Φωτό: Ο «Πρωτεύς» εν πλω, όχι πια με τις δικές του μηχανές, κατευθυνόμενος στον Φλοίσβο, όπου θα μετατραπεί σε μουσείο. [ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΣΙΚΑΣ]
Είναι από αυτές τις εικόνες που τις σκηνοθετεί η τύχη κι όμως όλα βρίσκονται μαγικά στη σωστή τους θέση. Η προτομή του ναυάρχου Κουντουριώτη στεκόταν αγέρωχη στο βάθρο της στον Φλοίσβο, όταν από μπροστά της πέρασε αργά αργά ο τράκτορας με το μήκους 54 μέτρων υποβρύχιο «Πρωτεύς», λίγη ώρα αφότου η πλωτή δεξαμενή που το μετέφερε από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας προσδέθηκε στον προβλήτα, το Σάββατο 1η Φεβρουαρίου. Το ελαφρύ αεράκι που έκανε τα σημαιάκια πάνω στον πυργίσκο του κύτους να χορεύουν έμοιαζε να φυσά προς τα πίσω και τη μεταλλική κάπα του θρυλικού κυβερνήτη του «Αβέρωφ». Ηταν μια σκηνή που έκανε όλους εμάς τους παρόντες να ανατριχιάσουμε. Ενας από τους μεγαλύτερους ήρωες του Πολεμικού Ναυτικού επέβλεπε συμβολικά την έλευση, αφού είχε πρώτα απομακρυνθεί με ρυμουλκά το μόνιμα ελλιμενισμένο θωρηκτό, ώστε να ελευθερώσει για λίγο τον χώρο. Δεν θα υπήρχε καλύτερη υποδοχή για ένα από τα πλέον εντυπωσιακά εκθέματα που θα έχει το Πάρκο Ναυτικής Παράδοσης με τίτλο «Οδυσσέας. Οι Ελληνες και η θάλασσα». Το φιλόδοξο σχέδιο –που ήδη έχει ξεκινήσει να υλοποιείται χάρη στη δωρεά του Δραμινού ναυπηγού και εφοπλιστή Αρη Θεοδωρίδη– θα προσθέσει στο παράλιο μέτωπο του Φαλήρου ένα αναμορφωμένο άλσος, ένα κομψότατο κτίριο με πολλαπλές χρήσεις που σχεδίασε, ύστερα από κλειστό διαγωνισμό, η αρχιτέκτων Ηβη Νανοπούλου και ένα αντάξιο αγκυροβόλι για την τριήρη, το «Αβέρωφ», το «Λίμπερτι» και βέβαια τον «Πρωτέα», που θα είναι μουσεία… του εαυτού τους. Από κοντά θα βρίσκεται και ένα παραδοσιακό καρνάγιο όπου θα κτίζονται καΐκια, αναβιώνοντας μια τέχνη που πάει να χαθεί.
Το σχέδιο
Το πάρκο «Οδυσσέας» φιλοδοξεί να φέρει κοντά την παράδοση της ξυλοναυπηγικής με την ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού και την εμπορική ναυτιλία.
Ο «Οδυσσέας» φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα συνολικό αφήγημα για τη σχέση μας ως γένος και έθνος με το υγρό στοιχείο, φέρνοντας κοντά την παράδοση της ξυλοναυπηγικής με την ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού και την εμπορική ναυτιλία, την εκπαίδευση, τις ψηφιακές τεχνολογίες και τον επαγγελματικό προσανατολισμό. «Ταυτόχρονα θα προσθέσει κάτι εξαιρετικά σημαντικό στην ίδια την Αθήνα», έλεγε η κ. Νανοπούλου, που παρακολουθούσε μαζί μας την εξαιρετικά δύσκολη και απαιτητική μεταφορά του υποβρυχίου. «Ολο το πάρκο και το οικοδόμημα –πλην των εκθεσιακών του χώρων– θα είναι ανοιχτό και δωρεάν για το κοινό. Οι επισκέπτες θα μπορούν να περιηγηθούν στο κτίριο που είναι σαν καράβι πλάι στο νερό και να αισθανθούν αδιαμεσολάβητα την “έξοδο” της πόλης προς τη θάλασσα, που έως σήμερα δεν υπάρχει κατ’ αυτόν τον τρόπο». Το πάρκο, που αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα σε ορίζοντα τριών ετών, θα κάνει πραγματικότητα ένα όραμα τριών δεκαετιών σε ένα «φιλέτο» το οποίο μέχρι τώρα είχε μείνει αναξιοποίητο. Στα 23,5 στρέμματα δημοσίων εκτάσεων (οι οποίες είχαν παραχωρηθεί στο Πολεμικό Ναυτικό και στον Δήμο Παλαιού Φαλήρου) και στο κτίριο (κύριων χώρων 10.600 τ.μ. και υπόγειων 5.550 τ.μ.) θα πάρει σάρκα και οστά μια μοναδική στέγη για το θαλασσινό μας κλέος, που θα μυήσει σ’ αυτό και τις επόμενες γενιές. Την κατασκευή που ξεκινάει οσονούπω θα επιβλέπει και το τεχνικό γραφείο του δωρητή. Θα είναι ένας πολιτιστικός και εκπαιδευτικός πόλος που θα συνδυάζει μάθηση και αναψυχή, εκεί όπου κάποτε ήταν το αρχαίο λιμάνι της Αθήνας. Βέβαια πρόκειται για εγχείρημα μεγάλων προκλήσεων, τόσο γραφειοκρατικών –παρά το πράσινο φως και την ενεργό στήριξη της πολιτείας όλο και εμφανίζονται εμπόδια– όσο και τεχνικών.
Σε 23,5 στρέμματα δημοσίων εκτάσεων θα δημιουργηθεί ένας πόλος που θα συνδυάζει μάθηση και αναψυχή, εκεί όπου κάποτε ήταν το αρχαίο λιμάνι της Αθήνας.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς τη μετατροπή, το ταξίδι και την τοποθέτηση του «Πρωτέως», το κόστος των οποίων κάλυψε ο Αρης Θεοδωρίδης και η εφοπλιστική του εταιρεία Vulcanus. Το υποβρύχιο παροπλίστηκε το 2022 έχοντας συμπληρώσει 260.000 ναυτικά μίλια και 50 χρόνια υπηρεσίας στην πατρίδα. Το εσωτερικό του έγινε προσβάσιμο στους επισκέπτες χάρη σε ειδικές τομές στο κέλυφος. Είναι μια εμπειρία μοναδική, που την έζησα και εγώ όταν πήγα να το επισκεφθώ στον Ναύσταθμο κατά τη διάρκεια των εργασιών. Μέσα στον ασφυκτικά στενό του διάδρομο γεμάτο από μηχανήματα, κοντέρ και καλώδια, νιώθει κανείς τα ατσάλινα νεύρα που πρέπει να διαθέτουν οι άνδρες και οι γυναίκες του Π.Ν. για τις καταδύσεις, που κρατούν ακόμη και εβδομάδες ολόκληρες. Η όλη αποκατάστασή του κράτησε σχεδόν 3 χρόνια και αυτό γιατί οι ήδη εκτεταμένες φθορές απαιτούσαν μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να επανέλθει στη βέλτιστη δυνατή κατάσταση και να είναι ασφαλές και επισκέψιμο. Απαιτήθηκε μάλιστα και η ανακατασκευή του πυργίσκου.

Για 800 τόνους
Ο πλους από τη Σαλαμίνα στον Φλοίσβο ήταν κι αυτός ένας μικρός άθλος σε τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο, ένα τεράστιο μηχάνημα ανυψωτικής ικανότητας έως 820 τόνων με ιμάντες, που λέγεται heavy lifter, σήκωσε το κύτος ώστε να απομακρυνθούν οι βάσεις επισκευής. Υστερα, ενώ το υποβρύχιο κρεμόταν, μπήκε στο κάτω μέρος του μια συστοιχία ειδικών τροχοφόρων οχημάτων με πολλαπλούς άξονες για να καταμερίζεται το βάρος («σαν μια γιγαντιαία σαρανταποδαρούσα!», όπως είπε και ένα παιδάκι που καθόταν πλάι μας όταν ο «Πρωτεύς» «αποβιβάστηκε» στον Φλοίσβο). Αργότερα αυτός ο τράκτορας που έφερε το υποβρύχιο μπήκε σε μια τεράστια πλωτή και ανυψωτική δεξαμενή, η οποία ρυμουλκήθηκε από τον Ναύσταθμο έως το Φάληρο, σε απόσταση 9 ναυτικών μιλίων. Χρειάστηκαν περίπου 3 ώρες για την προσέγγιση και αρκετή ώρα για την ασφαλή πρόσδεση.
Το υποβρύχιο παροπλίστηκε το 2022 έχοντας συμπληρώσει 260.000 ναυτικά μίλια και 50 χρόνια υπηρεσίας. Το εσωτερικό του έγινε επισκέψιμο χάρη σε ειδικές τομές στο κέλυφος.
Για να τοποθετηθεί όμως στη μόνιμη βάση του το σχεδόν 800 τόνων υποβρύχιο, χρειάστηκε επίσης να γίνουν ειδικά έργα με πρωτοποριακή τεχνολογία. Ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, πολιτικός μηχανικός με ειδικότητα τη δομοστατική, επικεφαλής αυτής της μελέτης, που παρακολουθούσε και αυτός με αγωνία την άφιξη του «Πρωτέως», το συνόψισε λακωνικά: «Ηταν σαν να εκπονούμε μέσα σε λίγους μήνες τρία διδακτορικά, δίχως να μπορούμε να βασιστούμε σε πρότερες γνώσεις, καθώς μιλάμε για συνθήκες μοναδικές στην περίπτωση αυτή. Στόχος ήταν το βάθρο στο οποίο θα τοποθετείτο το κέλυφος να μην έχει καθιζήσεις από το μεγάλο βάρος διότι θα στεκόταν πάνω σε προσχώσεις. Πρώτα απ’ όλα λοιπόν –λόγω της σύστασης του εδάφους– έπρεπε να σχεδιάσουμε μια κοιτόστρωση που έγινε πάνω σε πασσάλους, οι οποίοι έφτασαν στο μητρικό πέτρωμα σε βάθος 10 μέτρων. Πέρα από αυτό, το υποβρύχιο δεν μπορούσε να είναι κολλημένο στη μεταλλική του βάση διότι αν γίνει σεισμός οι δονήσεις θα προκαλούσαν ζημιές στο κέλυφος. Ετσι βάλαμε ένα ειδικό αντικραδασμικό υλικό στο έδρανό του, που λειτουργεί ως αποσβεστήρας σεισμικής μόνωσης. Επρεπε να σκεφτούμε τα θέματα των ανέμων και των κεραυνών και οτιδήποτε άλλο αφορά την ασφάλεια των επισκεπτών. Η επίλυση όλων αυτών των ζητημάτων κράτησε ένα χρόνο και χρειάστηκε να πάρουμε έναν ειδικό υπολογιστή. Τώρα που βλέπω επιτέλους τον “Πρωτέα” να είναι πάνω στο έδρανό του, σχεδόν δεν μπορώ να το πιστέψω. Λέω από μέσα μου: “Πώς καταφέραμε να κάνουμε εμείς αυτό το πράγμα;”».

Ο «πρόγονός» του
Κόσμος πολύς είχε συρρεύσει στο Φάληρο για να δει το περίεργο μαύρο σουλούπι του υποβρυχίου να τοποθετείται στην τελική του θέση. Ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος και ο ήλιος έκανε την τεράστια προπέλα να γυαλίζει σαν εξωπραγματικό μεταλλικό άνθος. Συνήθως όταν ένα πλοίο πάει για παλιοσίδερα, αυτό είναι το πρώτο τμήμα που αφαιρείται λόγω της αξίας της πρώτης ύλης του. Ο «Πρωτεύς» ήταν τυχερός, διότι αντί να παραμένει εκτός νερού στον Ναύσταθμο και να φθείρεται, θα συμβολίζει από εδώ και στο εξής τα τεράστια κατορθώματα του Ναυτικού, κάνοντάς τα να αναδυθούν από τη λήθη. Ουδόλως τυχαία, πάντως, το όνομα Πρωτεύς συνδέεται με την πρώτη μεγάλη απώλεια του Π.Ν. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πρώτο υποβρύχιο που ονομάστηκε έτσι ήταν γαλλικής ναυπήγησης των ετών 1927-1930. Βυθίστηκε αύτανδρο στην Αδριατική στις 29 Δεκεμβρίου 1940 μετά την επιτυχή επιθετική δράση κατά του ιταλικού ατμόπλοιου «Σαρντένια». Ηταν μια ηρωική πράξη του Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή, του ικανότερου κυβερνήτη υποβρυχίων της εποχής εκείνης και των γενναίων του ανδρών, που ήξεραν ότι επιτιθέμενοι εναντίον ιταλικής νηοπομπής προκαλούσαν αυτονόητα και το δικό τους τέλος. Προς τιμήν τους ονομάστηκε ο δεύτερος «Πρωτεύς» (S-113) που ήταν γερμανικής κατασκευής και καθελκύστηκε την 1η.2.1972 στο Κίελο. Ηταν το 4ο κατά σειράν υποβρύχιο τύπου 209/1100 του Πολεμικού Ναυτικού (ή αλλιώς τύπου «Γλαύκος» όπως είναι ευρύτερα γνωστό από το πρώτο της ίδιας σειράς) μαζί με τον «Νηρέα» και τον «Τρίτωνα» από τη γερμανική HDW. Ηταν μια εξαιρετική εξοπλιστική επιλογή, πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη, που έδωσε τρομερή ισχύ στην Ελλάδα. Oπως μας εξήγησε ο επικεφαλής του συνδέσμου των υπηρετησάντων στα υποβρύχια Παναγιώτης Ραδίτσας, το όραμα να δημιουργηθεί ένα υποβρύχιο – μουσείο είχε ξεκινήσει τουλάχιστον μια δεκαετία πριν, με υποψήφιο το «Γλαύκος», που όμως ήταν σε κακή κατάσταση όταν παροπλίστηκε. Επιπλέον, δεν υπήρχε έως σήμερα ο χορηγός που θα κάλυπτε το κόστος. Τελικά το σχέδιο προχώρησε με τον «Πρωτέα» χάρη στον Αρη Θεοδωρίδη, που το είδε ως έκθεμα για το Πάρκο Ναυτικής Παράδοσης.

Η αποστολή στο Κίελο καιη ναυμαχία που δεν έγινε
H έναρξη των δοκιμών του «Πρωτέως» έγινε στις αρχές καλοκαιριού του 1972 και τα πρώτα μέλη του Π.Ν. που πήγαν για να το παραλάβουν είχαν μια απίστευτη περιπέτεια. Την ιστορία μού τη διηγήθηκαν οι ίδιοι οι βετεράνοι υποβρυχιάδες, με καπέλα που έφεραν τον θυρεό του υποβρυχίου πάνω από τα λευκά τους μαλλιά. Γνωρίζοντας την καλή είδηση της μεταφοράς του, είχαν στηθεί από νωρίς το πρωί σε έναν λόφο για να παρακολουθήσουν την επιχείρηση. «Eζησα την καθέλκυση την 1η.2.1972 και τώρα ζω την τελική ανέλκυση την ίδια ημερομηνία, ακριβώς 53 χρόνια μετά. Δεν περιγράφεται η συγκίνηση», λέει ο Λιβαδείτης Παναγιώτης Στάμου, που υπηρέτησε αρχικά αναπληρωτής και ύστερα κύριος Α΄ μηχανικός.
«Πήγα στη Γερμανία για την παραλαβή. Μαζί με τον κυβερνήτη Μασούρα και άλλα μέλη του πληρώματος φτάσαμε στη χώρα οδικώς διότι χρειαζόμασταν αυτοκίνητο ώστε να πηγαίνουμε συνεχώς στο ναυπηγείο και να βλέπουμε τις εργασίες. Είχαμε μια κόκκινη Alfa Romeo με ελληνικές πινακίδες και φορτωμένο το πορτ μπαγκάζ με λάδια και ελιές. Ενα βραδάκι αποφασίσαμε να πάμε βόλτα στο Κίελο, γιατί ως Ελληνες δεν μπορούσαμε να πέφτουμε νωρίς για ύπνο, εν αντιθέσει με τους Γερμανούς που κοιμούνταν νωρίς. Μέσα στην ερημιά μάς σταμάτησε για έλεγχο μια περίπολος της αστυνομίας με σκυλιά και μας φώναζαν “papieren”. Στην Ελλάδα ήταν χούντα και αντί για ταυτότητες είχαμε κάτι χαρτιά πρόσβασης στο ναυπηγείο. Νόμιζαν ότι ήμασταν τρομοκράτες της “Μπάαντερ-Μάινχοφ”, καθώς κάποιοι εξ αυτών είχαν διαφύγει μέσω Κιέλου στο εξωτερικό. Είδαμε και πάθαμε να ξεμπλέξουμε», θυμάται ο κ. Στάμου.
Για τον Α΄ μηχανικό οι πιο έντονες στιγμές ήρθαν με τα γεγονότα της Κύπρου. Από τον Απρίλιο του ’74 οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ήταν ήδη σε όξυνση και τα υποβρύχιά μας ήταν σε ετοιμότητα στο Αιγαίο. Ο «Πρωτεύς» εφοδιάστηκε με πολεμικό υλικό και εφόδια και στις 19 Ιουλίου πήρε διαταγή να φύγει από τον Ναύσταθμο και να πάει προς τη Ρόδο με το πρόσχημα άσκησης. Αναχώρησε στις 20 Ιουλίου και έλαβε σήμα ότι οι τουρκικές δυνάμεις εκτελούσαν αποβατική και αεραποβατική ενέργεια στην Κύπρο. Υστερα πήρε τη διαταγή να πλεύσει εν καταδύσει στο κεντρικό Αιγαίο όπου εντόπισε και αναγνώρισε τουρκικά πολεμικά που έκαναν περιπολίες. Τα αδελφά υποβρύχια «Γλαύκος», «Νηρεύς» και «Τρίτων» ήταν εκείνα που έπλευσαν στη Ρόδο, με τα δύο πρώτα να παίρνουν εντολές για να πάνε στην Κύπρο. Ακολούθησε η περίφημη διαταγή «Γυρίστε πίσω». Ηταν μια ναυμαχία που δεν έγινε ποτέ, μια μελανή σελίδα στην Ιστορία της χώρας και της ηγεσίας της που ήταν υπό κατάρρευση.

Πώς είχαν βιώσει τις ημέρες αυτές οι άνδρες του «Πρωτέως»; «Ο χειριστής του σόναρ άκουσε θόρυβο πολεμικού πλοίου. Ηταν υποβρύχιο και ερχότανε καταπάνω μας. Κανόνες εμπλοκής δεν είχαμε, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν σε σύγχυση. Δυνατότητα επικοινωνίας δεν υπήρχε με την ξηρά. Ο κυβερνήτης Κυρήκος βρέθηκε σε δεινή θέση, αν χτυπούσε πρώτος μπορεί να ξεκινούσε έναν πόλεμο. Ηχησε πολεμικός συναγερμός και τότε φάνηκε ο χαρακτήρας του καθενός. Αλλος ήταν ψύχραιμος, άλλος ήταν κατάχλωμος, άλλος είχε λογοδιάρροια, άλλος αρρώστησε. Ημασταν σε ένα κουτί στον βυθό της θάλασσας την ώρα που στην Κύπρο γινόταν μάχη. Τελικά το εχθρικό υποβρύχιο είχε βγάλει τον αναπνευστήρα του για αέρα, δεν μας είχε πάρει χαμπάρι. Ηταν συγκλονιστικές εκείνες οι στιγμές. Τις ζήσαμε χωρίς να ξέρουμε ποιος έχει το πρόσταγμα, τι σκέφτονται οι επιτελείς, τι έπρεπε να κάνουμε».
Ο κ. Στάμου μας εξηγεί πάντως ότι η θητεία στα υποβρύχια προικίζει τα μέλη του Π.Ν. με προσόντα μοναδικά: «Ψυχραιμία, επινοητικότητα, ομαδικότητα, οργάνωση. Οταν είσαι κάτω από το νερό πρέπει να τα έχεις προβλέψει όλα και να βρεις λύσεις με ό,τι διαθέτεις εκείνη τη στιγμή στα χέρια σου».
Ο Σπύρος Φακίρης, που είχε επίσης υπηρετήσει κυβερνήτης στον «Πρωτέα», συμπληρώνει: «Τρεις μέρες στεκόμουν εδώ στο ύψωμα να τον δω να έρχεται. Είμαστε η πρώτη δύναμη στη Μεσόγειο σε αριθμό υποβρυχίων και μέχρι σήμερα δεν υπήρχε κανένα επισκέψιμο κέλυφος στη στεριά που να μπορεί ο κόσμος να το δει και κυρίως να μάθουν οι νεότεροι τι έχουν προσφέρει τα υποβρύχια στην πατρίδα μας».

Η σημαία-κειμήλιο
Ο Κώστας Τριανταφυλλίδης υπηρέτησε κυβερνήτης του «Πρωτέως» από το 1978 έως το 1981. Οταν παροπλίστηκε το υποβρύχιο του δόθηκε τιμητικά η σημαία του, την οποία φίλησε σαν να προσκυνά εικόνισμα και την κρατάει ακόμη. Παρακολουθούσε το υποβρύχιο να βγαίνει στην ξηρά, συναισθανόμενος τη βαρύτητα της στιγμής. «Εχω φωτογραφίες από την παραλαβή και την ύψωση της σημαίας στην οποία ήμουν παρών. Νιώθω τεράστια νοσταλγία για το υποβρύχιο και τις στιγμές που πέρασα εκεί. Τα υποβρύχια έχουν ψυχή, είναι σαν φίλοι που σε προστατεύουν στις πιο δύσκολες συνθήκες. Εχουν και χαρακτήρα, ξέρετε. Τον σμιλεύει ο παρθενικός τους κυβερνήτης και τα ακολουθεί για όλη τους την υπηρεσία. Ο “Πρωτεύς” ήταν ένα καλό, γερό σκαρί, έτοιμο για όλα, με καταπληκτικές τεχνικές δυνατότητες για την εποχή του. Ολοι του οι άνδρες ήμασταν μια οικογένεια, αλλιώς δεν βγαίνει μέσα σε τόσο στενό χώρο. Ελπίζω τώρα με το πάρκο η Ελλάδα να συνδεθεί περισσότερο με την Ιστορία της στη θάλασσα. Βλέπω αυτά τα νέα παιδιά με το τηλέφωνο στο χέρι και νιώθω ότι είναι πολύ δύσκολο να ενδιαφερθούν για το παρελθόν – είναι σαν να μην υπάρχει για τη γενιά αυτή. Καμιά φορά η περιέργεια πυροδοτεί την αναζήτηση. Ισως τα παιδιά που θα μπουν μέσα σε αυτό το κέλυφος σκεφτούνε ότι κάποιοι λίγο μεγαλύτεροι από την ηλικία τους βρέθηκαν μέσα σ’ αυτό το υποβρύχιο για να υπερασπιστούν την πατρίδα».
«Τα υποβρύχια έχουν ψυχή, είναι σαν φίλοι που σε προστατεύουν στις πιο δύσκολες συνθήκες. Ο “Πρωτεύς” ήταν ένα καλό, γερό σκαρί. Ολοι του οι άνδρες ήμασταν μια οικογένεια, αλλιώς δεν βγαίνει εκεί μέσα».
Στο βάθος, ο «Πρωτεύς» είχε μπει πια πάνω στη βάση του και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Το σκούρο του σουλούπι έμοιαζε παράξενο πλάι στη μαρίνα με τις δεκάδες θαλαμηγούς. Ενας από τους βετεράνους μονολόγησε: «Αν εμείς οι Ελληνες βλέπουμε τη θάλασσα μόνο ως αναψυχή και όχι ως σύνορο, τότε τελειώσαμε. “Πρωτεύς” και “Αβέρωφ” αυτό θα μας θυμίζουν, αυτό πρέπει να μάθουν και οι νεότεροι».

