Στο σύντομο άρθρο μας, έκφραση αγάπης και βαθιάς εκτίμησης προς τον πολυσέβαστο Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο, παρουσιάζουμε, όσο είναι δυνατόν, τη σπουδαία συνεισφορά του στους διαθρησκειακούς διαλόγους και την ενεργό συμμετοχή του σε κινήσεις και πρωτοβουλίες για την εδραίωση της ειρηνικής και δίκαιης συνύπαρξης όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως των πολιτιστικών τους καταβολών, της θρησκευτικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ως επιστήμονας και καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μελέτησε ενδελεχώς τις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες τόσο της Αφρικής όσο και της Ασίας με επιτόπιες έρευνες (Ουγκάντα, Νιγηρία, Καμερούν, Γκάνα, Κένυα, Τανζανία – Ινδία, Ταϊλάνδη, Κεϋλάνη, Σρι Λάνκα, Μιανμάρ, Κορέα, Ιαπωνία, Κίνα). Γνώρισε τον Ταοϊσμό και τον Κομφουκιανισμό στη Σιγκαπούρη, στην Ταϊπέι, στο Χονγκ Κονγκ και στην Κίνα. Επίσης το Ισλάμ με ταξίδια σε Λίβανο, Συρία, Ιορδανία, Αίγυπτο, Τουρκία, Πακιστάν, Δυτική Αφρική, Ιράν και με τη διαμονή του στην Αλβανία ήδη επί 33 χρόνια. Οι αντιλήψεις και οι περιγραφές των εμπειριών και των γνώσεων του Αρχιεπισκόπου από την πολύχρονο και επίπονο ενασχόλησή του με τα θρησκεύματα αποτυπώνονται στο βιβλίο του Ίχνη από την αναζήτηση του Υπερβατικού. Συλλογή θρησκειολογικών μελετημάτων.
«Παράδειγμα ειρήνης και ενότητας για την κοινωνία μας»
Οι εμπειρίες και οι γνώσεις που αποκόμισε από την άμεση σχέση του και την επιτόπια μελέτη των άλλων θρησκευμάτων και η θεμελιώδης βεβαιότητά του για την απροϋπόθετη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο διαμόρφωσαν την επιλογή του να συμβάλει με τους διαθρησκειακούς διαλόγους και με τη συνεργασία με τα μέλη άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων στην εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας με δικαιοσύνη των διαφόρων θρησκειών και πολιτισμών. Προς επίτευξη αυτού του σκοπού, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος συμμετείχε ενεργά ως μέλος της θεολογικής επιτροπής «Διαλόγου με ανθρώπους άλλων Πίστεων και Ιδεολογιών» και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Θρησκευτικών Ηγετών. Στο πλαίσιο της οικουμενικής του δραστηριότητας, διετέλεσε πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (2006-2013) και αντιπρόεδρος της Συνελεύσεως των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (2003-2009), καθώς και πρόεδρος της Επιτροπής Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού (1984-1991) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Το 2007 συνίδρυσε μαζί με άλλους θρησκευτικούς ηγέτες της Αλβανίας το Διαθρησκειακό Συμβούλιο της Αλβανίας (IRCA), το οποίο εκφράζει τη συνειδητή επιλογή των θρησκευτικών ηγετών να συνεργασθούν από κοινού για την ειρηνική και δίκαιη συνύπαρξη και το καλό όλων των ανθρώπων.

Η αναγνώριση της προσφοράς του στη διαθρησκειακή ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία στην Αλβανία σημειώνεται με εκτίμηση από τους θρησκευτικούς ηγέτες της Αλβανίας. Στην πρόσφατη δήλωσή τους για την πορεία της υγείας του Αρχιεπισκόπου εκφράζουν «με πίστη και ταπείνωση προσευχές στον Θεό» να του χαρίσει πλήρη αποκατάσταση υγείας και δύναμη για να συνεχίσει την αποστολή του για την ειρήνη, την αρμονία και τον διαθρησκειακό διάλογο. Στην ίδια δήλωση, τον θεωρούν «παράδειγμα ειρήνης και ενότητας για την κοινωνία μας» και τονίζουν: «Η συμβολή και η έμπνευσή του όσον αφορά τη συνεργασία και την κατανόηση μεταξύ θρησκειών αποτελούν μάθημα και οδηγό για όλους μας». Η δήλωση των θρησκευτικών ηγετών της Αλβανίας για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο δεν αντανακλά μόνο την προσωπική τους εκτίμηση και τον σεβασμό που έχουν για τον ορθόδοξο Προκαθήμενο, αλλά και την αναγνώριση του πολυσχιδούς ποιμαντικού, πολιτιστικού και φιλανθρωπικού έργου-μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας. Γενικά, η Εκκλησία της Αλβανίας αγκαλιάζει και φροντίζει με παντοίους τρόπους όλους τους ανθρώπους που για οποιονδήποτε λόγο χρειάζονται βοήθεια, ανεξάρτητα αν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί ή μέλη των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, θρησκευτικά αδιάφοροι ή ακόμη και άθεοι. Με τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και φιλανθρωπίας, καθώς και με τις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές της δραστηριότητες, η Εκκλησία της Αλβανίας έχει σημαντική ενεργή παρουσία στην αλβανική κοινωνία.
«Η Εκκλησία δεν ζη μόνο για τον εαυτό της»
Η μέριμνα του Αρχιεπισκόπου για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων οδήγησε μερικούς να του αποδώσουν τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος των Τιράνων και των Αθέων». Ο Αναστάσιος τον αποδεχόταν, γιατί θεωρούσε όλους τους ανθρώπους αδελφούς, ανεξάρτητα από την πίστη και τις επιλογές τους. Ιδιαίτερα τόνιζε: «Η Εκκλησία δεν ζη μόνο για τον εαυτό της. Ζη για όλους τους ανθρώπους». Και η σωτηρία των ανθρώπων εξαρτάται από τον σεβασμό προς τον άλλον, από τον σεβασμό προς την ετερότητα.
Η αναγνώριση της προσφοράς του στη διαθρησκειακή ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία σημειώνεται με εκτίμηση από τους θρησκευτικούς ηγέτες της Αλβανίας.
Ο Jim Forest στο βιβλίο του Η Ανάστασις της Εκκλησίας στην Αλβανία προσφέρει ένα ζωντανό παράδειγμα καθημερινής αγάπης του Αναστασίου για τους μη ορθόδοξους. «Για να δώσουμε μόνο ένα παράδειγμα, όταν επισκεφθήκαμε το μοναστήρι Ardenica, ένα από τα ελάχιστα θρησκευτικά κέντρα που επέζησαν από την περίοδο του Χότζα με μικρές ζημιές (είχε γίνει τουριστικό ξενοδοχείο), το επισκεπτόταν μια ομάδα Αλβανών τουριστών, ένας από τους οποίους πλησίασε τον Αρχιεπίσκοπο. “Δεν είμαι βαφτισμένος”, είπε. “Είμαι μουσουλμάνος. Αλλά θα με ευλογήσεις;” Ο άνδρας έλαβε όχι μόνο μια θερμή ευλογία, αλλά του υπενθύμισε ο Αρχιεπίσκοπος ότι ήταν φορέας της εικόνας του Θεού». Για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, πρωταρχικός σκοπός του στην πολυθρησκευτική αλβανική κοινωνία ήταν να συνεισφέρει στη διατήρηση καλών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων και αυτό υπήρξε πρωταρχική μέριμνα της καθημερινής ζωής του: «Πρέπει να μάθουμε να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον και να μη βλέπουμε κανένα σαν εχθρό, ακόμη και αυτούς που δεν πιστεύουν».
Η μέριμνα του Αρχιεπισκόπου για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων οδήγησε μερικούς να του αποδώσουν τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος των Τιράνων και των Αθέων».
Για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, η θεολογική βάση για τον αμοιβαίο σεβασμό των θρησκειών και της δίκαιης και ειρηνικής τους συνύπαρξης ήταν η πίστη στην απεριόριστη αγάπη του Θεού για όλη την κτίση και η πεποίθηση πως οι άνθρωποι, παρά την αποξένωσή τους από τον Θεό, συνεχίζουν να είναι αγαπητοί σε Αυτόν ως εικόνα της παρουσίας Του στον κόσμο. Ομοίως, η παραδοχή ότι οι διάφοροι πολιτισμοί και οι θρησκείες, οι οποίες καλλιέργησαν ένα σύνολο νοημάτων για μεγάλους αριθμούς ανθρώπων με διαφορετικούς χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασίες και για μεγάλες χρονικές περιόδους, έχουν κάτι, ίσως θείον, το οποίο αξίζει θαυμασμού και σεβασμού, ακόμη και αν συνοδεύεται από πολλά στοιχεία αποθαρρυντικά και απορριπτέα. Η αποδοχή αυτών των βασικών θέσεων ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αφουγκράζονται ο ένας τον άλλον, να είναι ειλικρινά ανοιχτοί ο ένας στις δημόσιες τοποθετήσεις του άλλου και στις συμβολικές ερμηνείες της ζωής, και να μαθαίνουν πώς ιστορικές συγκυρίες και διαφορετικές εμπειρίες συνέβαλαν κατά πολύ στη διαμόρφωση των θρησκευτικών και πολιτιστικών αντιλήψεων. Ο διαθρησκειακός διάλογος και η συνεργασία των θρησκειών στη δημόσια σφαίρα μπορούν να συμβάλουν στην κοινή μαρτυρία όλων των πιστών με βάση την οικουμενική αρχή του Lund (Lund Ecumenical Principle, 1952), που προτρέπει τις Εκκλησίες και κατ’ επέκτασιν και τις θρησκευτικές κοινότητες να δρουν από κοινού σε όλα τα ζητήματα ζωής, εκτός από αυτά όπου υπάρχουν μεγάλες διαφορές πίστης και χρειάζεται να δρουν χωριστά
Οι άλλες θρησκείες και η έφεση προς το «καθ’ ομοίωσιν»
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν αρνείτο τις επιφυλάξεις και την κριτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στις άλλες θρησκείες ως συστήματα και οργανικές ενότητες, αλλά επέμενε, κατά το παράδειγμα του Χριστού, στον σεβασμό και στην αγάπη όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών κοινοτήτων που μπορεί να ανήκουν. Ο λόγος είναι ότι και αυτοί φέρουν το «κατ’ εικόνα Θεού» και διατηρούν την έφεση προς το «καθ’ ομοίωσιν». Ο Αρχιεπίσκοπος καθοδηγείτο από το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, ο οποίος κινήθηκε μεταξύ ετεροθρήσκων, ευεργετώντας, όπως παρατηρείται στην ιστορία του εκατόνταρχου και της Χαναναίας, και τον θαυμασμό και έπαινο που εξέφρασε για την αυθόρμητη πίστη και καλοσύνη τους: «Οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. 8:10). Συν τοις άλλοις, υπενθύμιζε πως «ο Ιησούς χρησιμοποίησε σαν σύμβολο του εαυτού Του έναν εκπρόσωπο άλλης θρησκευτικής κοινότητος, τον καλό Σαμαρείτη, το υπόδειγμα του οποίου παραμένει καθοριστικό: ευεργετική διακονία και ειλικρινής σεβασμός για ό,τι πολύτιμο κάθε άνθρωπος διατηρεί από το “κατ’ εικόνα Θεού”».
Στο πλαίσιο μιας ανυπέρβλητα πολιτιστικής και θρησκευτικής κοινωνίας, οι χριστιανοί θα πρέπει να συμπορεύονται σε ό,τι δεν αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού και να επιδιώκουν διαλογικά να κατανοήσουν τις θρησκευτικές διαισθήσεις που αναπτύχθηκαν σε άλλους πολιτισμούς με την παρουσία του Πνεύματος. Η μαρτυρία της Εκκλησίας θα πρέπει να συνεργάζεται σε συγκεκριμένες εφαρμογές του θείου θελήματος, όπως αυτές της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της ελευθερίας, τόσο στην παγκόσμια κοινότητα όσο και στο τοπικό επίπεδο. Αυτή η στάση ζωής εκφράζει απόλυτα, κατά τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ως εκ τούτου «ούτε ανησυχεί, ούτε φοβάται, ούτε επιτίθεται, ούτε περιφρονεί τους ανθρώπους των άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων».

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έγινε πρόδρομος μαζί με λιγοστούς για την εποχή του χριστιανούς θεολόγους μιας νέας επαναξιολόγησης των άλλων θρησκειών. Στο παρελθόν, οι θεολόγοι μελετούσαν και συνέκριναν τον Χριστιανισμό με τα άλλα θρησκεύματα μακρόθεν, με απώτερο σκοπό να αποδείξουν την ανωτερότητα της δικής τους παράδοσης, συνήθως αντιπαραβάλλοντας ασύμμετρα τις καλύτερες εκφράσεις των δικών τους παραδόσεων με τις αδυναμίες και τις αποτυχίες των άλλων. Η έλλειψη διαλόγου, γνώσης και σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας οδηγούσε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε λάθος αξιολογήσεις των άλλων.
Φορείς και συνδημιουργοί μιας ειρηνικής και δίκαιης κοινωνίας
Σήμερα, ως απάντηση στον όλο και αυξανόμενο και ανυπέρβλητο πλουραλισμό των σύγχρονων κοινωνιών, οι θρησκείες έχουν αρχίσει μια διαδικασία αναζήτησης των θεολογικών ερεισμάτων που τους επιτρέπει να διαλεχτούν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκευτικές παραδόσεις, με απώτερο σκοπό η θρησκευτική πίστη στις διάφορες εκφράσεις της να αποτελεί βάση της συνεργασίας των θρησκειών σε κοινές προσπάθειες, που προάγουν την ειρηνική και δίκαιη συνύπαρξη των λαών. Η αυθεντικότητα και η αποτελεσματικότητα αυτού του διαλόγου εξαρτώνται, εν πολλοίς, από το αν οι συμμετέχουσες στον διάλογο θρησκευτικές κοινότητες έχουν τη δυνατότητα να αναθεωρήσουν τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις που έχουν, ώστε να αναπτύξουν μια αντίληψη συμπερίληψης και εκτίμησης της θρησκευτικής ετερότητας, χωρίς όμως να συμβιβάσουν ή να εγκαταλείψουν τις βασικές αλήθειες που διαμορφώνουν την ταυτότητά τους. Στο πλαίσιο του διαλόγου, οι θρησκείες αναζητούν στην ιστορική και θεολογική τους παράδοση τα στοιχεία εκείνα που τους επιτρέπουν τη μεγαλύτερη δυνατή συνεργασία, τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα.
Στον διαθρησκειακό διάλογο δεν επιτρέπεται, όπως σωστά τόνιζε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, να υποτιμούμε τη σημασία των δύσκολων προβλημάτων που διαμορφώνουν αποκλειστικά την ιδιαιτερότητα των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων. Όλες οι θρησκευτικές κοινότητες, στο πλαίσιο του διαλόγου αλληλογνωριμίας και συνεργασίας, δεν θα πρέπει «να αποσιωπούν, αλλά να αποκαλύπτουν με ταπείνωση τις δικές των ιδιαιτερότητες και τις βαθύτερες πνευματικές εμπειρίες και βεβαιότητες».
Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι θρησκευτικές κοινότητες θα έχουν τη δυνατότητα, βασισμένες στις επιμέρους παραδόσεις των, να είναι φορείς και συνδημιουργοί μιας περισσότερο ειρηνικής και δίκαιης κοινωνίας. Μια τέτοια συνεργασία προϋποθέτει την αμοιβαία καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, καταλλαγής και ειρήνης. Αυτή η συνεργασία είναι ανέφικτη χωρίς την αποδοχή της θρησκευτικής ελευθερίας ως βασικού ανθρώπινου δικαιώματος, το οποίο εγγυάται την ελευθερία συνείδησης. Η αποδοχή της θρησκευτικής ελευθερίας και ο διαθρησκειακός διάλογος θα μπορούσαν να συμβάλουν κατά τρόπο ουσιαστικό στη θεραπεία της θρησκευτικής βίας και μισαλλοδοξίας και στην επικράτηση της ειρήνης.
*Ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Εμμανουήλ Κλάψης είναι διατ. καθηγητής της Δογματικής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης, ΗΠΑ.

