Tέλη Μαρτίου και η άνοιξη είχε φτάσει ήδη στην Πάρο, αλλά κανείς δεν φανταζόταν τις καταστροφές που θα έφερνε η κακοκαιρία μια εβδομάδα αργότερα. Το στούντιο της Δήμητρας Σκανδάλη στην Αλυκή ευωδίαζε κυκλαδίτικη ύπαιθρο. Στα έργα της αποξηραμένα ταπεινά λουλουδάκια, σπαρτά και φύκια γίνονται λεπταίσθητα κεντήματα. Στο ίδιο οίκημα ίδρυσε το 2023 και έναν πολύ πετυχημένο χώρο artists residency για εικαστικούς από όλο τον κόσμο.
Διαμένουν 25 μέρες, πάνε σε μονοπάτια, έρχονται σε επαφή με τους ντόπιους και βέβαια εργάζονται σ’ ένα πλήρως οργανωμένο ατελιέ. «Φεύγουν ερωτευμένοι, σαν να πήραν ένα δώρο ζωής», μας λέει. Η ίδια έως τα 35 της δούλευε σκληρά στην τοπική οικογενειακή επιχείρηση με υλικά οικοδομής. Τα παράτησε, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, πήγε για μια δεκαετία στην Καλιφόρνια, όπου έκανε το μεταπτυχιακό της στις Kαλές Tέχνες και ξαναγύρισε μόνιμα «επί πανδημίας».

Πρόπερσι και πέρυσι εκδήλωσε την ευαισθητοποίησή της για την προστασία των παραλιών και την υπερδόμηση, αλλά βρήκε τον μπελά της: «Διάφοροι διαμαρτυρήθηκαν στον πατέρα και τον αδελφό μου για τη στάση μου. Αλλά δυστυχώς αυτό συμβαίνει όταν το κράτος δεν ασκεί τον ελεγκτικό ρόλο του.
Αναλαμβάνουν οι πολίτες να επισημάνουν τα κακώς κείμενα. Ετσι οι εντάσεις προσωποποιούνται μέσα σε μια μικρή κοινωνία, περνάνε ακόμη και μέσα στις οικογένειες. Διότι ναι μεν έχω συνταχθεί με όσους κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το περιβάλλον, αλλά από την άλλη έχω ακούσει τρελά πράγματα, μέχρι ότι φταίνε οι δικοί μου για την υπερδόμηση. Δηλαδή το πρόβλημα θα λυθεί αν δεν πουλήσουμε εμείς τούβλα ή τσιμέντο; Νιώθω πως ό,τι κι αν κάνω πληρώνω την αγάπη μου για την Πάρο, ενώ στόχος μου είναι να κάνω τους φιλοξενούμενούς μου, Ελληνες και ξένους, να γνωρίσουν τις γοητευτικότερες πτυχές της, να τους ενώσω με τους συντοπίτες μου μέσα από την τέχνη και την ομορφιά».
«Βιασμός της γης»
Την ώρα που μιλούσαμε, τη φωνή της σκέπαζε ο θόρυβος από ένα σκαπτικό μηχάνημα που «ξεπάτωνε» ένα όμορο οικόπεδο: «Από παιδί το θυμάμαι γεμάτο αγριολούλουδα. Τώρα θα χτιστεί εκεί η πρώτη από τρεις τεράστιες βίλες. Γίνεται βιασμός της γης με σπίτια που θα γίνουν μια μέρα φαντάσματα. Γιατί ιδιοκτήτες τους δεν είναι παραθεριστές, αλλά επενδυτές, που αν δουν ότι δεν παράγεται πλέον χρήμα, θα μεταπηδήσουν με ευκολία αλλού. Με τέτοια παραδείγματα αποκτούν και οι κάτοικοι νοοτροπία κερδοσκοπική. Ταυτόχρονα η ζημιά γίνεται ανήκεστη: παρθένα μέρη όπως το κεδρόδασος στη Λάγγερη κτίζεται, λένε ότι θα κτιστεί μεγάλη μονάδα στις Κολυμπήθρες. Βίλες αποκτούν σκαλιά στη θάλασσα, άλλοι βάζουν μπράβους και τσεκάρουν ποιος έρχεται στην παραλία. Ολα αυτά δεν μπορούν να τα σταματήσουν οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες ούτε βέβαια όσοι ασχολούνται με την οικοδομή. Δεν είναι η δουλειά τους. Πρέπει επιτέλους να το κάνει το κράτος».
Λίγο πιο πέρα, στον μικρό όρμο της Αλυκής, ο 83χρονος πατέρας της Δήμητρας συναντάει στη βόλτα του κάθε απόγευμα τους ψαράδες. Κάποτε είχε κι αυτός ένα μεγάλο καΐκι μαζί με τα δυο του αδέρφια. Με τον πατέρα του και τα τρία αδέρφια του τα δύσκολα χρόνια μετά τον πόλεμο βρήκε διέξοδο στη θάλασσα. Με το πλεούμενο μοίραζαν φρούτα, λαχανικά, υλικά οικοδομής και χρειώδη σε όλες τις Κυκλάδες: «Τα πλοία τότε δεν πιάνανε στα λιμάνια, πράγματα και επιβάτες μπαίνανε σε λάντζες. Εμείς παιδάκια ήμασταν όταν παίρναμε το καΐκι για να πάμε τρόφιμα από τη Φολέγανδρο έως την Αμοργό. Πόσες φορές μας έπιανε ολομόναχα η φουρτούνα χωρίς τον πατέρα μας. Μέσα στα κύματα φωνάζαμε “ή παεμός ή πνιγμός” και τελικά τα καταφέρναμε».
«Σταματήσαμε αυτή τη δουλειά το ’81, όταν τα φεριμπότ έπαιρναν πια φορτηγά που έκαναν αυτά τις μεταφορές. Και έτσι βρέθηκα να ανοίξω τη μάντρα. Και θα έρθουν τώρα να μου πούνε ότι τάχα πλούτισε το νησί, σ’ εμένα που δουλεύω από 7 χρονών παιδί; Ναι, έχει αλλάξει η Πάρος, αλλά το ποτάμι δεν πάει πίσω. Είχε αφάνταστη φτώχεια εδώ όταν μεγάλωνα, άλλος πήγαινε στα λατομεία, άλλος πήγαινε Αθήνα, άλλος ξενιτιά, άλλος μπάρκαρε. Από το ’80 άρχισε να βελτιώνεται η οικονομική μας κατάσταση. Τι θα κάναμε εδώ πέρα δίχως την οικοδομή; Αυτή κρατάει τον χειμώνα την οικονομία του νησιού και τους ξένους, όπως τους Αλβανούς», λέει ο Στέφανος Σκανδάλης.

Ιστορίες σαν τη δική του αλλά και της γενιάς του καταγράφονται στο εγχείρημα που ξεκίνησαν τρεις τριαντάρηδες Παριανοί, ο Κωνσταντίνος Μαύρης, ο Κωνσταντίνος Νίκας και ο Νίκος Σκανδάλης. Συναντήσαμε τους δυο τελευταίους μέσα στο μικρό καταφύγιο του ψαρά Μανώλη Σκανδάλη: «Λείπαμε και οι δυο για σπουδές και δουλειά στην Αγγλία. Γυρίσαμε κοντά στην καραντίνα. Τότε πεθάνανε οι παππούδες μας και γενικά ευαισθητοποιηθήκαμε με τους ηλικιωμένους γιατί συνειδητοποιήσαμε πόσο εύκολο ήταν να τους χάσουμε και να μην έχουμε προλάβει να τους ρωτήσουμε πράγματα που θέλαμε. Ετσι κάναμε το πρότζεκτ “Αι μνήμαι”. Μέσα από το σπίτι μας έχουμε βιωματικά ζήσει εμπειρίες, εικόνες, ψαρέματα, ήχους, μυρωδιές, τις οποίες τα παιδιά τα δικά μας δεν θα τα ζήσουν, δεν θα υπάρχει αυτή η συλλογική μνήμη. Και είπαμε να τα διαφυλάξουμε για να τα περάσουμε στους επόμενους, πριν ξεχαστούν επειδή θα φύγουν οι μεγάλοι».
«Μας τρομάζει αυτό που συμβαίνει διότι θέλουμε μια ισορροπία. Ολα τρέχουν με ταχύτητες που δεν μπορούν να ακολουθήσουν οι άνθρωποι, ενώ οι Αρχές δεν μπορούν να ελέγξουν τι είναι νόμιμο. Μια μέρα θα γυρίσει μπούμερανγκ».
Μαζί με τα βιώματα χάνεται και το τοπίο. «Είναι τρομακτικό», διαπιστώνουν. Σηκώνονται παντού κι άλλες οικοδομές. Παλιά η γη, ειδικά η παραθαλάσσια, ήταν άνευ αξίας. Ανταλλάσσανε στρέμματα για μια κατσίκα. Χωράφια που δεν κόστιζαν τίποτε κάποτε, άρχιζαν να αλλάζουν χέρια για χιλιάδες και σήμερα για εκατομμύρια ευρώ.
Επρεπε να ξέρει τότε ο βοσκός, ο ψαράς ή ο κάθε ντόπιος που τα πουλούσε πού θα οδηγούσε όλο αυτό; Μπορούσε να πατήσει το fast forward και να δει 30 χρόνια μπροστά; Οτι βάζει το νησί σε κίνδυνο; Οι Παριανοί τώρα καλούνται να λύσουν ένα πρόβλημα που δημιούργησαν και οι ίδιοι, την υπερδόμηση. Βέβαια οι κάτοικοι παραμένουν διχασμένοι ως προς αυτό. Εμάς μας τρομάζει αυτό που συμβαίνει διότι θέλουμε μια ισορροπία στο νησί.
Ολα τρέχουν με ταχύτητες που δεν μπορούν να ακολουθήσουν οι άνθρωποι, ενώ οι Αρχές δεν μπορούν να ελέγξουν τι είναι νόμιμο. Μια μέρα θα γυρίσει μπούμερανγκ. Δείτε πόσο επηρέασε τον τουρισμό η πανδημία ή ακόμη και ο φόβος για σεισμό που απείλησε τη Σαντορίνη. Κι όμως, δεν παίρνουμε τα μαθήματα». Ο Μανώλης Σκανδάλης προσθέτει: «Οπως τα ψάρια τρώνε το δόλωμα, έτσι φάγαμε κι εμείς το αγκίστρι με τα λεφτά. Και εδώ όποιος ρίξει χρήμα, χτίζει ό,τι θέλει».

«Ηρθε η σειρά μας»
Είναι όντως έτσι; Πέρυσι μόνο εκδόθηκαν 349 νόμιμες άδειες που αντιστοιχούν σε 96.000 τ.μ., δηλωτικό της υπερδόμησης. Ο αρχιτέκτων Γιάννης Κουζούμης έχει καταγωγή από το νησί αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Αποφάσισε με την επίσης αρχιτέκτονα σύζυγό του να εγκατασταθούν πια μόνιμα το 2004: «Μετά την έλευση Αράβων και Ρώσων, η Μύκονος παραέγινε ακριβή. Η Σαντορίνη κορέστηκε. Ετσι ήρθε η σειρά της Πάρου. Οσο για τα αυθαίρετα, δεν συμφωνώ ότι είναι σε τέτοιο βαθμό το φαινόμενο. Βέβαια αυτοί που έχουν χρήματα μπορούν να κάνουν πιο εύκολα αυθαιρεσίες, διότι αντέχουν το πρόστιμο. Και όμως εδώ από το 1993 είχαμε περιορισμούς στην εκτός σχεδίου δόμηση. Εγινε λ.χ. η αρτιότητα στα οκτώ στρέμματα και όχι στα τέσσερα. Το 2012 έγινε τοπικό πολεοδομικό σχέδιο με ακόμη περισσότερους περιορισμούς. Στο 48% της επιφάνειας, στο ορεινό δηλαδή τμήμα, μπορείς να κτίσεις μόνο μία κατοικία 100 τ.μ., όσα στρέμματα κι αν έχεις. Η πίεση εστιάζεται στο στενό παραθαλάσσιο κομμάτι. Μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι οι υπόσκαφες βίλες, διότι εκεί επιτρέπεται να κάνεις τα διπλάσια τετραγωνικά και νόμιμα ξεκουφώνονται τα βουνά. Στον αντίποδα ακούγονται ακραία, π.χ. “να σταματήσει εντελώς η δόμηση”. Ηρθε η ώρα να μπει φρένο. Τα όρια αφήνουν πάντα κάποιους δυσαρεστημένους και δύσκολα μπορεί να αποφασίσει κανείς πώς να τα θέσει με τρόπο αντικειμενικό. Εγώ ανησυχώ περισσότερο για τα δίκτυα. Εχουμε 25.000 μόνιμους κατοίκους, οι υποδομές αντιστοιχούν για 15.000 και το καλοκαίρι έχουμε δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες. Η καταστροφολογία για την Πάρο έχει να κάνει και με το πώς τη βλέπουν οι Αθηναίοι. Ερχονται φουλ σεζόν και θέλουν να φτάνουν στην παραλία σε πέντε λεπτά, χωρίς κίνηση, να είναι όλα σε τιμές που να μπορούν να πληρώσουν και να τους σερβίρουν μόλις κάτσουν. Δεν υπολογίζουν την πραγματικότητα, αλλά τη φαντασιώνονται όπως στο Ινσταγκραμ».
Οσο για το μέλλον του κινήματος για τις παραλίες, ο κ. Κουζούμης υποστηρίζει ότι ήταν πιο εύκολο να συνασπιστεί ο κόσμος για τις ακτές παρά για τη δόμηση, όπου δεν συμφωνούν όλοι.
Από το Κουίνς της Νέας Υόρκης ο Τζέφρι Κάρσον βρέθηκε για πρώτη φορά το 1965 για λίγους μήνες στην Πάρο με τη συνομήλικη γυναίκα του, όταν ήταν εικοσάρηδες φοιτητές. Το 1970 εγκαταστάθηκαν μόνιμα: «Ηλεκτρικό είχε μόνο στην Παροικιά, δεν υπήρχαν τηλεοράσεις ούτε καν ψυγεία. Ο περισσότερος κόσμος έμενε στην ύπαιθρο σε πέτρινες κατοικίες, που δεν ήταν φτιαγμένες με τσιμέντα ούτε είχαν καμάρες. Μείναμε κι εμείς σε ένα αγροτόσπιτο με 14 δολάρια νοίκι τον μήνα και πήραμε ένα γαϊδουράκι, την “Εσμεράλντα”. Οι ξένοι ήταν ελάχιστοι και όταν άρχισα να τους λέω τότε πόσο θα αλλάξει μια μέρα το νησί, με θεωρούσαν αλαζόνα. Είχα ζήσει στην Αμερική και ήξερα τι συνέβη στα προάστια των πόλεων. Λένε σήμερα ότι η Πάρος χάλασε τελείως. Πηγαίνετε να δείτε τα πολυώροφα ξενοδοχεία στη νότια Ισπανία και κάνετε συγκρίσεις. Δεν λέω ότι μου αρέσουν αυτά που συμβαίνουν, έχω φρικάρει με τα τζακούζι, τις καταπατημένες ακτές, τις οικοδομές παντού. Είναι όμως ρεαλιστικό να πιστεύεις ότι η πρόοδος δεν θα ερχόταν ποτέ στις Κυκλάδες; Επρεπε δηλαδή να καταδικαστούν να ζουν οι ντόπιοι για πάντα στο “Χωριάτικο Μουσείο της Πάρου”, σαν να έχει “παγώσει” ο χρόνος; Ξέρετε πώς ήταν ο χειμώνας εδώ κάποτε; Τι οδύσσεια ήταν να κουβαλήσεις μια μπουκάλα υγραερίου σπίτι σου; Το πρόβλημα είναι ότι το ελληνικό κράτος πρέπει είτε να έχει πολύ καλύτερο μηχανισμό ελέγχου εφαρμογής των νόμων του είτε να φτιάχνει νόμους που να μπορούν οι άνθρωποι να υπακούσουν. Εκεί είναι όλο το ζουμί. Μπείτε στη θέση του μέσου Παριανού: έχεις ένα οικόπεδο με βράχια και γαϊδουράγκαθα που κάποτε δεν άξιζε τίποτε και τώρα αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ και σου λέει η πολιτεία ότι δεν μπορείς να το εκμεταλλευτείς. Θα κτίσεις ένα σπίτι χωρίς άδεια και μετά θα προσπαθήσεις να το νομιμοποιήσεις, να το πουλήσεις ή να το νοικιάσεις. Κατάλαβες; Αλλωστε ο πρώτος εδώ που έκτισε σε περίοπτη θέση στο βουνό ήταν ο Γιάννης Πάριος», λέει ο Κάρσον, που έβγαλε ένα βιβλίο με σχόλια στα ποιήματα του Ελύτη, τα οποία μετέφρασε στα αγγλικά με τον Παριανό Νίκο Σαρρή και είχε ανοίξει μάλιστα και αλληλογραφία με τον νομπελίστα, ο οποίος εκτίμησε τη δουλειά του.
Γεμάτα σχολεία
Ο Ελύτης και ο Πάριος έκαναν και την Κύπρια καθηγήτρια Ιφιγένεια Χατζηγεωργίου να έρθει και εκείνη στο νησί το 1985. Παντρεύτηκε Παριανό και είναι διευθύντρια στο Γυμνάσιο και Λύκειο της Παροικιάς όπου φοιτούν 350 παιδιά, σε σχέση με τα 76 που είχε όταν πρωτοήρθε.
«Σήμερα συνολικά είναι περίπου 3.000 οι μαθητές στο νησί. Τα σχολεία δεν μας χωράνε πια, είμαι πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου και πρόεδρος της Ενιαίας Δημοτικής Επιτροπής Παιδείας. Προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε. Οι εκπαιδευτικοί είναι μια δυναμική ομάδα στην Πάρο, με ενεργό ανάμειξη στα κοινά και χαίρουν ακόμη σεβασμού. Μέσα σ’ αυτά τα 40 χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε, η πρόσβαση στο νησί βελτιώθηκε. Αλλαξε το τοπίο και η σχέση που είχαν οι άνθρωποι με το χρήμα και αυτό επηρεάζει και τα παιδιά, τα πρότυπά τους. Εμείς έχουμε καλά ποσοστά επιτυχίας στις Πανελλαδικές, αλλά ακόμη και στη Γ΄ Λυκείου πολλοί μαθητές θα φύγουν Νοέμβριο με τους δικούς τους να πάνε διακοπές σε εξωτικά μέρη. Δεν τους νοιάζει αν θα κάνουν απουσίες. Γενικά όμως επιδιώκουν να σπουδάσουν».
Ο Γκεντιάν και η Ντολόρα Γιαουπάι από τον Αυλώνα της Αλβανίας έφεραν στον κόσμο και μεγάλωσαν τις τρεις θυγατέρες τους στην Πάρο: η μεγάλη είναι οδοντοτεχνίτρια, η μεσαία κάνει ναυτιλιακά και η μικρή είναι στη Β΄ Λυκείου. Εκείνος ήρθε πριν από 30 χρόνια, εκείνη πριν από 20. «Αγαπάω όλο τον κόσμο εδώ γιατί έχω ζήσει τα περισσότερά μου χρόνια», λέει η Ντολόρα. «Από την αρχή εργαζόμαστε σε ξενοδοχείο, καλή δουλειά. Λένε ότι παλαιότερα είχε φτώχεια, αλλά καμιά σχέση με τη φτώχεια που είχε στην Αλβανία. Τώρα έχει ξεφύγει η κατάσταση, κτίζονται όλα, χάνεται η ομορφιά και η ποιότητα. Εργατικά χέρια δεν υπάρχουν. Και τα παιδιά μας φεύγουν, πάνε σε άλλες χώρες. Και τα κορίτσια μου το σκέπτονται. Κάποτε οι περισσότερες επιχειρήσεις ανήκαν στους Παριανούς, τώρα το νησί δεν είναι πια οικογενειακό, περνάει σε ξένα χέρια και εταιρείες που δεν νοιάζονται τι θα γίνει στο μέλλον», καταλήγει.





«Εδώ κάτι ακόμη βαστάει»
Ανήμερα Ευαγγελισμού και στη Νάουσα έχει στηθεί μεγάλη γιορτή. Εκεί βρήκαμε τον συγγραφέα ταξιδευτή και τέως ξενοδόχο Γιώργο Πίττα, από τους ανθρώπους που ανέδειξαν τις πλέον γοητευτικές πτυχές του νησιού: «Πρωτοήρθα το 1974 και εντυπωσιάστηκα, όχι μόνο από τη θάλασσα, αλλά από τη φύση, τις πεζούλες. Αλλες εποχές τότε. Πηγαίναμε παντού γυμνοί για μπάνιο. Διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα, υπάρχει μια σύμπλευση κατασκευαστών, επενδυτών, εργολάβων, πολιτικών μηχανικών και λαού που θέλει να πουλήσει τη γη του. Εδώ όμως κάτι ακόμη βαστάει. Ας υπερασπίσουμε αυτό που έχουμε, δεν είναι κατεστραμμένο. Οσοι βλέπουν καταστροφή δεν ξέρουν τους πυρηνικούς δεσμούς της κοινωνίας: καλείς κόσμο σπίτι σου. Δεν θα πάει ο Παριανός σε ζαχαροπλαστείο να σου πάρει γλυκά. Θα κάτσει να σου φτιάξει κάτι ο ίδιος, θα βάλει τον κόπο του για να φέρει τον εαυτό του και την ταυτότητά του στην ομήγυρη».

Μαζί του συμφωνεί και ο Τάσος Κασαπίδης. Καβαλιώτης με ρίζα προσφυγική, ανατολικοθρακιώτικη: «Ως φοιτητής ερωτεύτηκα Παριανή Ναουσαία, παντρευτήκαμε και ζω εδώ από το 1992, όπου διδάσκω φιλολογία σε σχολείο, αλλά ασχολούμαι με τα κοινά και με την οργάνωση ΝΑΪΑΣ. Οι άνθρωποι είναι άξιοι και αγαπούν τον τόπο τους. Υπάρχει τεράστια διάθεση συμμετοχής και κοινωνικής προσφοράς. Δεν φοβάμαι όσο υπάρχει αυτό το ζωντανό κύτταρο, η σύνδεση, ο εθελοντισμός. Δείτε τη γιορτή. Στήνεται με το τίποτα, ο ψαρομανάβης δίνει τα ψάρια, άλλος κερνάει τη σούμα, τα όργανα παίζουν χωρίς αμοιβή, μαζεύουμε χρήματα για τα αναλώσιμα και στο τέλος τρώνε τζάμπα εκατοντάδες άνθρωποι. Αυτό δεν το βρίσκεις σε άλλο μέρος στην Ελλάδα. Και αυτά που λένε ότι η νέα γενιά των Παριανών έχει αλλοιωθεί από το χρήμα, δεν ισχύει. Το ποσοστό που σπουδάζει είναι μεγαλύτερο από τότε που ήρθα και μάλιστα επιστρέφουν μετά τις σπουδές. Το τοπίο βιάζεται, αλλά οι άνθρωποι αντιστέκονται».
Ενας άλλος εκπαιδευτικός, ο συνταξιούχος Χρίστος Γεωργούσης, που έπαιξε ηγετικό ρόλο στην πρωτοβουλία για την προστασία των ακτών από την καταπάτηση, δεν συμφωνεί καθόλου με τις διαπιστώσεις αυτές: «Το 1975 ιδρύσαμε τον σύλλογο “Αρχίλοχος” μέσα στη μεγάλη μεταπολιτευτική αισιοδοξία. Θα περίμενε κανείς ότι σήμερα θα έχει απομείνει κάτι από τότε. Και όμως, ελάχιστοι μαθητές μου ήρθαν στις πορείες για τις παραλίες. Υπολογίστε ότι έχω διδάξει από το 1978 μέχρι και το 2007. Περίμενα περισσότερα από αυτούς, αλλά η νέα γενιά δεν θέλει να ζορίζεται σε τίποτα. Αυτοί που ξεσηκώθηκαν ήταν ξένοι, μέλη οικολογικών ομάδων, Παριανοί της Αθήνας και λίγοι από εδώ. Δεν ήταν η κρίσιμη μάζα, αυτό δεν σημαίνει ότι τα παρατάμε. Η πλειονότητα των συμπολιτών μου είναι στον νεοπλουτισμό. Ο Παριανός ήταν άνθρωπος του μόχθου, της αγνότητας, της φιλοξενίας. Τώρα τα χαρακτηριστικά αυτά δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά είτε κοιμούνται είτε διοχετεύονται στη σεζόν ή στην προετοιμασία της. Χάσαμε την ψυχή μας. Η συνοχή έχει μειωθεί. Δείτε πώς ενοικιάζουν τα σπίτια σε ξένους διώχνοντας αστυνομικούς, γιατρούς και εκπαιδευτικούς που πρέπει κάθε τόσο να αναζητούν στέγη. Υπάρχουν κυκλώματα αυθαιρεσίας με πολλούς συμμετέχοντες, με νόμους που δεν εφαρμόζονται και δικαιοσύνη που χωλαίνει. Είδατε τι έγινε στη Ρόδο και πώς αυτοί που ονόμασαν εγκληματική οργάνωση δεν προφυλακίστηκαν;».
«Σαν της μάνας μου»
Η κυρα-Μαρία Αναγνωστοπούλου Κατσουνά είναι η καλύτερη αλλά και πιο τρυφερή μαγείρισσα της Πάρου με ονομαστό μαγαζί στη Σάντα Μαρία. Μας περίμενε για αποχαιρετισμό με σπιτικό ρυζόγαλο: «Από το 1990 που ξεκίνησε ο μαζικός τουρισμός στραφήκαμε όλοι εκεί. Ηδη χάθηκε η αγάπη, βρε κόρη. Τώρα τρέχουν όλοι για το πόσα λεφτά θα βγάλουν. Εμαθα την κουζίνα από τη μάνα και τις γιαγιάδες που ήταν και οι δυο Μικρασιάτισσες, Αλικαρνασσό και Αϊβαλί. Εγώ παιδί μου, στο μαγαζί μου δεν μαγειρεύω για να έρθει ο ξένος κόσμος να φάει, είναι σαν να μαγειρεύω για την οικογένειά μου στην αυλή του σπιτιού μου. Γιατί; Αυτοί που έρχονται, μου κάνουν μεγάλη τιμή. Ξέρεις τι είναι να ακούς: “Μωρέ, κυρα-Μαρία, δεν το βρίσκουμε πουθενά αυτό το πράγμα, σαν να πήγα στης μάνας μου το σπίτι, στης γιαγιάς, στης θείας”.
Θέλω να τους αγκαλιάζω, να τους φιλώ. Να βλέπω τα παιδιά τους που μου τα φέρνανε στο καρότσι και τώρα έρχονται επιστήμονες πια με τις κοπελιές τους και να σου λένε: “Κυρα-Μαρία, είσαι η μαγείρισσα της καρδιάς μας!”. Πολλές φορές με προτρέπουν: “Μα βάλε ακόμα ένα τραπεζάκι”. Δεκατρία έχω όλα κι όλα. Οχι. Μέχρι εκεί που φτάνει το χεράκι μου κρεμάω το καλαθάκι μου. Γιατί όταν θα βάλω παραπάνω τραπέζια για να βγάλω πιο πολλά λεφτά, εγώ θα το χάσω το παιχνίδι». Να ’χανε όλοι τη σοφία της…
