Ο άνδρας από το Αφγανιστάν μετρούσε ήδη δύο απορριπτικές αποφάσεις στο αίτημα χορήγησης διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα όταν συνελήφθη τον Ιούνιο του 2024 και κρατήθηκε στο προαναχωρησιακό κέντρο της Κορίνθου. Εκεί υπέβαλε νέο αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε εκ νέου. Υποστήριζε ότι στην πατρίδα του ήταν στρατιώτης, αλλά το απειλητικό γράμμα των Ταλιμπάν που είχε προσκομίσει δεν θεωρήθηκε επαρκής λόγος για να του δοθεί άσυλο. Η Τουρκία, σύμφωνα με τους χειριστές της υπόθεσής του, ήταν «ασφαλής τρίτη χώρα» και θα έπρεπε να επιστραφεί εκεί. Τον Νοέμβριο του 2024, όμως, η Αρχή Προσφυγών ανέτρεψε τις προηγούμενες αποφάσεις και του αναγνώρισε προσφυγικό καθεστώς.
Κρίθηκε ότι η επανεισδοχή του από την Τουρκία δεν ήταν εφικτή στην πράξη, εξαιτίας της άρνησης της γειτονικής χώρας ήδη από τον Μάρτιο του 2020 να δεχθεί παράτυπους μετανάστες από την Ελλάδα. «Η διαπιστωθείσα αντικειμενική αδυναμία εκτέλεσης της επανεισδοχής του αιτούντος διεθνή προστασία στην Τουρκία, λόγω της άρνησης της τελευταίας να τον δεχθεί στο έδαφός της, συνιστά εν προκειμένω νέο ουσιώδες στοιχείο, εφόσον αποκλείει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας», αναφέρει η σχετική απόφαση της Αρχής Προσφυγών.
Η προσφυγή
Στην παραπάνω καθώς και σε άλλες παρόμοιες αποφάσεις που έχει μελετήσει η «Κ», είτε από την Αρχή Προσφυγών είτε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο, φαίνεται ότι στην πράξη σε αρκετές περιπτώσεις δεν γινόταν δεκτή η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» για την Τουρκία κατά την εξέταση αιτημάτων ασύλου.
Αυτές οι αποφάσεις προηγήθηκαν εκείνης του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο πρόσφατα ακύρωσε λόγω μη επαρκούς τεκμηρίωσης την κοινή υπουργική απόφαση βάσει της οποίας η Τουρκία χαρακτηριζόταν «ασφαλής τρίτη χώρα» για αιτούντες άσυλο από Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μπανγκλαντές και Σομαλία. Κατά της κοινής υπουργικής απόφασης είχαν προσφύγει το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και η οργάνωση «Υποστήριξη προσφύγων στο Αιγαίο» (RSA). Μεταξύ άλλων, στο υπόμνημα που είχαν καταθέσει υποστήριζαν ότι από το 2022 και έπειτα έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη η πρόσβαση στη διαδικασία διεθνούς προστασίας και προσωρινού καθεστώτος στην Τουρκία λόγω κλεισίματος κέντρων καταγραφής και νεότερων πολιτικών περιορισμού των αιτημάτων ασύλου.
Τα στοιχεία
Τον Φεβρουάριο του 2025 ο τότε υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, επιχειρώντας να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υποστήριξε ότι η «ασφαλής τρίτη χώρα» είναι γενικός χαρακτηρισμός και ότι κάθε περίπτωση κρίνεται εξατομικευμένα. Προσκόμισε σχετικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το ποσοστό των αιτήσεων που κρίνονται ως απαράδεκτες βάσει αυτού του χαρακτηρισμού για την Τουρκία κυμαίνεται κάτω από 50% για τα έτη 2022-2024. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, αυτά ακριβώς τα στοιχεία δείχνουν πόσο ανεπαρκής ήταν η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, καθώς στην πλειονότητα των αποφάσεων η διοίκηση δεν εφαρμόζει τον χαρακτηρισμό της ασφαλούς τρίτης χώρας.
Μια άλλη περίπτωση που κρίθηκε πριν από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά μια γυναίκα από το Χαλέπι της Συρίας, έγκυο στον όγδοο μήνα, η οποία αιτήθηκε άσυλο μαζί με την ανήλικη κόρη της. Είχε φθάσει στην Ελλάδα το 2022, έπειτα από οκτώ ανεπιτυχείς προσπάθειες. Προηγουμένως διέμενε στην Τουρκία για χρόνια, όπου υποστήριξε ότι εργαζόταν ως μοδίστρα υπό συνθήκες εκμετάλλευσης, επί 11 ώρες καθημερινά, για αμοιβή 10 ευρώ εβδομαδιαίως. Στην Τουρκία δεν είχε υποβάλει αίτημα ασύλου ελλείψει εγγράφων. Εφυγε για την Ελλάδα γιατί οι συγγενείς της, οι οποίοι επίσης ζούσαν στην Τουρκία, δεν ενέκριναν τον γάμο της. Ανέφερε ότι την απειλούσαν, την εντόπιζαν όταν άλλαζε σπίτια, ενώ οι τουρκικές Αρχές φέρεται να αδιαφόρησαν για την υπόθεσή της επειδή δεν είχε χαρτιά νόμιμης διαμονής στη χώρα.
Το αρχικό αίτημά της για χορήγηση ασύλου στην Ελλάδα απορρίφθηκε, καθώς κρίθηκε ότι η Τουρκία αποτελεί ασφαλή τρίτη χώρα και ότι δεν θα κινδύνευε με σοβαρή δίωξη ή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής. Ωσπου τον Φεβρουάριο του 2024 η Αρχή Προσφυγών αποφάσισε διαφορετικά. Θεώρησε ότι ο όποιος σύνδεσμός της με την Τουρκία είχε διαρραγεί αφού είχε περάσει πολλούς μήνες στην Ελλάδα και ότι η γειτονική χώρα δεν δύναται να θεωρηθεί ασφαλής για την ίδια. Εκρινε ακόμη ότι η γυναίκα πρέπει να κληθεί σε συμπληρωματική συνέντευξη γιατί ποτέ δεν ερωτήθηκε για τους λόγους αποχώρησής της από τη Συρία.
Από το Αφρίν
Μία ακόμη υπόθεση η οποία είναι σε γνώση της «Κ» κρίθηκε τον Απρίλιο του 2024 από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Αφορούσε έναν Σύρο κουρδικής καταγωγής από το Αφρίν, ο οποίος είχε φθάσει στην Ελλάδα το 2019. Υποστήριξε ότι ενώ υπηρετούσε στον στρατό έπεσε σε ενέδρα της τρομοκρατικής οργάνωσης Al Nusra, πυροβολήθηκε στο πόδι και τραυματίστηκε από θραύσματα δύο χειροβομβίδων στο γόνατο και στο χέρι και πλέον αντιμετωπίζει πολλαπλές ψυχιατρικές διαταραχές. Ισχυρίστηκε ότι έφυγε από το Αφρίν λόγω «απειλών, απαγωγών και δολοφονιών κατά Κούρδων», καθώς και γιατί είχε συλληφθεί και φυλακιστεί ο αδελφός του.
Το αίτημά του απορρίφθηκε σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, καθώς κρίθηκε ότι είχε δεσμό με την Τουρκία, γιατί πριν από τη διαφυγή του είχε διαμείνει εκεί για δύο εβδομάδες και ένα μήνα. Ωστόσο, το Διοικητικό Πρωτοδικείο ακύρωσε τη συγκεκριμένη απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση σε νέα κρίση. Θεώρησε ότι δεν είχε εξεταστεί η ουσία των ισχυρισμών του Σύρου, ούτε εάν για τη δική του περίπτωση πληρούνται τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας.

