«Οι δικαστές στην εποχή μας πρέπει να μιλούν, δεν ισχύει πλέον ότι οι δικαστές πρέπει να μιλάνε μόνο με τις αποφάσεις τους. Είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγούμε πράγματα», ανέφερε στην αρχή της τοποθέτησής του ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος στο πλαίσιο της συνομιλίας του με τον διευθυντή της Καθημερινής, Αλέξη Παπαχελά, στη διάρκεια του Φόρουμ «Περιβάλλον & Δόμηση: Μια άνιση μάχη;», που οργάνωσε η εφημερίδα.
Ο κ. Πικραμένος υπενθύμισε ότι από το 1975 ο συνταγματικός νομοθέτης όρισε πως η δικαιοσύνη –και ειδικά το ΣτΕ– ασκεί έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, προσθέτοντας: «Το Σύνταγμα θέλει έναν εγγυητή της διάρκειας. Το ΣτΕ μπορεί να βάλει ένα στοπ».
Αναφέρθηκε στη θεμελιώδη λειτουργία της δικαιοσύνης στις φιλελεύθερες δημοκρατίες: «Σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, ο δικαστής δεν εφαρμόζει μόνο, αλλά πρωτίστως ερμηνεύει τον νόμο. Αυτή είναι η αλφαβήτα της φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Για τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό, επισήμανε: «Το ΣτΕ από τη δεκαετία του ’80 είχε ξεκαθαρίσει τι κάνει ο οικοδομικός κανονισμός και ο πολεοδομικός σχεδιασμός. Ο νομοθέτης του 2012 έπρεπε να λάβει υπόψη την παγιωμένη νομολογία».
Τόνισε τον ρόλο του ΤΕΕ, λέγοντας ότι «οφείλει να λειτουργεί ως θεσμικός εγγυητής του περιβάλλοντος. Αυτός είναι ο ρόλος ενός επαγγελματικού συλλόγου».
«Η απόφαση για τον ΝΟΚ είναι ισορροπημένη»
Σχετικά με την απόφαση του ΣτΕ για τον ΝΟΚ, είπε: «Βγάλαμε μία απόφαση ότι δεν μπορεί να υπάρχει μια οριζόντια ρύθμιση. Νομίζω ότι είναι μια ισορροπημένη απόφαση. Λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στο περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, αυτά ως δικαστήριο, κι ασκώντας οριακό έλεγχο, είπαμε ότι έτσι όπως είναι διατυπωμένα δεν είναι για πέταμα, είναι για να εφαρμοστούν σε ορισμένες περιοχές».
Υπογράμμισε επίσης την ανάγκη συνέργειας: «Χρειάζεται συνέργεια των τριών πολιτειακών λειτουργιών για να προχωρήσει η χώρα. Το 2012, αν το υπουργείο Περιβάλλοντος μας είχε καλέσει, θα είχαν αποφευχθεί αυτά τα προβλήματα».
Επισήμανε δε ότι «η μεταφορά τεχνογνωσίας είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για μία πολιτεία να νομοθετεί».
Απαντώντας στην κριτική περί ασάφειας των αποφάσεων, δήλωσε: «Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Μπήκε ένας κόφτης, ένα σημείο τομής, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά».
Υπενθύμισε ότι «σε περίπτωση πρόδηλης αντισυνταγματικότητας, ο υπάλληλος δεν οφείλει να υπακούει. Μόνο αν διαταχθείς από ανώτερό σου εγγράφως για λόγους εθνικού συμφέροντος». «Οι δικαστικές αποφάσεις εφαρμόζονται έναντι όλων, δεν είναι α λα καρτ», υπογράμμισε.
«Θα συζητήσουμε το συντομότερο δυνατόν όλες τις αποφάσεις που δεν έχουν ληφθεί ακόμα. Εννοείται ότι είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε με το υπουργείο Περιβάλλοντος», είπε, προσθέτοντας πως «η εκτός σχεδίου δόμηση είναι μια πραγματικότητα εδώ και χρόνια».
«Απίστευτη η επίθεση στον δημόσιο χώρο»
Εδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον δημόσιο χώρο: «Το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως κοινωνικό. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, ότι οι κοινόχρηστοι είναι ελάχιστοι. Υπάρχει απίστευτη επίθεση στον δημόσιο χώρο».
«Το δικαστήριο ενεργεί κατόπιν αιτήματος από πολίτες. Η ευθύνη είναι της πολιτείας», είπε, σημειώνοντας ότι «το κράτος δεν είναι μόνο ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί, κράτος είμαστε όλοι. Υπάρχει ατομική ευθύνη και δυστυχώς την έχουμε ξεχάσει». Μιλώντας για τον ρόλο των δικαστών, σχολίασε ότι σε πολλές περιστάσεις «οι δικαστές είναι αντανακλάσεις μίας κοινωνίας που δεν θέλει να υπάγεται σε κράτος δικαίου».
Αναγνώρισε πως «δεν έχουμε κουλτούρα αξιολόγησης στην Ελλάδα», αλλά υπογράμμισε ότι «τώρα προσπαθούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Οι αξιολογήσεις έγιναν πιο βαθιές» στο ΣτΕ.
Ερωτηθείς για τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις, απάντησε ότι «ο μόνος τρόπος είναι η επιβολή προστίμων».
Στο ίδιο θέμα, υπογράμμισε εμφατικά την ανάγκη ενίσχυσης του διοικητικού προσωπικού: «Η χώρα μας δεν πάσχει από δικαστές, αλλά από δικαστικούς υπαλλήλους. Είναι ανάγκη να δώσουμε βάση στο υποστηρικτικό δυναμικό».
Ερωτηθείς σχετικά, δήλωσε: «Νιώθω έντονα αποδιοπομπαίος τράγος. Δεν με ενδιαφέρει όμως, θέλω να είμαι εντάξει απέναντι στην κοινωνία. Εχω βάλει ως σκοπό μου τον εκσυγχρονισμό». Και πρόσθεσε ότι «η Ευρώπη δεν είναι μόνο για να μας δίνει λεφτά, αλλά να μας βάζει και κάποιες φόρμες».
Εστειλε τέλος προειδοποίηση για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου: «Η επικοινωνία των ανθρώπων γίνεται με τρόπο άναρχο. Υπάρχει αναταραχή και εξευτελίζονται θεσμοί με fake news και χυδαίες διατυπώσεις».
«Απαιτείται συναίνεση»
«Για το περιβάλλον απαιτείται συναίνεση στο πολιτικό σύστημα. Δεν πρέπει προεκλογικά οι κυβερνήσεις να ανατρέπουν πολιτικές που έχουν γίνει με κόπο. Η χώρα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι. Πρέπει να φέρουμε σε πέρας την αποστολή μας», είπε.
Και κατέληξε: «Η προσπάθεια η δική μου είναι να αφήσουμε πίσω καλές πρακτικές. Δεν θέλουμε τους κανόνες στην Ελλάδα. Υπάρχει μια διαρκής πάλη ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία».
Αναφέρθηκε και στην προσωπική του στάση απέναντι στην παρανομία: «Αποχώρησα από έναν Ομιλο όπου ήμουν, διότι δεν ήταν δυνατόν να μείνω καθώς υπήρχαν παρανομίες. Οταν βλέπεις παρανομία, σηκώνεσαι και φεύγεις και δεν θες και καμία σχέση μαζί τους».

