Το αυτοκίνητο δεν λέει να προχωρήσει. Εχει βρέξει και οι ρόδες σπινιάρουν στη λάσπη. «Παιδιά, πρέπει να συνεχίσουμε με τα πόδια», ανακοινώνει ο πλέον έμπειρος της παρέας των Ελλήνων trainspotters, που αφιερώνουν μία ακόμα Κυριακή στο αγαπημένο τους χόμπι: να ξεκινήσουν από την Αθήνα λίγο μετά τα χαράματα για να προλάβουν δύο, όλα κι όλα, περάσματα τρένων σε ένα από τα πιο δημοφιλή σημεία του καχεκτικού ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, κάπου λίγο έξω από τον Δομοκό. Ομως, κανείς δεν δυσανασχετεί. Τους περιμένει μια μέτριας δυσκολίας πεζοπορία, τα τρίποδα επ’ ώμου και μετά η επιλογή της κατάλληλης θέσης για το στήσιμο του εξοπλισμού. Κι όταν αντηχήσει, ανάμεσα σε βουνά και ποτάμια, η γνώριμη βοή του τρένου που πλησιάζει, η πιο μαγική στιγμή για τους εκστασιασμένους «πάλτουρες» έχει φτάσει. «Πάλτουρας» είναι η ελληνική λέξη για τον trainspotter στη δική τους αργκό και αντιστοίχως «πάλτεμα» το trainspotting, δάνειο από το αγγλικό «anorak», που αναφέρεται στους λάτρεις των βρετανικών σιδηροδρόμων που ξεροσταλιάζουν μέσα στη βροχή περιμένοντας το επόμενο τρένο για να το φωτογραφίσουν φορώντας το ομώνυμο αδιάβροχο. Προφανώς πρόκειται για τίτλο τιμής.
Φύση, παρέα, ντιζελομηχανή

Και είναι περισσότεροι απ’ όσους κανείς φαντάζεται. Πλησιάζουν τους χίλιους πανελλαδικά, ένα μικρό, αριθμητικά, κομμάτι της ευρύτερης φιλοσιδηροδρομικής κοινότητας που αποτυπώνεται στο πλήθος διαδικτυακών σελίδων και ομάδων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με χιλιάδες ενεργούς χρήστες και αντικείμενο λατρείας το απαξιωμένο στην Ελλάδα τρένο. Ο trainspotter δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Αλλος φωτογραφίζει παλιούς σταθμούς ή εγκαταλελειμμένο τροχαίο υλικό, άλλος κάνει εκδρομές σε όλη την Ελλάδα για να εντοπίσει μια σπάνια ντιζελομηχανή και να τραβήξει βίντεο, άλλος απλώς ταξιδεύει με το τρένο ή οργανώνει εξορμήσεις στο εξωτερικό. Οταν ρωτάω τον Βασίλη, τον Θανάση και τον Αλέξανδρο αν αξίζει όλος αυτός ο κόπος για να φωτογραφίσουν ή να βιντεοσκοπήσουν για μερικά δευτερόλεπτα ένα τρένο που απλώς διασχίζει ένα ύψωμα, μια πλαγιά ή μια γέφυρα, συνειδητοποιώ αμέσως ότι έχω κάνει τη λάθος ερώτηση. «Μα αυτή είναι η χαρά του trainspotter», με διορθώνει φιλικά ο Βασίλης Τσιχρίνης, λάτρης των σιδηροδρόμων ήδη από τα πέντε του χρόνια (σήμερα είναι 57): «Ο αυθεντικός trainspotter δεν βλέπει την ώρα να βρεθεί στη φύση με εκείνους τους ελάχιστους που συμμερίζονται την “τρέλα” του και να “σπαταλήσει” μια ολόκληρη μέρα για εκείνη τη μία και μοναδική στιγμή, όταν θα ακουστεί το “κλικ” της μηχανής ή θα γράψει το βίντεο. Και είναι και το “πριν”, η παρέα με ομοϊδεάτες και η πρόσβαση σε μαγικά, απάτητα τοπία που διαφορετικά δεν θα σκεφτόσουν ούτε να πλησιάσεις, αλλά και το “μετά”, στο σπίτι, όταν θα επεξεργαστείς το υλικό σου».
Η γοητεία της βραδύτητας

Οταν προσπαθώ να διατυπώσω λίγο καλύτερα την αρχική απορία μου, εστιάζω στη διαχρονική κακοδαιμονία του ελληνικού τρένου, που εκτός όλων των άλλων φέρει, δυστυχώς, εδώ και δύο χρόνια και το ανεπούλωτο τραύμα του δυστυχήματος των Τεμπών. Πώς ένα τόσο ταλαιπωρημένο, παραμελημένο και, εσχάτως, δαιμονοποιημένο μέσο μπορεί να ελκύσει έναν χομπίστα; Ο 27χρονος Αλέξανδρος Σικαλιάς, εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς trainspotter και μέλος της διαδικτυακής ομάδας Hellenic Trainspotters’ Site που αριθμεί σχεδόν 2.000 ακολούθους, κατανοεί την ερώτηση αλλά (προφανώς) διαφωνεί. «Δεν είναι ακριβώς έτσι. Στην εξίσωση του ελληνικού trainspotting υπάρχει μια ισχυρή παράμετρος που λέγεται “εξύμνηση και εκτίμηση του παρελθόντος”. Οσο παλιότερο είναι το δίκτυο, τόσο καλύτερο και πιο σπάνιο. Οσο πιο θορυβώδες ή πιο “ταλαιπωρημένο” το τρένο, τόσο καλύτερη η φωτογραφία ή το βίντεο. Επομένως αυτό που εξωτερικά δείχνει “παλιό” ή “ξεπερασμένο” τεχνολογικά, κεντρίζει το ενδιαφέρον του χομπίστα γιατί ξέρει ότι έχει να κάνει με μηχανές που σύντομα θα αποσυρθούν και δεν θα έχει πάντα την ευκαιρία να τις δει από κοντά ή να τις φωτογραφίσει εν ώρα “δράσης”. Η δική μου γενιά, για παράδειγμα, παιδεύτηκε για να προλάβει τρένα και διαδρομές που σε πρώτη φάση πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και σε δεύτερη στη δεκαετία της κρίσης καταργήθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη». Κι αυτό είχε ένα κόστος για τους Ελληνες trainspotters. Να προφτάσουν, για παράδειγμα, να αποτυπώσουν κάθε σπιθαμή της παλιάς ορεινής γραμμής Τιθορέα – Λιανοκλάδι – Δομοκός με τις μεγαλοπρεπείς μεταλλικές γέφυρες της Παπαδιάς και του Γοργοποτάμου στον Μπράλο. «Οχι, δεν ήμασταν εναντίον του εκσυγχρονισμού, το αντίθετο. Αλλά θέλαμε να έχουμε και τις εικόνες αυτές, όπως ένας συλλέκτης βλέπει το παλιότερο αντικείμενο στον πάγκο του παλαιοπώλη και θέλει να το κάνει δικό του. Ξέρετε, δεν ήταν ένα ακόμα αποστειρωμένο αυστριακό τρένο που περνούσε κάθε 10 λεπτά. Ηταν σαν να χάνεσαι στις σελίδες της Ιστορίας και να πατάς το πόδι σου εκεί που κάποτε εξελίχθηκαν γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ταυτόχρονα να φωτογραφίζεις μια από τις πιο σύγχρονες ντιζελάμαξες της Ευρώπης, γιατί ναι, παρά το διαδεδομένο στερεότυπο, έχουμε σύγχρονα τρένα. Κι αυτό ακριβώς είναι το θέλγητρο του δικού μας δικτύου».
Οταν αντηχήσει η γνώριμη βοή της αμαξοστοιχίας που πλησιάζει, έχει φτάσει η πιο μαγική στιγμή για τους εκστασιασμένους «πάλτουρες», όπως αποκαλούνται οι ίδιοι στη δική τους αργκό.
Από την πλευρά του, ο γερμανοτραφής Βασίλης Τσιχρίνης (μεγάλωσε στην προηγμένη σιδηροδρομικά Γερμανία) κουνάει σκεπτικός το κεφάλι του. Το απαρχαιωμένο και δραματικά συρρικνωμένο από τη δεκαετία του 2010 ελληνικό δίκτυο, που συχνά γίνεται πόλος έλξης και για ξένους trainspotters (πολύ συχνά για τον εξωτικό συνδυασμό τεχνολογικής καθυστέρησης, δυσεύρετου τροχαίου υλικού και ακαταμάχητου μεσογειακού τοπίου), αποτελεί για τον ίδιο αιτία εθνικής ντροπής. «Οσοι ασχολούμαστε ενεργά με τον σιδηρόδρομο ταξιδεύουμε στο εξωτερικό, δικτυωνόμαστε μέσα από ομάδες στα social media, επομένως υποδεχόμαστε ξένους “ομοϊδεάτες” στους οποίους θα πρέπει να εξηγήσουμε τα… ανεξήγητα. Είναι αδιανόητο το ότι η Πελοπόννησος δεν έχει τρένο, όπως σχεδόν πια και ολόκληρη σχεδόν η χώρα. Ή ότι το “εθνικό δίκτυο” είναι στην πραγματικότητα η γραμμή Αθήνα – Θεσσαλονίκη…».

Ο 24χρονος Θανάσης Σταμούλης, ο βενιαμίν της παρέας, είναι από τους «τυχερούς» trainspotters που έκαναν το χόμπι τους επάγγελμα, καθώς εργάζεται ως οδηγός στο δίκτυο του προαστιακού σιδηροδρόμου στην Αθήνα. Εδώ συνέβαλε και η οικογενειακή παράδοση, καθώς πολλές γενιές πίσω βρίσκεις συγγενείς του Θανάση που δούλεψαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στα τρένα. Παραδέχεται ότι η περικοπή δρομολογίων και η κατάργηση γραμμών είχαν επίπτωση και στη συχνότητα των εξορμήσεών τους. Αναρωτιέται αν σε λίγα χρόνια θα υπάρχει λόγος να είσαι trainspotter στην Ελλάδα.
Η σκιά των Τεμπών

Μιλώντας με trainspotters ή επαγγελματίες σιδηροδρομικούς όπως ο Θανάσης, που κατέχει πλέον και τις δύο ιδιότητες, είναι αδύνατο να αποφύγεις τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που δεν είναι άλλος από το δυστύχημα των Τεμπών. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ο Βασίλης, μιλάει για το «προειδοποιητικό» σήμα που είχε στείλει ο εκτροχιασμός του Ιντερσίτι στο Αδενδρο Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 2017, δυστύχημα με τρεις νεκρούς. «Ευτυχώς το τρένο ήταν μισοάδειο, διαφορετικά, με πληρότητα 80% και πάνω, τα θύματα θα ήταν πολλαπλάσια». Και αναφορικά με τις επιπτώσεις της τραγωδίας των Τεμπών στην κοινότητα των φίλων του σιδηροδρόμου, κάνει λόγο για τη διάχυτη τοξικότητα που αναπόφευκτα έχει «μολύνει» την κάποτε συντροφική ατμόσφαιρα. «Το δυστύχημα των Τεμπών αποτελεί ένα ορόσημο για όλους τους trainspotters στη χώρα», ομολογεί ο Αλέξανδρος. «Λόγω της σχέσης μου με τον σιδηρόδρομο, για μέρες έβαζα τον εαυτό μου στη θέση αυτών των ανθρώπων. Ηταν σαν να είχε χαθεί ένα κομμάτι μου. Το συμβάν του 2017 μας είχε θορυβήσει όλους, όμως στην Ελλάδα τα πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα. Σαν να έχουμε μια αλλεργία με την κουλτούρα της ασφάλειας. Τέλος πάντων… Δεν έχασα την εμπιστοσύνη μου στο μέσο, ούτε έμαθα κάτι που δεν γνώριζα. Αφού ξεπέρασα το αρχικό σοκ, λίγο καιρό μετά ήμουν πάλι σε δρομολόγιο. Αλλά αναλογίστηκα υπαρξιακά θέματα όπως τη σχέση μου με τον σιδηρόδρομο. Το μέσο στοχοποιήθηκε και δαιμονοποιήθηκε κι όλα αυτά οδηγούν νομοτελειακά τον σιδηρόδρομο σε μαρασμό, γεγονός που εντέλει επηρεάζει και το trainspotting, καθώς όπου το τρένο σταμάτησε, δεν ξαναπέρασε ποτέ».

