότι τίποτε από όσα αγαπήσαμε δεν γίνεται, δεν μπορεί, έτσι απλά, να τελειώνει.

Μεταμόρφωση

Του Κρίστοφερ Κινγκ

Το ελληνικό Πάσχα για μένα είναι συνώνυμο της μεταμόρφωσης. Λέγοντάς το αυτό, υποψιάζομαι πως πολλοί Eλληνες θα σηκώσουν το φρύδι και θα πουν: «Μα φυσικά. Αυτό είναι αυτονόητο». Ομως, όπως το εννοώ εγώ, είναι κάτι βαθιά προσωπικό και ιδιοσυγκρασιακό.

Θέλω να πω ότι η μεταμόρφωση είναι γήινη και βιολογική, και μπορεί εξίσου να είναι πνευματική και θρησκευτική. Εγώ πάντως την αντιλαμβάνομαι με έναν τρίτο τρόπο. Με την έννοια της συλλογικότητας – ως μια δυνατότητα να «αναγεννηθεί» κανείς μέσα από την αίσθηση του ανήκειν: σε μια κοινότητα, σε έναν τόπο, σε ανθρώπους, σε έναν τρόπο ζωής. Ετσι την εννοώ.

Εχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στη νοτιοδυτική Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών, ένιωθα πάντοτε αποκομμένος από την κοινωνία γύρω μου. Για σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια ήμουν ένας ξένος, με μια βαθιά, επίμονη αίσθηση πως δεν ανήκω εκεί. Αλλά στην Ελλάδα –και ιδιαίτερα στην Ηπειρο– συμβαίνει το αντίθετο. Σιγά σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι εδώ ανήκω, ότι, με έναν τρόπο, έχω γίνει κομμάτι του ιστού της ζωής, έτσι όπως αυτή βιώνεται.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι είμαι Ελληνας ή ντόπιος. Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και ούτε πρόκειται. Ομως, ό,τι κι αν σημαίνει «ελληνικότητα», μου έχει δοθεί σαν δώρο αυτή η διακριτική γνώση τού τι πραγματικά είναι. Και νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη που είχα την ευλογία να τη γνωρίσω.

Eχοντας επιστρέψει στις ΗΠΑ δύο φορές πριν από αυτό το ελληνικό Πάσχα του 2025, γνωρίζω πια δύο πράγματα: η Αμερική, όπου ζούσα κάποτε, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι αγνώριστο για μένα και η Ελλάδα, όπου ζω τώρα, έχει γίνει ένα ασφαλές καταφύγιο. Ενας παράδεισος. Δεν αστειεύομαι όταν απαντώ σε όσους με ρωτούν γιατί ζω στην Hπειρο: «Γιατί είναι παράδεισος». Παρά τα επίμονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, και η Hπειρος, παραμένει ένας επίγειος παράδεισος.

Αν δεν με πιστεύετε, σκεφτείτε τις πεταλούδες. Η πεταλούδα είναι το αρχετυπικό σύμβολο της μεταμόρφωσης. Τα σαφή και διακριτά της στάδια –από τη γέννηση στον θάνατο και στην αναγέννηση: αυγό, προνύμφη, χρυσαλλίδα, πεταλούδα– είναι ταυτόχρονα μυστηριώδη και θαυμαστά. Είναι σαν ο Θεός να έσκυψε πάνω στο εργαστήριό του και να έπλασε την πεταλούδα για να μας διδάξει την έννοια της αλλαγής.

Aν το ελληνικό Πάσχα είναι συνυφασμένο με τη μεταμόρφωση –κάτι που πιστεύω–, τότε είναι και με την ελπίδα.

Σε ποιο στάδιο της μεταμόρφωσης βρισκόμαστε στην Ελλάδα; Δεν μπορούμε να το απαντήσουμε αυτό, γιατί δεν μπορούμε να σχολιάσουμε τη ζωή, όσο είμαστε μέρος της. Είμαστε κομμάτι της ύφανσης, μέρος του ίδιου του υφάσματος του κόσμου, και δεν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας καθαρά – ίσως ούτε καν αμυδρά.

Πριν από αυτό το ελληνικό Πάσχα, έχασα τον άνθρωπο που αγαπούσα περισσότερο στη ζωή μου. Eχασα τη μητέρα μου. Oμως, αν το ελληνικό Πάσχα είναι συνυφασμένο με τη μεταμόρφωση –κάτι που πιστεύω–, τότε είναι και με την ελπίδα. Αλλά και με την πίστη, σε βαθιά προσωπικό και ιδιοσυγκρασιακό επίπεδο, ότι το αποτύπωμά της στη ζωή μου είναι εξίσου μυστηριώδες και υπέροχο. 
Φέτος, που θα περάσω το Πάσχα στην Ελλάδα –στην Oλυμπο της Καρπάθου, αλλά και στην Κόνιτσα της Ηπείρου– το βλέμμα μου θα είναι στραμμένο στις πεταλούδες. Θα συλλογιστώ κατά πόσο συνειδητοποιούν την εξέλιξή τους και, κυρίως, αν έχει σημασία να το κάνουν.

Πάσχα είναι…-3
Λιτανεία στην Πάτμο

Τη Μεγάλη Εβδομάδα, στη Χώρα της Πάτμου, πραγματοποιείται λιτανεία που ξεκινάει από την κεντρική εκκλησία. Η εικόνα της Παναγίας, μαζί με άλλες, περιφέρεται σε όλο το χωριό, με τους κατοίκους, τους ψάλτες και τους ιερείς να
ακολουθούν την πομπή. Αλλά δεν περνάει μόνο από τα δρομάκια της Πάτμου. Μπαίνει μέσα και σε κάθε σπίτι, για να χαρίσει η Παναγία την ευλογία
της. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 2019.

Χελιδονοφωλιές

Του Σωτήρη Δημητρίου

Απρίλης μήνας κι ένα κάτασπρο πρωινό διάβαινε απ’ τον φράχτη της Ρέσμως η Ευδοκία. 

Η Ρέσμω έδενε με κορδέλες από γλυκά, κουκιά στις φούρκες τους. Ηξεραν ο κόσμος το χούι της και της έδιναν τις κορδέλες απ’ τα γλυκά. 

Τα κουκιά ανάγγελλαν τα κηπικά της καλοκαιρίας. Και τι δεν έβγαζε εκείνος ο κήπος: ντομάτες, πιπεριές, φασολάκια, κολοκύθια, βλίτρα, μελιτζάνες. 

Αϊ μωρή μαύρη. Σβάρα σβάρα κι εσύ. 
Ε, μωρ’ Ρέσμω, δεν λες είμαστε ακόμα στα ποδάρια μας;
Μπήκε στην αυλή. 

Καλημέρα, σου σπαίνουν τη μύτη, Ρέσμω μου, οι μόσχοι απ’ τα λουλούδια σου. 
Δόλιο άνοιξη λες, λέει η Ρέσμω και άρχισε να απαγγέλλει. 

Την άνοιξη φουντώνουν τα κλαριά
και κλειούν τα μονοπάτια,
λαλεί κι ο δόλιο κότσιφας
στα πράσινα δεντράκια,
το θυμιέμαι απ’ το σκολειό θάρρω. 

Βλαστάρωσε κι η ροδακινιά σου, Ρέσμω. 

Θα ιδώ έρημα ροδάκινα ’φέτο, ωωω Βδόκω. Θα ’κούσουμε εφέτο κούκο;
Κι εφέτο και του χρόνου. Ω Ρέσμω, όλο το θυμιούμαι κι όλο μου φεύγει από τη γνώμη. Πού ’ν’ τα χελιδόνια σου; Σε σένα σήκωναν τον τόπο.

Μια βολά, Βδόκω, τρεις φωλιές είχε φτιάκουν. Ερθε το έρημο το κουνάβι γκρέμισε τη μια φωλιά, τα ξώρνιασε. Το ταχυό ούτε τσίου ούτε μουσικές, ήτανε φευγάτα. Παραμόνεψα τη νύχτα, έρθε πάλε ο βρυκόλακας και το λιάνισα με τον κόπανο. 
Από καμμιά βδομάδα έρθαν τα μισά, αλλά από τα τότες δεν είναι θαρρετά. Κι αφ’ όντις πέθανε ο μαυροάντρας μου πίσω δεν έρθαν. Δυο μαύρα χρόνια δεν πάτησα στον κήπο, δεν τσίτωσα ούδε κλωνί μαϊντανόζι.

Ηρθαν τα χελιδόνια. Κείν’ το πρωί που πηγαινοέρχονταν να χτίσουν τη φωλιά η Ρέσμω φεγγοβόλαγε. Ολη μέρα τα τοίραζε και, καλώς τα, και, καλώς τα, ήλεγε αράδα.

Σεβάστηκαν φαίνεσται αλλά εγώ τάηθελα. Με το που έβαλα πάλε κήπο, ίσια παρουσιάστηκαν, αλλά μια βολά τα έρημα μου έφεραν ψείρες. Γιόμισε ο τόπος ψείρες και τις γκρέμισα τις φωλιές. Τώρε και τρία χρόνια δεν έρχονται. Απόμεικα να κοιτάω τον ουρανό. Ερχεται καμμιά βολά καένα σαν αστραπή στην αυλή, δεν προλαβαίνω να το καλωσορίσω και φεύγει. Τώρε μου το κράτησαν γινάτι; Αμ τι αδέ, είναι πιο νοητά από τον άνθρωπο. Κι αυτά γιατί μου έφεραν ψείρες; 
Πλάσεις του Θεού είν’ κι αυτά, μωρ’ Ρέσμω, λέει η Ευδοκία και κίνησε να φύγει.
Εκα, Βδόκω, να σου δώσω καμμιά σαλάτα; 

Ηρθε με δυο μαρούλια –σαλάτες τα ’λεγε– σαν να κράταγε τριαντάφυλλα. 
Τα πάει ο καιρός φέτο. Ω Βδόκω, είδες πού σούειπα χτε ότι κάτι στενοχώρια θα περάσω, αναστενάζω χωρίς να το θέλω; 

Ε, Ρέσμω. 

Πώς το ’φερε η κουβέντα ο βρυκόλακας η Μαρίνα, η Αϊ Μαρίνα, μου λέει. Θυμιέσαι, Ρέσμω, τότες που έκανες αποβολή στην Κέρκυρα και ήφερα στη φαμίλια σου ένα λιγιένι τηγανίτες να φαν τα παιδιά; 

Πότε, μωρ’ Μαρίνα μου, της λέω, έκανα αποβολή; Η γνωμούλα σου σ’ τα λέει; Και τις τηγανίτες, μωρ’ Μαρίνα, τις πηγαίνουν σε απλάδα, σε πιάτο, δεν τις πηγαίνουν σε λιγιένια. Από τα χτε, Βδόκω, δεν μου το βγάζει η γνώμη. 
Κι εσύ το ’βαλες κασαβέτι; Ας είπε, κόσμος είναι και λέει.

Από καμπόσες μέρες με το που είδε η Ευδοκία την Τούλα την κοπέλα της Ρέσμως, έτσι κι έτσι, της είπε. 

Λησμόνησε, μωρ’ Τούλα, η μάνα σου την έκτρωση; Δυο μήνες θυμιούμαι της πήγαιναν τα δάκρυα ροΐ.

Μου τάειπε κι η Μαρίνα, λέει η Τούλα. Τώρα θέλει να το ξεχάσει; Ηρθε ο θείος Αλ; Τι να πω, κυρά Ευδοκία.
Ποιος είναι αυτός ο θείος, ω Τούλα. 
Αλτσχάιμερ, κυρά Ευδοκία, φεύγει το σπυρί. 

Ούι, μωρ’ κοπέλα μου, να θελήσει ο Θεός να έρθουν αλλιώς τα πράγματα. 
Και πραγματικά τουλάχιστον εκείνο το Πάσχα ο Θεός την άκουσε την Ευδοκία. 
Ηρθαν τα χελιδόνια. Κείν’ το πρωί που πηγαινοέρχονταν να χτίσουν τη φωλιά η Ρέσμω φεγγοβόλαγε. Ολη μέρα τα τοίραζε και, καλώς τα, και, καλώς τα, ήλεγε αράδα.

Ευδοκία, Ευδοκία, φώναξε το γιόμα στη γειτόνισσα. Ερθαν τα χελιδόνια. 
Ισια παρουσιάστηκε κι η Ευδοκία. 

Καλά τώρε, μο Βδόκω, τι είπαν στη γλώσσα τους το ένα με τ’ άλλο. Να πάτε και στο σπίτι της Ρέσμως εφέτο; Είχαμεν κατοικιό εκεί; Χα, χα, χα, ωρέ κόσμε – έληξε η τιμωρία της; Και πώς τα οδήγησαν οι μανάδες τους από τους Αγιους Τόπους να βρουν το σπίτι μου; Δεν είν’ θεοτικά πράγματα αυτά;

Το πέρασμα

Το Πάσχα είναι πέρασμα από την εξουσία
του φόβου στην άνοιξη της πίστεως.

Στέλιος Ράμφος

Πάσχα είναι…-4
Η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου – Στις Πλάκες της Μήλου, τρεις σταυροί δεσπόζουν στον νησιωτικό ορίζοντα. Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Παρασκευή, στις 16.00, κάτοικοι και επισκέπτες συμμετέχουν στην αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Εσταυρωμένου. 

Ο Ιούδας βρωμούσε υπέροχα

Της Λένας Διβάνη

Οταν πρωτοεμφανίστηκε εκείνη στο σχολείο μας τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα. Ημασταν 12 χρόνων, βλέπετε, και τα ύδατά μας έτειναν να ταράσσονται πολύ εύκολα. Φυσικά πρώτα έπαθαν την πλάκα τους τα αγόρια. Την κοίταζαν και δεν το πίστευαν ότι ένα τέτοιο ουρί του παραδείσου προσγειώθηκε στην αυλή του σχολείου μας, στη μέση της χρονιάς, λίγο πριν το Πάσχα. Ηταν Αθηναία, ψηλή, λαμπερή, με τουπέ τρελό για δωδεκάχρονο, με ξανθιές μπούκλες μέχρι τον πισινό της, κόκκινο πουλόβερ και τζην levis αμερικάνικο, όχι Καλαμάτας.

Εν ολίγοις ήταν επικίνδυνα πανεμορφοαπαισιότατη κατά τη γνώμη της Ελλης. Ομολογώ ότι η κολλητή μου η Ελλη είχε ένστικτο πίτμπουλ. Μυριζόταν τον κίνδυνο από πεντακόσια μέτρα μακριά εξ ου και αξιολόγησε αμέσως ότι η Αλκη ήταν μεγάλος κίνδυνος. Δεν ήταν δύσκολο. Ο μεγάλος της έρωτας, ο Μιχάλης, ένα μπασμένο και ασύδοτο δωδεκάχρονο, είχε γουρλώσει τα μάτια μόλις είδε την ξανθιά. Την πλησίασε σαν υπνωτισμένος παραμερίζοντας τους λοιπούς γαμπρίζοντες και της είπε με γλοιώδες ύφος: «Αν η φωνή σου είναι τόσο ωραία όπως εσύ, έλα σήμερα στον Αγιο Νικόλαο στους χαιρετισμούς. Θα πάμε με τη χορωδία να τραγουδήσουμε». Η Ελλη το άκουσε με το βιονικό αυτί της και φρύαξε. Από πότε έγινε θεοσεβούμενος ο τσόγλανος; Μία φορά είχε έρθει στη χορωδία και μετά την κοπάνησε. Τώρα τον έπιασε ο πόνος;

«Κύριε, εσείς χθες μας είπατε ότι τη Μεγάλη Πέμπτη μιλάμε για την προδοσία. Του Ιούδα την προδοσία. Γιατί ασχολούμαστε τώρα μ’ αυτήν την ξανθιά;».

Παρ’ όλα αυτά η ξανθιά πετάρισε τη βλεφαρίδα (τη μακριά βλεφαρίδα) μόλις άκουσε την πρόσκληση, τίναξε τη μεταξένια χαίτη της με χάρη, χαμογέλασε αινιγματικά και είπε: «Θα δω». Ετσι που το είπε όμως καταλάβαμε ότι θα έρθει και θα παραέρθει στην εκκλησία. «Τα θέλει ο κώλος της», αποφάνθηκε η Ελλη κόκκινη σαν καρπούζι τον Αύγουστο. «Ντροπή να μιλάς έτσι Μεγάλη Εβδομάδα», της είπα εγώ σαν να ’μουν η μεγαλύτερη θεούσα του Βόλου. Την τράβηξα στην τάξη να προβάρουμε με τους υπόλοιπους χορωδούς τους ψαλμούς του απογεύματος.

Η Ελλη έκανε συνεχώς παραφωνίες. Κοίταζε έξω από το παράθυρο το γαϊδούρι τον Μιχάλη που έπαιζε μπάλα κορδωμένος σαν διάνος για να εντυπωσιάσει την ξανθιά που έκανε πως δεν κοιτούσε. «Κοίτα τι κάνει ο ηλίθιος. Κοίτα το ζώον. Ηθελα να ’ξερα τι της βρίσκει», μουρμούριζε στ’ αυτί μου. Εγώ έβλεπα τι της βρίσκει, αλλά για λόγους αυτοπροστασίας είχα μουγγαθεί και κουνούσα περιφρονητικά το κεφάλι. Ο δάσκαλος της μουσικής μας ρωτούσε αν ξέρουμε το επεισόδιο όπου ο Ιησούς τρώει με τα φιλαράκια του και ξαφνικά μπαίνει στο δωμάτιο μια πόρνη. «Ετσι ξαφνικά μπαίνουν αυτές», μουρμούρισε η Ελλη.

Ο δάσκαλος δεν την άκουσε και συνέχισε: «Η πόρνη πήγε προς τον Ιησού κλαίγοντας». «Η δικιά μας είναι πιο βλαμμένη, γελάει», είπε η Ελλη. Ο δάσκαλος συνέχισε να διηγείται ότι η πόρνη έβγαλε ένα μπουκαλάκι με μύρο κι όχι μόνον άρχισε να πλένει τα πόδια του Ιησού αλλά τα φιλούσε κι από πάνω. «Τι ανωμαλίες είναι αυτές;» μουρμούρισε πιο δυνατά τώρα γιατί ήταν έξαλλη πια η Ελλη. Κάτι έπιασε το αυτί του δασκάλου γιατί της έριξε μια αυστηρή ματιά και κατέληξε: «Οταν ξέπλυνε τα πόδια με τα δάκρυά της άπλωσε τα μακριά μαλλιά της και του σκούπισε τα πόδια». Η Ελλη φώναξε μπλιαχ (το ίου της εποχής) και σήκωσε το χέρι.

Εγώ την τραβούσα από το μανίκι αλλά δεν κατάφερα να της το κατεβάσω. «Κύριε, εσείς χθες μας είπατε ότι τη Μεγάλη Πέμπτη μιλάμε για την προδοσία. Του Ιούδα την προδοσία. Γιατί ασχολούμαστε τώρα μ’ αυτήν την ξανθιά;». «Ποια ξανθιά, παιδί μου; Τι λες;», απόρησε αυτός που απορροφημένος από το Θείο Δράμα αγνοούσε το δράμα που ξετυλιγόταν στην καρδιά της κολλητής μου. «Με συγχωρείτε κύριε, νομίζαμε πως η πόρνη ήταν ξανθιά», είπα εγώ για να την καλύψω. «Ξανθιά είναι», επέμεινε η Ελλη. Δεν υπήρχε οδός σωτηρίας. Παραιτήθηκα. Το ίδιο και ο δάσκαλος.

Το απόγευμα πήγαμε ομαδικώς στην εκκλησία. Ο ξεμυαλισμένος δεν εμφανίστηκε κλασικά. Ανεβήκαμε πάνω στο μπαλκονάκι του Αγίου Νικολάου και ψάλλαμε παράφωνα ως συνήθως. Η Ελλη είχε πιάσει άκρη και κρεμόταν σχεδόν στην προσπάθειά της να εντοπίσει την ξανθιά ή τον προδότη από ψηλά. Και δυστυχώς τους εντόπισε. Αριβάρισαν μαζί σαν πιτσουνάκια αργά, όταν ετοιμάζονταν οι άπιστοι να καρφώσουν τα καρφιά στον Χριστούλη.

Πάσχα είναι…-5
Η καραγκούνα – Κοπέλα με την παραδοσιακή νυφική φορεσιά της καραγκούνας, από τον Παλαμά Καρδίτσας. Βρίσκεται στο εσωτερικό του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Ρουμ, στην κεντρική πλατεία της περιοχής, ποζάροντας μπροστά από το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο του ιερού, ανάμεσα στις εικόνες της Παναγίας και του Ιησού, τη Μεγάλη Εβδομάδα του 2020.

Ο ήχος των καρφιών ακουγόταν ανελέητος – η εκκλησία αντηχούσε μπαμ, μπαμ, μπαμ. Η Ελλη τον έβλεπε να της δείχνει χασκογελώντας τα πλαστικά στεφάνια που ετοιμάζονταν να στολίσουν τον νεκρό, και ένιωθε τα καρφιά να μπήγονται στην καρδιά της ένα ένα. Συγκρατιόταν όμως, κάτι ήλπιζε ακόμα. Οταν όμως τον είδε να της στρώνει τις χρυσαφένιες μπούκλες τη στιγμή που ζεστάθηκε κι έβγαλε το παλτό της, την πήραν τα κλάματα. «Γιατί κλαις, παιδί μου;» ρώτησε ο δάσκαλος που ανησύχησε. «Για την προδοσία του Ιούδα, κύριε», είπα εγώ και του έκανα νόημα να μην επιμείνει άλλο. 

Φύγαμε από κει αμίλητες. Η Ελλη έστριψε στον δρόμο του σπιτιού της κάνοντάς μου ένα νόημα άνευ νοήματος. Δεν την παρεξηγούσα, την καταλάβαινα μολονότι εγώ δεν είχα ερωτευτεί κανέναν ακόμα. Ζούσε κι αυτή τον Γολγοθά της. Την άλλη μέρα δεν εμφανίστηκε στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν κρατήθηκα, την πήρα τηλέφωνο. «Θα ’ρθεις σήμερα; Ελα, ρε Ελλάκι, ν’ ακολουθήσουμε τον Επιτάφιο, μέσα στις ανθισμένες νεραντζιές, θα ’ναι πολύ ωραία, θα μοσχοβολάει».

«Δεν χρειάζεται να με παρακαλάς, θα ’ρθω!». Αυτό είπε, αλλά ο τρόπος που το είπε με θορύβησε. Δεν είχε ίχνος θλίψης, ίχνος μιζέριας. Ηταν η φωνή της Ζήνας, της βασίλισσας της ζούγκλας. «Τι έγινε; Τον ξέχασε; Εκανε ο Χριστούλης το θαύμα του;», αναρωτήθηκα ως εκκολαπτόμενη θεούσα.

Το απόγευμα ήρθε να με πάρει από το σπίτι με ένα τεράστιο χαμόγελο με δόντια. «Τι έπαθες;» τη ρώτησα. «Γιατί το παίζεις χαρούμενη;». «Είμαι χαρούμενη», με διόρθωσε. «Γιατί; τα ξαναφτιάξατε;». «Σκάσε και θα δεις». Εσκασα και περίμενα να δω.

Αυτό που είδα δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Οταν βγήκε έξω ο Επιτάφιος και άρχισε το πλήθος του λαού να τον ακολουθεί, η Ελλη με τράβηξε απ’ το χέρι στην άκρη. Από ’κείνο το στρατηγικό σημείο επιθεωρούσε τα διερχόμενα άτομα με γερακίσιο μάτι, προσπαθώντας να εντοπίσει ανάμεσά τους τον «προδότη» και την «πόρνη».

Μόλις τους είδε να βαδίζουν δίπλα δίπλα με ασορτί λαμπάδες, έλαμψε το μάτι της άγρια. Με έσυρε προς το μέρος τους. Τρυπώσαμε σιγά σιγά μέσα στον κόσμο και φτάσαμε πίσω τους. Τότε η Ελλη με αστραπιαίες κινήσεις έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι από την τσάντα της και έριξε το περιεχόμενό του πάνω στο μπουφάν του αλήτη. Αμμωνία ήταν. Μια σιχαμερή βρώμα ούρων σηκώθηκε στον αέρα και έπνιξε τα άνθη της νεραντζιάς και το μελισσοκέρι. «Μα τι βρωμάει εδώ πέρα;» αναφώνησε η ίδια η ένοχη σαν αθώα περιστερά.

Ο Ιούδας άρχισε να αγχώνεται. Μύρισε για μια στιγμή την «πόρνη» προς μεγάλο της εκνευρισμό, μετά μύρισε το δεξί του πέτο. «Εσύ βρωμάς, αγόρι μου», του είπε ένας παππούς από πίσω. «Εσύ», επιβεβαίωσε η Ελλη ήρεμα. Ο κόσμος άρχισε να απομακρύνεται για να ανασάνει.

Μέσα στην αναμπουμπούλα καθώς πηγαίναμε να φύγουμε κι εμείς, η Ελλη έδωσε μια στρατηγική σπρωξιά στο χέρι του παππού. Αυτό λύγισε, η λαμπάδα του πήρε κλίση και έπιασαν φωτιά οι μπούκλες της ξανθιάς, η οποία άρχισε να ουρλιάζει. Εμείς την κοπανήσαμε τάχιστα μέσα στο πλήθος που επιχειρούσε να της σβήσει το φλεγόμενο μαλλί.

Ομολογώ ότι είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Τι επιχειρησιακή δεινότητα ήταν αυτή; Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής αμίλητες, κυρίες, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Οταν χωριστήκαμε η κολλητή μου είπε: «Είδες; Υπάρχει Θεός τελικά!». Κούνησα το κεφάλι και έφυγα γεμάτη αμφιβολίες. Αν όμως πράγματι υπάρχει Θεός και τη βοήθησε, τότε είναι πολύ επικίνδυνος – όπως κι ο έρωτας. 

_______________________________________________________________________________

Κεντρική φωτογραφία: Εσπερινός στην αγκαλιά του Αιγαίου. Ο πατήρ Σπυρίδων, μοναχός που ζει εδώ και 54 χρόνια στην Ιερά Μονή της Παναγίας Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, είναι πρόσωπο αγαπητό τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες του νησιού. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν από μερικές εβδομάδες, μετά την εσπερινή λειτουργία στη μονή.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT