Το σήμα κατατεθέν των θρησκόληπτων φανατικών δεν είναι ο δογματισμός, αλλά η αδυναμία τους να αποδεχθούν πως κάποιος άλλος έχει διαφορετικές προτιμήσεις και απόψεις από αυτούς. Τους δαιμονίζει η σκέψη πως υπάρχουν άτομα που δεν συμφωνούν μαζί τους και πως αυτά τα άτομα είναι ελεύθερα να κάνουν διαφορετικές επιλογές. Eτσι, δεν τους αρκεί να μη διαβάσουν, να μην ακούσουν, να μη δουν οι ίδιοι κάτι το «βλάσφημο», θεωρούν ότι έχουν το καθήκον να εμποδίσουν και τους άλλους. Πιστεύουν ότι έχουν υποχρέωση –πιθανόν να φαντασιώνονται πως έχουν και δικαίωμα– να καθορίζουν τα όρια του επιτρεπτού.
Οταν ένας ακροδεξιός θρησκόληπτος αγανακτεί ο ίδιος με έργα τέχνης που θεωρεί ότι προσβάλλουν το θρησκευτικό του συναίσθημα, μπορεί, φυσικά, να μην επισκεφθεί την έκθεση και έτσι να φροντίσει να μην «προσβληθεί». Αλλά δεν του αρκεί αυτό – δεν θέλει ούτε οι άλλοι να τα δουν. Γι’ αυτό επανειλημμένως έχουμε επεισόδια μισαλλοδοξίας ακόμη και στον 21ο αιώνα: από την έκθεση Outlook το 2003 και την έκθεση Art Athina το 2007 μέχρι το θέατρο «Χυτήριο» το 2012 και το ΚΘΒΕ το 2017.
Το είδος αυτό του μισαλλόδοξου χριστιανού ταλιμπάν αδυνατεί να κάνει κρίσιμους ηθικούς διαχωρισμούς. Ετσι, χρησιμοποιεί ένα από τα πιο σαθρά και ανήθικα επιχειρήματα: «Αντιδρώ βίαια γιατί με προκάλεσαν!». Το επιχείρημα αυτό είναι της ίδιας ποιότητας με το επιχείρημα πως για τους βιασμούς δεν φταίνε οι βιαστές, αλλά τα θύματα «που προκαλούν» με ό,τι φορούν· για την οικογενειακή βία δεν φταίνε οι βάναυσοι σύζυγοι, αλλά οι γυναίκες «που προκαλούν» επειδή αντιμιλούν· για την ομοφοβία δεν ευθύνονται οι στενόμυαλοι, αλλά οι ομοφυλόφιλοι «που προκαλούν» μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν. Το να μπαίνει κανείς στη συζήτηση για την ποιότητα των συγκεκριμένων έργων ή της δουλειάς του συγκεκριμένου καλλιτέχνη στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι παρομοίως ανήθικο, καθώς έτσι επιχειρεί να σχετικοποιήσει την προσβολή. Είναι σαν να λέει «ε, τα ήθελε κι αυτός» ή «εάν τα έργα δεν είναι της αρεσκείας μου, δεν με ενοχλεί και τόσο αν βανδαλιστούν».
Αυτό το ανήθικο επιχείρημα καταλήγει στο «βέτο του τραμπούκου»: για την άνοδο της Ακροδεξιάς φταίνε η «woke κουλτούρα», ο φιλελευθερισμός, η ανοχή, οι μετανάστες, τα κοινωνικά κινήματα, ο «δικαιωματισμός», που «προκαλούν» τον μέσο Ελληνάρα και του δίνουν το δικαίωμα να αντιδράσει. Δεν έφταιγε, λοιπόν, ο βουλευτής για ό,τι συνέβη, αλλά ο καλλιτέχνης, η Πινακοθήκη, η παγκοσμιοποίηση κ.λπ., που δεν αφήνουν ήσυχα τα άτομα να ζήσουν στον μεσαίωνά τους, αλλά τα «προκαλούν» θυμίζοντάς τους πως ο κόσμος γύρω τους συνεχώς αλλάζει, ενώ οι ίδιοι αποτελούν απολιθώματα.
Αν διαβάσει κανείς την παραληρηματική δικαιολόγηση του συμβάντος, θα διαπιστώσει την προσπάθεια να δικαιολογηθεί μια πράξη προμελετημένη και σχεδιασμένη ως πράξη που έγινε εν βρασμώ από έναν αγανακτισμένο θρησκευόμενο πατριώτη τον οποίο καταδιώκουν οι ανθέλληνες αντίχριστοι. Αλλά κυκλοφόρησε το βίντεο που αποκαλύπτει τον οργανωμένο τρόπο με τον οποίο έγινε η επίθεση. Νομίζω πως η απόφαση της Εθνικής Πινακοθήκης να δώσει στη δημοσιότητα το βίντεο και να κρατήσει τον χώρο του βανδαλισμού ανέπαφο είναι σοφή. Να μια ωραία εικαστική παρέμβαση: τα αποτελέσματα της μισαλλοδοξίας.
Αν ακολουθήσουμε τη λογική ότι κάθε δημόσια χρηματοδοτούμενος οργανισμός πρέπει να συμμορφώνεται με τις ευαισθησίες της πλειονότητας, τότε θα πρέπει να λογοκριθούν θέατρα, πανεπιστήμια, μουσεία, ακόμη και η ίδια η επιστημονική έρευνα.
Υπάρχει ένα ακόμη σαθρό επιχείρημα: Η Εθνική Πινακοθήκη χρηματοδοτείται από τον «ελληνικό λαό» και δεν είναι δυνατόν να στεγάζει έργα που «προσβάλλουν» το θρησκευτικό συναίσθημα. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω: Η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι θεμελιώδες δικαίωμα σε κάθε φιλελεύθερη δημοκρατία. Η τέχνη συχνά προκαλεί, αμφισβητεί και ανατρέπει κατεστημένες αντιλήψεις. Αν ο μόνος επιτρεπτός καλλιτεχνικός λόγος είναι αυτός που δεν «προσβάλλει» κανέναν, τότε οδηγούμαστε σε μια αποστειρωμένη μορφή τέχνης. Η ιστορία της τέχνης είναι γεμάτη από έργα που προκάλεσαν αντιδράσεις στην εποχή τους, αλλά σήμερα θεωρούνται αριστουργήματα (π.χ. έργα του Καραβάτζιο, του Γκόγια, του Πικάσο). Η τέχνη, άλλωστε, δεν οφείλει να συμμορφώνεται με τις θρησκευτικές ευαισθησίες κανενός. Οποιοσδήποτε περιορισμός στην τέχνη σήμερα δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο λογοκρισίας.
Η Εθνική Πινακοθήκη ως θεσμός-θεματοφύλακας του πολιτισμού, ανήκει σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, η κρατική χρηματοδότηση δεν σημαίνει πως ο φορέας εκπροσωπεί την πλειονότητα, αλλά ότι υπηρετεί τον πλουραλισμό και την ελευθερία της έκφρασης. Αν ακολουθήσουμε τη λογική ότι κάθε δημόσια χρηματοδοτούμενος οργανισμός πρέπει να συμμορφώνεται με τις ευαισθησίες της πλειοψηφίας, τότε θα πρέπει να λογοκριθούν θέατρα, πανεπιστήμια, μουσεία, ακόμη και η ίδια η επιστημονική έρευνα.
Σε μια ανοιχτή κοινωνία, δεν υπάρχει δικαίωμα «μη προσβολής» απόψεων, πεποιθήσεων και ιδεών. Αλλά υπάρχει δικαίωμα επιλογής: όποιος δεν επιθυμεί να δει ένα έργο, μπορεί απλώς να μην το επισκεφθεί. Να μην αφήσουμε τους τραμπούκους να θέσουν αυτοί τους κανόνες.
*Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών και διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής και Θεσμικής Θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

