τι-είδα-στο-σύνταγμα-563495398
(Φωτογραφίες: ΙΝΤΙΜΕ)

Τι είδα στο Σύνταγμα

Από νωρίς το πρωί της Παρασκευής καταλάβαινες ότι αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι κάτι σπάνιο. Βλέπαμε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να κατηφορίζει ήρεμα αλλά αποφασιστικά από ψηλά στη Μάρκου Μουσούρου, στο Μετς, με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος

(Φωτογραφίες: ΙΝΤΙΜΕ)
Newsroom

Ολοι στο ίδιο βαγόνι

Του Ηλία Μαγκλίνη

Από νωρίς το πρωί της Παρασκευής καταλάβαινες ότι αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι κάτι σπάνιο. Βλέπαμε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να κατηφορίζει ήρεμα αλλά αποφασιστικά από ψηλά στη Μάρκου Μουσούρου, στο Μετς, με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος.

Γονείς με τα παιδιά τους, ηλικιωμένοι, φοιτητές και μαθητές, όλοι διέσχιζαν τη λεωφόρο Αρδηττού, περνώντας μέσα από το Ζάππειο και τον Εθνικό Κήπο. Oταν φτάσαμε κι εμείς στην Αμαλίας, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, το πλήθος έγινε πλέον μια πυκνή μάζα.

Αποπειραθήκαμε να φτάσουμε μπροστά στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη τη στιγμή που ξεκίνησαν οι ομιλίες. Παρότι ήμαστε ασφυκτικά πιεσμένοι ο ένας από τον άλλο, επικρατούσε απ’ όλους μια διάθεση βοήθειας και διευκόλυνσης.

Με πολύ κόπο ανοίξαμε δρόμο μέσα στο πλήθος, περάσαμε μπροστά από τη Βουλή για να φτάσουμε, αγκομαχητά στην κυριολεξία, στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ακόμα πιο δύσκολο αποδείχθηκε το να φτάσουμε στην οδό Ζαλοκώστα, λίγα μόλις μέτρα πιο πάνω, προκειμένου να στρίψουμε εκεί.

Οσο κρατούσαν οι ομιλίες, ο κόσμος άκουγε με ένα βάρος. Προφανώς και περίσσευε η οργή, αλλά η προσωπική μου αίσθηση ήταν ότι κυριαρχούσε και μια βαθιά, πηγαία θλίψη. Και οι συγκεντρωμένοι δεν ήθελαν τόσο να φωνάξουν όσο να είναι απλώς και μόνον εκεί, παρόντες, ακριβώς επειδή κάποιοι συμπολίτες τους ήταν τόσο παράλογα, τόσο πρόωρα, τόσο άδικα απόντες.

Είναι παράλογο σε μια χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου, σε μια χώρα που διεκδικεί, υποτίθεται, δυναμικά μερίδιο στον εκσυγχρονισμό, να μπαίνουν πολίτες σε ένα τρένο και να μη φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους. Διότι τα Τέμπη είναι το σύμπτωμα της «βαθιάς Ελλάδας»: της Ελλάδας που αρνείται πεισματικά να αλλάξει.

Αργότερα, από το Σύνταγμα ακούγονται κρότοι. Τις πρώτες εκρήξεις ακούσαμε καθώς ανηφορίζαμε την Ερατοσθένους, στο Παγκράτι, και ήταν η ηχητική μας υπόκρουση μέχρι να φτάσουμε ψηλά στην Αρχιμήδους. Τα επεισόδια ήταν «μία από τα ίδια». Ο κόσμος που συγκεντρώθηκε, όμως, ειρηνικά στο κέντρο, δεν ήταν.

«Είμαστε όλοι στο ίδιο βαγόνι» διάβασα σε ένα πλακάτ που κρατούσε ένα νέο παιδί. Ο καθένας από εμάς, το παιδί του καθενός μας, θα μπορούσε να είναι εκεί, εκείνη τη νύχτα. Η Ελλάδα σε ένα βαγόνι λοιπόν. Ολοι βρισκόμαστε μέσα σε αυτό.

Τι είδα στο Σύνταγμα-1

Ελλάς Ελλήνων Ορφανών

Της Λένας Διβάνη

Το πρωί ξεκίνησε πολύ γιορτινά για μνημόσυνο. Η βροχούλα είχε σταματήσει. Σχεδόν διέκρινες ένα ουράνιο τόξο πάνω από τους εκατοντάδες ανθρώπους που κατέβαιναν μαζικά από Aνω Κυψέλη, ξεχύνονταν από κάθε στενό και όδευαν προς το κέντρο. Hταν 10.30 ακόμη, αλλά η ανθρωποθάλασσα ήδη πρωτοφανής. Κρίμα τα ραντεβού που δώσαμε, βλέπαμε πια ότι δεν θα γίνουν. Ανακατεύτηκα με τον κόσμο, με τα μάτια και τ’ αυτιά μου ανοιχτά. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο βγαίνει από στενό λίγο πριν από την Ακαδημίας. Ο οδηγός αμήχανος δεν ήξερε τι να κάνει, ούτε αυτός περίμενε την ανθρωπόμαζα που έκλεινε τους δρόμους. Οι διαδηλωτές γελούσαν με την έκπληξή του. Κάποιος φώναξε: «Πού πας, ρε μπάρμπα; Τριήμερο;». Καμία επιθετικότητα όμως. Ευγένεια που χρόνια είχα να δω. Μέρες 2004! Τι έγινε, ρε παιδιά; Μπήκα σε χρονομηχανή; Πού ξεφύτρωσαν τόσοι λόρδοι; «Με συγχωρείτε» όταν με σκουντούσαν, «μπορώ να περάσω;» όταν ήθελαν να προσπεράσουν. Κομματικά πανό μηδέν. Αλλο αυτό… Σωματεία είδα, σχολεία είδα, κόμματα δεν είδα, εγώ τουλάχιστον. Λες να κατάλαβαν τίποτα τα κόμματα; Μπορεί. Παρακάτω, ένας παπάς είχε βγάλει το κινητό του και βιντεοσκοπούσε τον κόσμο. Γελούσαν και τα μούσια του. Μικροφωνικές εγκαταστάσεις δεν υπήρχαν, δεν ακούγαμε απολύτως τίποτα στη Βουκουρεστίου και Ακαδημίας όπου κατέληξα. Ο κόσμος απλώς ήταν εκεί, παρών – πιο παρών πεθαίνεις. Αυτό πρώτη φορά το ζούσα – και ίσως να μην το ξαναζήσω τόσο εύκολα που γίνεται βορά η διαμαρτυρία του κόσμου. Παιδιά, πολλά παιδιά παντού, μικρά, μεγάλα, εικοσάχρονα (μην ακούσω να τα ξαναβρίσετε ως «αδιάφορα», γιατί θα θυμώσω). Δυο κορίτσια, εφηβάκια, το πολύ 14-15 χρόνων, άραζαν σκαρφαλωμένα σε πεζούλι. Το ένα πήγαινε Πιρς και το άλλο Ελληνογαλλική. «Κορίτσια, ήρθαν πολλοί από την τάξη σας;» τις ρώτησα. Αστραψαν τα μουτράκια τους. Το κοριτσάκι Πιρς έσπευσε να δηλώσει περήφανα: «Για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια το σχολείο μας αποφάσισε όλο να κατεβεί στη διαδήλωση». Ενας μεσήλικας κινδυνολογούσε δίπλα: «Τι φέρατε τα παιδιά σας; Ενα κρότου-λάμψης να πέσει, θα γίνει της τρελής εδώ μέσα!». Παρακάτω, τρία αγόρια αναμασούσαν μια μίνι θεωρία συνωμοσίας: «Σιγά μη θέλουν οι ταξιτζήδες να μεταφέρουν δωρεάν τους διαδηλωτές. Δικαιολογία ψάχνουν να κάνουν καμιά κούρσα στη ζούλα».

Κομματικά πανό εξακολουθώ να μη βλέπω. Μια κοπέλα μόνο βγήκε από τη Λυκαβηττού στην Ακαδημίας με τα τακούνια και με τα όλα της, κρατώντας μια ταμπέλα γραμμένη στο χέρι: «ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ» και από κάτω υπέγραφε: «Μία κομμώτρια». «Μία, αλλά λέαινα», της είπα περνώντας από δίπλα της. «Τίνα, χαίρω πολύ», μου είπε. Παρέα μεσήλικων δικηγόρων –αν δεν απατώμαι– ντυμένων στην πένα συζητούσαν τα δικά τους: «Πήγαμε χθες σ’ ένα πούρο κλαμπ…». «Πούρο ή πουρό;» πέταξε ο άλλος κι έσκασε στα γέλια. Ω ρε φίλε, κανονικότητα… Ολοι στον δρόμο, μαζί. Με τα θέματά τους, με τη γνώμη τους, δεξιοί, αριστεροί, πλούσιοι και φτωχοί. Ορφανοί από κυβέρνηση κι από αντιπολίτευση, ορφανοί με μια μητριά πατρίδα ξεβράκωτη (Μιχάλη Γκανά, σε σκέφτηκα). Τρεις γέροντες ταλαιπωρημένοι αλλά μπασμένοι στα κόλπα είχαν καταφέρει να βρουν καφέ και διαπληκτίζονταν ευθύμως: «Τόσο κόσμο είχα να δω από την εποχή του Ανδρέα, Θανάση». «Ασε, ρε κομματόσκυλο, ο Τσίπρας είχε περισσότερο», τον κάρφωσε ο φίλος του. «Κι εσύ πού το ξέρεις, ρε; Μήπως κατέβαινες στον Ανδρέα;». Παραπέρα περνούσε μπαμπάς με τρία παιδιά – ένα στο καροτσάκι! «Δεν φοβόσαστε;» τον ρώτησα έκπληκτη. Εγώ δεν θα το επιχειρούσα ποτέ των ποτών. «Μπααα, δεν θα τολμήσουν να κάνουν τίποτα με τέτοιο όγκο κόσμου», μου είπε χαμογελαστός.

Ο θαρραλέος μπαμπάς: Παραπέρα περνούσε μπαμπάς με τρία παιδιά – ένα στο καροτσάκι! «Δεν φοβόσαστε;» τον ρώτησα έκπληκτη. Εγώ δεν θα το επιχειρούσα ποτέ των ποτών. «Μπααα, δεν θα τολμήσουν να κάνουν τίποτα με τέτοιο όγκο κόσμου», μου είπε χαμογελαστός. -Λένα Διβάνη 

Τόλμησαν όμως. Η καθαρότητα, η υγεία αυτής της εικόνας έπρεπε να αμαυρωθεί. Ελπίζω να τα καταφέρατε να ξεφύγετε από τα κρότου-λάμψης της αστυνομίας και τις πέτρες των κουκουλοφόρων, ευγενικέ κύριε, κι εσείς και τα παιδιά σας. Τα έχει ανάγκη η χώρα μας. Οχι άλλα μνημόσυνα, όχι άλλη απογοήτευση, όχι στην Ελλάδα των Ελλήνων Ορφανών. Χρειαζόμαστε αποφοιτήσεις πανεπιστημίων, γάμους, βαφτίσεις, πάρτι γενεθλίων, γρηγορούντες πολίτες σαν τους σημερινούς και κομμώτριες σαν την Τίνα.

Η κ. Λένα Διβάνη είναι συγγραφέας.

Τι είδα στο Σύνταγμα-2

Το πλήθος τής πολυκατοικίας σου

Της Βίβιαν Στεργίου

Εφτασα Θησείο περίπου στις 12 παρά. ∆εν γινόταν να περπατήσεις με άνεση. Ηδη από την Καλλιθέα ξεκίνησα με τα πόδια, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να μπεις στον ηλεκτρικό χωρίς να τσαλαπατηθείς. Γύρω μου ήταν αυτό που λέμε κανονικοί άνθρωποι. Με καφέ στο χέρι και κάποιο σιωπηλό μήνυμα μέσα τους – δεν είχε φωνές και συνθήματα εκεί που στάθηκα εγώ. Ανοργάνωτες παρέες μαθητών, κυρίες μόνες τους, ηλικιωμένες που ένιωθαν άβολα μέσα στο πλήθος με τις μάσκες τους.

Πηγαίνοντας προς την Ερμού, είδα κορίτσια χωρίς καμία πείρα από διαδηλώσεις να περπατούν πίνοντας τον καφέ τους προς το Σύνταγμα με κολάν σαν να ‘χαν πάει γυμναστική. Με προσπέρασαν μαθήτριες με φούτερ όπου είχαν χαράξει τις λέξεις «Δεν έχω οξυγόνο». Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τόσο κόσμο στους δρόμους. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένα μικρό γκρουπ ατόμων, ούτε είκοσι δεν ήταν, που φώναζαν αισχρότητες. Κανείς δεν τους ακολούθησε. Αυθόρμητα ο κόσμος τούς απομόνωσε. Ορισμένοι τους είπαν να σταματήσουν να συμπεριφέρονται φασιστικά. Το γκρουπούσκουλο εξαφανίστηκε μέσα στον κόσμο, που αυθόρμητα πορεύονταν μόνο με ειρηνική πρόθεση, εκφράζοντας την οργή ή τη δυσαρέσκειά του λεκτικά και σε χαμηλούς τόνους. Δεν άκουσα συνθήματα. Δεν βρέθηκα πλάι σε ανθρώπους που φώναζαν. Στάθηκα στην Κολοκοτρώνη ή στη Σταδίου κοντά σε εργαζομένους στα μέσα μεταφοράς, μιας που ένα βασικό ζήτημα για εμένα είναι οι ασφαλείς, δημόσιες, φθηνές μεταφορές με αξιοπρέπεια και σιγουριά. Κυρίες, εμφανώς μαμάδες, στέκονταν κι απλώς χειροκροτούσαν στον μακρινό απόηχο από κάποια λόγια αλληλεγγύης προς τους γονείς των νεκρών. Περνούσαν διαρκώς παιδιά που δεν θα ‘ταν πάνω από δεκάξι, με μπαλόνια ή χωρίς τίποτα στα χέρια, απλώς απογοητευμένη νεολαία της χώρας.

Αργότερα προς το μεσημέρι, εντελώς απροσδόκητα η αστυνομία άρχισε να περνάει μέσα από το πλήθος. Ημασταν ήδη ασφυκτικά και εύκολα προκλήθηκαν συνθήκες πανικού. Μπροστά μου μια κυρία είχε αυτοκόλλητο δύο Αγίους στο κινητό. Πλάι μου ήταν νεαροί με σκουλαρίκια και τατουάζ. Πέρασαν ειρηνικά και κάποιοι άνθρωποι πέταξαν χαρτάκια κατά της εξουσίας. Υστερα μας περικύκλωσαν αστυνόμοι με κράνη, δύο δύο πάνω στα μηχανάκια, δημιουργώντας μας αναίτιο φόβο και πανικό. Τριγυρνούσαν με τις μηχανές τους γύρω μας για ώρα, ώσπου ακούστηκαν και κρότου-λάμψης και ο κόσμος άρχισε να αποδοκιμάζει την αχρείαστη καταστολή.

Αι γενεαί πάσαι: Σ’ ένα δρόμο κοντά στη Σταδίου είδα έναν άνθρωπο σε αναπηρικό καροτσάκι να διαδηλώνει. Σε άλλον, μια παρέα με κυρίες στα εξήντα τους. Με προσπέρασαν οικογένειες, φασαίοι, νεαρά παιδάκια μαυροντυμένα με ψυχολογικά, γυμναστηριακοί, θρησκόληπτοι. -Βίβιαν Στεργίου 

Είχε τόσο πολύ κόσμο, που για να φύγεις πραγματικά από την πορεία έπρεπε να φτάσεις πέρα από το Μοναστηράκι. Προς το Μεταξουργείο. Τα μαγαζιά ήταν όλα κλειστά. Αρκετά με κάποιο αυτοκόλλητο για τη μνήμη των θυμάτων της σύγκρουσης. Φεύγοντας στο Μοναστηράκι πάλι, σχεδόν απόγευμα πια, άκουγα γύρω μου τους πάντες να μιλούν για τις πορείες. Σιωπηλοί και εξαντλημένοι οι περισσότεροι, αποσύρθηκαν διαβάζοντας στα κινητά τους ιστορίες για αγρίους με δακρυγόνα και άλλες αχρείαστες εκδηλώσεις βίας.

Σ’ ένα δρόμο κοντά στη Σταδίου είδα έναν άνθρωπο σε αναπηρικό καροτσάκι να διαδηλώνει. Σε άλλον, μια παρέα με κυρίες στα εξήντα τους. Με προσπέρασαν οικογένειες, φασαίοι, νεαρά παιδάκια μαυροντυμένα με ψυχολογικά, γυμναστηριακοί, θρησκόληπτοι. Ο περισσότερος κόσμος ήταν άκυρο πλήθος που βρίσκεις στην πολυκατοικία σου μια Τρίτη βράδυ βγαίνοντας από το ασανσέρ.

Τι είδα στο Σύνταγμα-3

Ολοι, εκτός από εκείνους

Της Ελένης Σαμπάνη

Στις 29 Φεβρουαρίου 2023 και ώρα 6.45 π.μ. ήμουν στο Παρίσι και γύριζα σπίτι ύστερα από ένα από τα πολλά Erasmus-πάρτι, που είχαν διοργανωθεί στο κέντρο της πόλης. Φτάνοντας στις φοιτητικές εστίες και λίγο πριν μπω στο δωμάτιό μου, έλαβα το εξής μήνυμα από τον φίλο μου: «Είδες τι έγινε στα Τέμπη; Δύο τρένα συγκρούστηκαν. Ψάχνουμε τον Σ. και δεν απαντάει. Ανέβαινε Θεσσαλονίκη χθες. Ανησυχώ». Δεν είχα ιδέα τι γινόταν στην Ελλάδα, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ανοιξα το πρώτο σάιτ που βρήκα μπροστά μου και διάβασα την είδηση. «Μην ανησυχείς. Αποκλείεται να ήταν σε αυτό το τρένο», τον καθησύχασα.

Νωρίς το πρωί, δεν μετρούσαμε θύματα. Λίγες ώρες αργότερα, όμως, άρχισαν να δημοσιεύονται ονόματα και φωτογραφίες αγνοουμένων, ενώ παράλληλα σαν βροχή έσκαγαν μηνύματα και τηλέφωνα από πρώην συμμαθητές μου, που επιβεβαίωναν σοκαρισμένοι ότι ο Σ. ήταν και αυτός στην επιβατική αμαξοστοιχία. Ευτυχώς, το όνομά του βρέθηκε στη μικρή λίστα με τους επιζώντες του δεύτερου βαγονιού.

Δύο χρόνια μετά, είμαι στην Αθήνα. Το πρωί της Παρασκευής, στου Ζωγράφου, επικρατούσε φασαρία. «Μα καλά η συγκέντρωση δεν είναι στο Σύνταγμα και στην Πανεπιστημίου;» σκέφτηκα. Βγήκα στο μπαλκόνι μου και είδα ένα τσούρμο φοιτητών να κατηφορίζει προς την Παπάγου, ξετυλίγοντας ένα μεγάλο πανό που έγραφε «Δεν έχω οξυγόνο». Τους φώναξα «περιμένετε και εμένα», έβαλα βιαστικά τα παπούτσια μου και κατέβηκα να τους προλάβω.

Το ότι δεν γνωριζόμασταν μεταξύ μας δεν είχε σημασία. Ολοι μας κατευθυνόμασταν σιωπηλοί προς το κέντρο για τον ίδιο ακριβώς λόγο και, καθώς προχωρούσαμε, οι φοιτητές και τα πανό πολλαπλασιάζονταν.

Το ποτάμι που φούσκωνε: Βγήκα στο μπαλκόνι μου και είδα ένα τσούρμο φοιτητών να κατηφορίζει προς την Παπάγου ξετυλίγοντας ένα μεγάλο πανό που έγραφε «Δεν έχω οξυγόνο». Τους φώναξα «περιμένετε κι εμένα», έβαλα βιαστικά τα παπούτσια μου και κατέβηκα να τους προλάβω. -Ελένη Σαμπάνη

Φτάνοντας στο Σύνταγμα, ο κόσμος ήταν πολύ περισσότερος από όσο μπορεί να χωρέσει το κέντρο. «Είμαστε όλοι εδώ», έλεγα από μέσα μου συγκινημένη, μέχρι που μία σκέψη με προσγείωσε ξανά στην πραγματικότητα: «Είμαστε όλοι εδώ εκτός από τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να πάνε Erasmus».

(Φωτογραφίες: ΙΝΤΙΜΕ)

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT