Η Ανάσταση του Χριστού συμβολίζει και τεκμηριώνει την υπέρβαση της θνητότητας, προσφέροντας επιπλέον την υπόσχεση της αιώνιας ζωής. Η Ανάστασή Του, κατά τον Απόστολο Παύλο, προαναγγέλλει την ανάσταση των σωμάτων, πριν από τη Δευτέρα Παρουσία, ώστε οι άνθρωποι –ως σώματα και ψυχές– να παρουσιαστούν ενώπιόν Του, στην Τελική Κρίση.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος διευκρινίζει ότι εάν δεν ανασταίνεται το σώμα, δεν ανασταίνεται ο άνθρωπος. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή· είναι ψυχή και σώμα. Αν ανασταίνεται μόνο η ψυχή, ο άνθρωπος ανασταίνεται κατά το ήμισυ. Αλλωστε, δεν κυριολεκτούμε όταν μιλάμε για ανάσταση της ψυχής, καθώς μόνο το σώμα ανασταίνεται, αφού μονάχα αυτό παραδίδεται στη φθορά.
Αυτή η καινοφανής, στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τουλάχιστον, αντίληψη για την ανάσταση των σωμάτων και την επανασύνδεση ψυχής και σώματος προξένησε ένταση στον 1ο μ.Χ. αιώνα. Στις «Πράξεις των Αποστόλων» (17: 31-32) διαβάζουμε ότι ο Απόστολος Παύλος, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, αναφέρθηκε στην Τελική Κρίση και είπε ότι ένας άνθρωπος, που αναστήθηκε εκ νεκρών, πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, σε μια προκαθορισμένη χρονική στιγμή.
Οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν από την αναφορά του Αποστόλου Παύλου σε ανάσταση νεκρών. Ορισμένοι μάλιστα τον χλεύασαν, ενώ άλλοι, με περίσκεψη και επιφύλαξη, του είπαν: «Θα σε ακούσουμε πάλι για αυτό το ζήτημα». Οι Αθηναίοι, παρότι εξοικειωμένοι με την πίστη στην αθανασία της ψυχής, αντέδρασαν στα περί ανάστασης των νεκρών, διότι η πνευματική παράδοση των αρχαίων Ελλήνων κατέφασκε μεν στην αιωνιότητα της ψυχής, χωρίς όμως την προοπτική εκ νέου ενσάρκωσής της. Η απαλλαγή από το σώμα, η ασώματη ύπαρξη, ήταν ορισμένως το ζητούμενο. Ακόμη και η μεταθανάτια ζωή των ψυχών παρουσιαζόταν συχνά στη γραμματεία τους με μελανά χρώματα.
Ο Πλάτων («Φαίδων», 114c), περιγράφοντας τη μεταθανάτια κρίση, αναφέρει: «Οσοι με τη φιλοσοφία έγιναν αγνοί και καθαροί, ζουν παντοτινά, χωρίς τα σώματά τους». Συμπληρώνει μάλιστα («Φαίδων», 81c-e) ότι η πρόσδεση της ψυχής στο σώμα αφορά τους τιποτένιους: «Μέσα στο σώμα κλεισμένη η ψυχή γίνεται βαριά και σύρεται πίσω στον ορατό κόσμο, επειδή φοβάται τον αόρατο και τον Αδη… Και αυτές, ξέρεις, οι ψυχές δεν είναι των καλών αλλά των τιποτένιων… καθώς πληρώνουν τα κρίματα της ζωής τους… Συνεχίζουν μάλιστα την περιπλάνηση έως ότου η επιθυμία τους για το σωματικό… τις δέσει και πάλι με το σώμα».
Ο Πλάτων γίνεται σαφέστερος στον «Τίμαιο» (42b-c): «Οποιος ζήσει σωστά τον χρόνο που του αναλογεί θα επιστρέψει στην έδρα του συγγενούς του άστρου και θα έχει εκεί ευτυχισμένη ζωή. Οποιος όμως αποτύχει θα μεταβληθεί με τη δεύτερη γέννηση σε γυναίκα. Αν συνεχίσει και πάλι στον κακό δρόμο, τότε, ανάλογα με το είδος της κακής του διαγωγής, θα λαμβάνει συνεχώς ζωικές μορφές που χαρακτηρίζονται από το ανάλογο είδος κακίας».
Και η αποστροφή του για την εκ νέου ενσάρκωση ολοκληρώνεται στον «Φαίδωνα» (83e): «Ανίκανη [η ψυχή] να φθάσει εξαγνισμένη στον Αδη… εξέρχεται βεβαρημένη από το σώμα έτσι ώστε σύντομα περιπίπτει σε ένα άλλο σώμα και αυξάνεται, σαν να την έχουν σπείρει μέσα σε αυτό, με αποτέλεσμα να μην κοινωνεί με το θεϊκό».
Παρομοίως με τους αρχαίους Ελληνες, οι ινδουιστές πίστευαν ότι η ψυχή, μετά τον θάνατο, αγωνίζεται για την οριστική αποδέσμευσή της από κάθε είδους σώμα. Οι διαρκείς μετενσαρκώσεις συνιστούν τιμωρία. Απώτερος στόχος είναι η «απελευθέρωση» (moksha), η οποία επιτυγχάνεται με την οριστική παύση των αέναων μετενσαρκώσεων (samsara). Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη η ιδέα της ανάστασης των νεκρών δεν είναι εξαρχής αποδεκτή και εισάγεται αρκετά αργά, στα Βιβλία των Δανιήλ και Ιεζεκιήλ (6ος π.Χ. αιώνας). Αντιθέτως, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι μουμιοποιούσαν τα σώματα των νεκρών, διότι πίστευαν ότι η αναγέννηση της ψυχής είναι δυνατή μόνο αν έχει διατηρηθεί το σώμα που τη φιλοξενούσε.
Στην προτροπή των Αθηναίων να τον ακούσουν ξανά για τα περί της ανάστασης των νεκρών ανταποκρίθηκε αργότερα ο Απόστολος Παύλος (Α΄ Προς Κορινθίους 15: 42-53), χρησιμοποιώντας, όπως ο Πλάτων, το ρήμα σπέρνω: «Ετσι και η ανάσταση των νεκρών. Σπέρνεται [το σώμα] φθαρτό και ανασταίνεται άφθαρτο. Σπέρνεται σε κατάσταση ατιμίας και ανασταίνεται ένδοξο. Σπέρνεται σε κατάσταση ασθενείας και ανασταίνεται δυνατό. Σπέρνεται σώμα ψυχικό και ανασταίνεται σώμα πνευματικό… η σάρκα και το αίμα δεν μπορούν να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού, ούτε η φθορά κληρονομεί την αφθαρσία. Σας λέγω μία μυστηριώδη και άγνωστη αλήθεια· όλοι, από τη μια, δεν θα πεθάνουμε· όλοι, από την άλλη, θα αλλάξουμε… οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι και εμείς θα αλλάξουμε. Διότι πρέπει αυτό το φθαρτό (σώμα) να ενδυθεί αφθαρσία και το θνητό τούτο (σώμα) να ενδυθεί αθανασία».
Ο Απόστολος Παύλος, λαμβάνοντας υπόψη του τη δυσανεξία των Αθηναίων στην προοπτική επανασύνδεσης της ψυχής με το φθαρτό υλικό σώμα, τους εξαγγέλλει τη μεταποίηση και αναβάθμιση του σώματος προσφέροντας ελπίδα. Το σώμα πριν από την ανάσταση θα έχει ταυτόχρονα ταυτότητα και διαφορά με εκείνο μετά την ανάσταση. Θα διαθέτει τα πρώην χαρακτηριστικά του, αλλά θα είναι άφθαρτο και αθάνατο. Οσοι, λοιπόν, στενάζουν στο φθαρτό σώμα, δεν επιθυμούν να απαλλαγούν από τη σωματικότητα, αλλά να ντυθούν με το αθάνατο σώμα (Προς Κορινθίους B, 5: 2-4).
* Ο κ. Γεώργιος Στείρης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ.

