Δέχθηκαν με ενθουσιασμό να συμμετάσχουν στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), έχοντας όραμα να στηρίξουν τη νέα σελίδα για τον χώρο της έρευνας στη χώρα, όπως τους δήλωνε η κυβέρνηση το 2019. Επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, σε εμβληματικά ξένα και ελληνικά ΑΕΙ. Πέντε χρόνια μετά, το ΕΣΕΤΕΚ φυλλορροεί. Ηδη έξι από τα 15 μέλη του έχουν παραιτηθεί, καταγγέλλοντας αδιαφορία για τις προτάσεις τους εκ μέρους του αρμόδιου υπουργείου Ανάπτυξης και, ευρύτερα, της πολιτείας.
«Η επιτυχημένη χρήση των περιορισμένων πόρων που διατίθενται για έρευνα προϋποθέτει τρία σίγμα: στρατηγική, συνέχεια, συνέργεια. Ομως, αντί η οργάνωση της έρευνας να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες της, στην Ελλάδα εξυπηρετεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες, όπως το βόλεμα πολιτευτών σε κυβερνητικές θέσεις και οι ισορροπίες μεταξύ υπουργείων», ανέφερε στην «Κ» ο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον των ΗΠΑ, που παραιτήθηκε εκ των πρώτων μαζί με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Σπύρο Αρταβάνη-Τσάκωνα, καθηγητή Κυτταρικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Η πλευρά του αρμόδιου υπουργείου Ανάπτυξης –την αρμοδιότητα της Ερευνας έχει η υφυπουργός Ζωή Ράπτη– θεωρεί τις παραιτήσεις ως κάτι όχι ασυνήθιστο στον δημόσιο βίο. «Θα αντικαταστήσουμε τα παραιτηθέντα μέλη και θα επαναδραστηριοποιήσουμε το ΕΣΕΤΕΚ», προαναγγέλλει μέσω της «Κ» κυβερνητικό στέλεχος.
Το 2019 η νέα τότε κυβέρνηση επέλεγε να δώσει βάρος στην έρευνα και την καινοτομία, ιδρύοντας το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), που ορίστηκε ως «το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της πολιτείας σε ό,τι αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής» για την έρευνα. Στο 15μελές ΕΣΕΤΕΚ πρόεδρος ορίστηκε ο Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας και μέλη του πανεπιστημιακοί από ελληνικά και ξένα ΑΕΙ από όλους τους επιστημονικούς τομείς, ενώ εκπροσώπηση έχει και ιδιωτικός τομέας. Η πρόσκληση προς τον κ. Αρταβάνη-Τσάκωνα έγινε από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το ξεκίνημα ήταν δυναμικό. Συγκροτήθηκαν Τομεακά Επιστημονικά Συμβούλια (ΤΕΣ), με αρμοδιότητα να υποστηρίζουν σε εξειδικευμένα γνωστικά αντικείμενα τη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ) και το ΕΣΕΤΕΚ.
Η νέα ομάδα άρχισε από την αξιολόγηση της υποδομής που ήδη υπήρχε. «Οταν αναλάβαμε, από τα πρώτα πράγματα που κάναμε ήταν να αξιολογήσουμε τα 35 ερευνητικά ινστιτούτα της χώρας. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια. Το έργο ήταν τιτάνιο», λέει μέλος του Εθνικού Συμβουλίου. «Καταφέραμε να φέρουμε 170 πολύ καλούς επιστήμονες, πολλοί εξ αυτών από το εξωτερικό, για να συνδράμουν στην αξιολόγηση. Για να τους πείσουμε, μέτρησε πολύ και το προσωπικό κύρος μελών του Συμβουλίου. Δέχθηκαν διότι η αξιολόγηση είναι συστατικό στοιχείο της ερευνητικής δουλειάς και των ερευνητών στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα όχι. Γι’ αυτό υπήρξαν προσκόμματα και γκρίνια – ευτυχώς, μεμονωμένα». Τελικά, η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε το 2022.
Εθνική στρατηγική
Μείζον ζητούμενο, επίσης, ήταν η σύνταξη μιας εθνικής στρατηγικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας. Αυτό ήταν μία από τις βασικές αρμοδιότητες των ΤΕΣ, που έπρεπε να εκπονήσουν προτάσεις στρατηγικής σε κάθε επιστημονικό πεδίο. Ομως κάτι τέτοιο σημαίνει επένδυση στη βασική έρευνα και αντιμετώπιση του πολυκερματισμού των ερευνητικών κέντρων. Σήμερα υπάρχουν ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα που εποπτεύονται από διαφορετικά υπουργεία, ενώ μεγάλος αριθμός λειτουργεί στα ΑΕΙ. Ενδεικτικά, όπως ανέφερε ο κ. Χανιώτης, το μόνο ερευνητικό ινστιτούτο που διαθέτει η Ελλάδα στο εξωτερικό, το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στη Βενετία, υπάγεται στο υπουργείο Εξωτερικών.
Ο ενιαίος χώρος ανωτάτης εκπαίδευσης, έρευνας και τεχνολογίας, ωστόσο, προϋποθέτει τη συγκέντρωση των ερευνητικών δομών κάτω από μία υπουργική εποπτεία. Το ίδιο ζητάει η Ενωση Ελλήνων Ερευνητών – μιλάει για το υπουργείο Παιδείας ή ένα νέο υπουργείο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας. Την ίδια άποψη έχουν και κυβερνητικά στελέχη που μίλησαν στην «Κ». Με βάση τα τελευταία στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου, το προσωπικό των ερευνητικών κέντρων είναι 73.306 άτομα (εξ αυτών οι 54.680 ερευνητές και οι 18.626 σε άλλες θέσεις).
Η διατήρηση του πολυκερματισμού δεν οφείλεται στους ερευνητές, αλλά κυρίως σε πολιτικούς λόγους. Οπως τόνισαν στην «Κ» μέλη του Εθνικού Συμβουλίου, οι υπουργοί αρνούνται να χάσουν ένα «κομμάτι» των εποπτευόμενων φορέων, και μάλιστα με αναπτυξιακή δυναμική. Αλλωστε, όσο περισσότεροι εποπτευόμενοι οργανισμοί, τόσο περισσότερα κονδύλια όσο και θέσεις στελεχών προς διορισμό. «Κάθε υπουργείο που έχει κονδύλια, έστω λιγοστά, για την έρευνα, θέλει να τα διαθέσει εκείνο, και όχι ένα θεσμοθετημένο όργανο με βάση μία συγκεκριμένη, ενιαία στρατηγική. Κάθε υπουργός θέλει να έχει τα “μαγαζιά” του», λέει στην «Κ» παραιτηθέν μέλος του ΕΣΕΤΕΚ, και ένα άλλο προσθέτει: «Μην παραβλέπετε ότι υπάρχουν τρόποι και στην έρευνα να διακινηθούν χρήματα με αναξιοκρατικά κριτήρια, άρα αδιαφανείς διαδικασίες, και χωρίς αξιολόγηση του παραγόμενου έργου». Με βάση την πρόσφατη μελέτη του ίδιου Κέντρου Τεκμηρίωσης, το 2023 οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για έρευνα και ανάπτυξη στην Ελλάδα ήταν 3.362,69 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 292,39 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2022 (ποσοστό αύξησης 9,5%).
Κονδύλια και διορισμοί. Ο πολυκερματισμός των ερευνητικών κέντρων δεν οφείλεται στους ερευνητές, αλλά στο ότι οι υπουργοί αρνούνται να χάσουν ένα «κομμάτι» των εποπτευόμενων φορέων, και μάλιστα με αναπτυξιακή δυναμική. Αλλωστε, όσο περισσότεροι εποπτευόμενοι οργανισμοί, τόσο περισσότερα κονδύλια όσο και θέσεις για διορισμούς στελεχών.
Το πρώτο ρεύμα ψυχρότητας από την κυβέρνηση το ένιωσαν τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ από το 2023, και την αλλαγή σκυτάλης στο υπουργείο. Η τότε ηγεσία δεν φαινόταν να ενστερνίζεται τη διάθεση του ΕΣΕΤΕΚ για γρήγορα βήματα. «Ο λόγος δεν ήταν πως στην επαγγελματική ή πολιτική τους διαδρομή δεν είχαν ασχοληθεί με την έρευνα – έναν πολύπλοκο, πολυδαίδαλο χώρο. Ο λόγος είναι ότι, μάλλον, δεν είχαν διάθεση να μάθουν τον χώρο», ανέφερε στην «Κ» παραιτηθέν μέλος του ΕΣΕΤΕΚ.
Ετσι οι επαφές μεταξύ των δύο πλευρών άρχισαν να είναι πιο αραιές, όπως και το «δεν υπάρχουν λεφτά» ως επωδός-δικαιολογία για να υλοποιηθούν προτάσεις του Εθνικού Συμβουλίου. Βέβαια, πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι για τα σύννεφα στις σχέσεις των δύο πλευρών ρόλο έπαιξαν και κακές αξιολογήσεις που είχαν λάβει ερευνητικά κέντρα, μέλη των οποίων κατέχουν και κρίσιμα κυβερνητικά πόστα. Το ίδιο ίσχυσε και με το τωρινό υπουργικό δίδυμο στο υπουργείο Ανάπτυξης.
Προτεραιότητες
Κυβερνητικές πηγές ανέφεραν στην «Κ» ότι «οι άνθρωποι του ΕΣΕΤΕΚ μιλούν για τη βασική έρευνα, ενώ το βάρος πρέπει να δοθεί στην καινοτομία». Υπάρχει καινοτομία πριν από τη βασική έρευνα; «Ολοι μιλούν για startups και “καινοτομία” αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι η μητέρα των startups είναι η βασική έρευνα στις τεχνολογίες αιχμής», δήλωσε στην «Κ» ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας, όταν υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου (στις 31/1).
Τα σύννεφα πύκνωναν όσο δεν διακρινόταν διάθεση για επίλυση των προβλημάτων. Για παράδειγμα, μείζον θέμα είναι η γραφειοκρατία στη λειτουργία των ερευνητικών κέντρων, που εξακολουθούν να υπάγονται στους κανόνες του δημόσιου λογιστικού και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Προ διετίας στο ΕΣΕΤΕΚ συντάχθηκε έκθεση με προτάσεις, «με στόχο μια ολοκληρωμένη νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να εξαλειφθούν τα προβλήματα της γραφειοκρατίας, τα οποία είναι εμφανή σε όλα τα στάδια που διέπουν την ερευνητική διαδικασία (διαδικασία υποβολής προτάσεων χρηματοδότησης, προμήθειες, χρήση ερευνητικών υποδομών, προσλήψεις ερευνητών, εργασιακό περιβάλλον κ.ά.), καθιστώντας λιγότερο ανταγωνιστική τη χώρα μας», όπως λέει η έκθεση. Δεν έγινε τίποτε. «Το Δημόσιο αντιμετωπίζει τους ερευνητές σαν υποψήφιους απατεώνες ή αργόμισθους», δηλώνει σκωπτικά ο κ. Χανιώτης.
Αποφάσεις ερήμην… Η απόσπαση του Αστεροσκοπείου Αθηνών από τα ερευνητικά κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Καινοτομίας και η ένταξή του στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας ελήφθη χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του ΕΣΕΤΕΚ, το οποίο είχε άγνοια και για τη δημιουργία «εργοστασίου» τεχνητής νοημοσύνης στο Λαύριο.
Αλλες αποφάσεις που «ράγισαν το γυαλί», ήταν η απόφαση να αποσπαστεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών από τα ερευνητικά κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Καινοτομίας και να ενταχθεί στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. Η απόφαση ελήφθη το 2023 χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του ΕΣΕΤΕΚ –ήταν κάθετα αντίθετο– και προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις από την ερευνητική κοινότητα. Τελικά, η απόφαση ανακλήθηκε, αλλά «ο χειρισμός του θέματος είναι ενδεικτικός και το ζήτημα του Αστεροσκοπείου ήταν μία καθοριστική στιγμή για μένα. Τονίζω, η κυβέρνηση δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις προτάσεις μας, αλλά η κοινή γνώμη πρέπει να είναι ενήμερη για τα κριτήρια με τα οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις», παρατηρεί ο κ. Χανιώτης. Επίσης, δυσφορία προκάλεσε στο ΕΣΕΤΕΚ η απόφαση για τη δημιουργία «εργοστασίου» τεχνητής νοημοσύνης (AI factory) στο Λαύριο χωρίς να είναι ενήμερο το Συμβούλιο.
Αδιαφορία
Μέσα στο 2024, ωστόσο, υπήρχαν επαφές των μελών του Συμβουλίου με το Μέγαρο Μαξίμου και το ΕΣΕΤΕΚ συνέχιζε τη δουλειά του, και την υποβολή προτάσεων. Ενδεικτικά, στις 28 Νοεμβρίου 2024 ο πρόεδρος του Συμβουλίου κοινοποίησε στην πολιτική ηγεσία επιστολή με 10 προτεινόμενα ερευνητικά ινστιτούτα προς επιβράβευση, με βάση τις εκθέσεις των επιτροπών αξιολόγησης. Ηταν μια απόφαση, στην οποία είχε δεσμευθεί η κυβέρνηση, σύμφωνα με το ΕΣΕΤΕΚ, από την περασμένη άνοιξη. Σε καθένα από τα 10 ερευνητικά ινστιτούτα θα δινόταν ένα εκατομμύριο ευρώ. Επί της πρότασης, το Συμβούλιο δεν έλαβε απάντηση.
Ετσι, φτάσαμε στα τέλη Ιανουαρίου όταν ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας και ο κ. Χανιώτης υπέβαλαν πρώτοι την παραίτησή τους. Ακολούθησαν οι Κωνσταντία Αλεξάνδρου, καθηγήτρια Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πέτρος Κουμουτσάκος, καθηγητής Υπολογιστικής Επιστήμης και Μηχανικής στο Χάρβαρντ, Στέλιος Παπαδόπουλος, πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου της Biogen και ο Ιωάννης Ταλιανίδης, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας στο Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας. Και αναμένονται και άλλες παραιτήσεις. «Δουλέψαμε ανιδιοτελώς και με μεγάλο βολονταρισμό. Ολο αυτό δεν ήλθε ξαφνικά. Το ποτήρι ξεχείλισε με μικρές απογοητεύσεις», λέει στην «Κ» η Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια και πρύτανης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος του ΕΣΕΤΕΚ. «Η έρευνα είναι μία αναγεννησιακή διαδικασία. Σε μεθάει. Αλλά τη λειτουργία του χώρου δεν μπορεί να την υπηρετήσει ένας γραφειοκράτης ή ένας πολιτικάντης», παρατηρεί στην «Κ» παραιτηθέν μέλος του Συμβουλίου.

