Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος υπήρξε μια εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα με ευρείς ορίζοντες και οραματισμούς. Όλη η δραστηριότητά του ήταν μια τολμηρή και κενωτική πορεία προσφοράς προς τον άνθρωπο και ένα συνεχές προσκλητήριο για διορθόδοξη και διαχριστιανική ενότητα, καθώς και για διαθρησκειακό διάλογο με στόχο τη συνεργασία, την αμοιβαία κατανόηση και τη συμφιλίωση των λαών.
Ο Αναστάσιος ενσάρκωσε την οικουμενική διάσταση της Εκκλησίας και όσο λίγοι εκκλησιαστικοί ηγέτες στην ιστορία έδωσε μεγάλη βαρύτητα στον οικουμενικό διάλογο, στην επικοινωνία και τη συνύπαρξη ως πρωταρχικό μέλημα της θητείας του. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ιερουργός του διαλόγου» και «οικουμενικός άνθρωπος». Μετείχε στην Οικουμενική Κίνηση των Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, ως αυθεντικός ερμηνευτής της ορθόδοξης παράδοσης και θεολογίας και ως πρεσβευτής της καταλλαγής και της συνεννόησης. Πρέσβευε ότι «η οικουμενικότητα είναι μέσα στο αίμα των ορθοδόξων, το οποίο αδιάκοπα καθαίρεται από το Αίμα του Χριστού, Λυτρωτή του κόσμου».
Ιεράρχης παγκόσμιας ακτινοβολίας με φωτεινό όραμα στην καρδιά και τη σκέψη, φωτεινότητα που αντανακλάτο και στο ίδιο του το πρόσωπο, εξέφρασε προωθημένες θέσεις σε ζωτικά ζητήματα για την Εκκλησία και τη θεολογία, άρθρωσε θεολογικό λόγο σύγχρονο, προφητικό, ανανεωτικό, απελευθερωτικό και χαροποιό.
Έζησε με εγρήγορση στο επίκεντρο των εξελίξεων της εποχής του και δεν παρακολούθησε απλώς, αλλά μετείχε στις εξελίξεις του κόσμου γύρω του. Συντέλεσε ώστε η Ορθοδοξία να εισακουστεί και να λάβει την πλήρη και ορθή θέση της στη χριστιανική οικουμένη και στον σύγχρονο κόσμο. Άνοιξε θύρες εξόδου από τον ομολογιακό εγωκεντρισμό και την αυτοδικαίωση. Οδήγησε τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία σε μια καρποφόρα συνάντηση με τον πολιτισμό και την Εκκλησία με τον κόσμο, αγγίζοντας ταυτόχρονα τις υπαρξιακές ανάγκες του ανθρώπου. Υπήρξε διάκονος της προσφοράς και της βαθιάς αγάπης προς κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως φυλής, καταγωγής, θρησκεύματος, κοινωνικής θέσης.
Συνδιαμορφωτής της ημερήσιας διάταξης του οικουμενικού διαλόγου
Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, μέσα από διάφορες θέσεις στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (συντονιστής – πρόεδρος της Επιτροπής Παγκόσμιας Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού 1984-1989, πρόεδρος του Συμβουλίου 2006-2013) και στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (αντιπρόεδρος 2003-2009), θα συνδιαμορφώσει την ημερήσια διάταξη του διαλόγου. Οι θέσεις του στους κόλπους του Παγκόσμιου Συμβουλίου για τον σκοπό της ιεραποστολής ήταν ρηξικέλευθες και συνεισέφεραν στην εγκατάλειψη της ιμπεριαλιστικής και επεκτατικής τακτικής της χριστιανικής ιεραποστολής του 19ου αιώνα, αλλά και των αρχών του 20ού αιώνα, και στην υιοθέτηση μιας περισσότερο περιεκτικής και ολιστικής συμπεριφοράς της χριστιανικής μαρτυρίας. Ο Αναστάσιος κατέστησε σαφές ότι σκοπός της ιεραποστολής δεν είναι η κατάκτηση του κόσμου, η εξάπλωση και η επιβολή μιας χριστιανοπολιτείας που ελέγχει τα πάντα, αλλά η μετάδοση του λόγου και της χάριτος του Θεού, η φανέρωση της δόξας του. Σκοπός δεν είναι η αύξηση της δύναμης μιας οργανωμένης Εκκλησίας, αλλά η διακονία του κόσμου εν ταπεινώσει, η σωτηρία του, η ευαισθητοποίηση της παρουσίας του Θεού, ο οποίος είναι αγάπη.
Θεμελιώδης αρχή της εκκλησιολογικής του σκέψης ήταν ότι η Εκκλησία οφείλει να είναι παρούσα σε όλα τα πεδία της ζωής. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 τόνιζε επανειλημμένα την ανάγκη της συνέχισης της Λειτουργίας στη ζωή των πιστών σε όλες της τις διαστάσεις: «Δεν πρέπει να χαθεί το γεγονός αυτό [της Θείας Λειτουργίας] σαν μια στιγμιαία συγκίνηση, αλλά να προεκταθεί η Λειτουργία μέσα στην καθημερινή ζωή. Και να μεταμορφωθεί ολόκληρη η ζωή σε μια λειτουργία. Για να γίνει το γραφείο μας, το θυσιαστήριό μας, το εργοστάσιο ή το σπίτι μας, ο ναός μας, η εργασία μας λειτουργία μας, όπου θα προσφέρονται η ψυχή και το σώμα μας “θυσία ζώσα, αγία, ευάρεστος τω Θεώ”». Αυτή η «ευχαριστιακή θεώρηση» έγινε αναπόσπαστο μέρος της θεολογικής – συστηματικής σκέψης στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Ο λόγος του διαλόγου κατά τον Αναστάσιο: «Προς μια παγκόσμια κοινότητα ειρήνης»

Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος επέμενε ότι ο διαχριστιανικός και ο διαθρησκειακός διάλογος πρέπει να τίθεται ενώπιον των προκλήσεων των καιρών μας. Τόνιζε με έμφαση ότι η θρησκεία δεν υπάρχει για τη θρησκεία, αλλά για τους ανθρώπους και για τη σχέση τους με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τη δημιουργία. Υποστήριζε τον κριτικό και προφητικό ρόλο της θρησκείας και καλλιεργούσε εντατικά το όραμα για μια «παγκόσμια κοινωνία αγάπης», όχι με την έννοια της απλής συνυπάρξεως ατόμων, αλλά με την έννοια της οργανικής κοινωνίας προσώπων εν αγάπη. Έδειξε με επιτυχία ότι διάλογος δεν σημαίνει αδιαφορία προς την αλήθεια ή σχετικοποίηση και προδοσία της πίστεως ή συγκρητισμός. Αντίθετα, σημαίνει πιστότητα συνδυασμένη με ανοικτότητα. Ο διάλογος, σημείωνε, είναι έμπρακτη άσκηση της εντολής της χριστιανικής αγάπης και της ευχής της Θείας Λειτουργίας «υπέρ της των πάντων ενώσεως», που βέβαια προϋποθέτει στέρεα πίστη και φωτισμένη θεολογική γνώση. Εξηγούσε ότι ο διάλογος με ανθρώπους άλλων εκκλησιαστικών και θρησκευτικών κοινοτήτων δεν είναι μέσο για την επίτευξη ενός προκαθορισμένου στόχου, αλλά η ουσιαστικά αυτονόητη έκφραση της ζωής τους μέσα στην αγάπη –η ελευθερία της οποίας δεν δεσμεύεται από τις πεποιθήσεις των άλλων– και της επιθυμίας τους για κοινωνία με τους άλλους.
Τόνιζε με έμφαση ότι η θρησκεία δεν υπάρχει για τη θρησκεία, αλλά για τους ανθρώπους και για τη σχέση τους με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τη δημιουργία.
Ο διάλογος, με προϋπόθεση την αυτοκριτική μέσω αυτού και πριν από αυτόν, και η συνάντηση των θρησκειών μπορούν να συμβάλουν ώστε να αποδεσμευτούν οι δυνάμεις της δικαιοσύνης και της ειρήνης, τις οποίες συναντάμε στο υγιές θρησκευτικό βίωμα και στις αυθεντικές πηγές της πίστης και της σοφίας τους. Πίστευε ακράδαντα ότι ο διαθρησκειακός διάλογος μπορεί να ανιχνεύσει ή να ερευνήσει το οικουμενικό πνεύμα των θρησκειών. Ο φωτισμένος ιεράρχης μας, μέσω των μελετών του και της προσωπικής του εμπειρίας στους ίδιους τους χώρους των θρησκειών, πολλές φορές έκανε λόγο για τα ζωντανά, υγιή και οικουμενικά στοιχεία των θρησκειών. Σήμερα, έλεγε ο ίδιος, «ο διάλογος παρουσιάζεται ως νέα δυνατότητα και πρόκληση. Ζώντας μαζί την κοινή ανθρώπινη περιπέτεια και προσβλέποντας σε μια παγκόσμια κοινότητα ειρήνης, δικαιοσύνης και αδελφοσύνης, ο καθένας και η κάθε παράδοση οφείλουν να προσφέρουν ό,τι καλύτερο έχουν κληρονομήσει από το παρελθόν και, στο φως της εμπειρίας και της κριτικής των άλλων, να καλλιεργήσουν τα υγιέστερα σπέρματα αλήθειας που κατέχουν».
Αλβανία: Οι προσπάθειες του Αναστασίου να καταστεί παράδειγμα θρησκευτικής συνύπαρξης
Αυτό ακριβώς πραγματοποίησε στην Αλβανία ως Αρχιεπίσκοπος: κατάφερε να αναστήσει μια ολόκληρη Εκκλησία από τις στάχτες και να την καταστήσει ζώσα και ειρηνοποιό. Σημείωνε με αισιοδοξία σε ομιλία του το 2005: «Με τη χάρη του Θεού, στη σημερινή Αλβανία η αρμονική συνύπαρξη είναι εν πολλοίς μια πραγματικότητα. Και ίσως αυτό μπορεί να αποτελέσει, από μια άποψη, ένα θετικό δείγμα θρησκευτικής συνυπάρξεως στα Βαλκάνια… Τις τελευταίες δεκαετίες έγινε στην Αλβανία μια προσπάθεια καταλλαγής και συμφιλιώσεως σε διάφορα επίπεδα. Πρώτον, μεταξύ των ορθοδόξων διαφόρου εθνικής καταγωγής. Δεύτερον, μεταξύ των χριστιανών που ανήκουν σε διάφορες εκκλησιαστικές Ομολογίες. Τρίτον, μια προσέγγιση και ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Και τέταρτον, αποφυγή συγκρούσεων και σταθεροποίηση της ειρηνικής διαβιώσεως με ανθρώπους που δηλώνουν αγνωστικιστές ή άθεοι. Συγχρόνως καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για την υπέρβαση της καχυποψίας και της εχθρότητος ανάμεσα στους γείτονες».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εργάστηκε σκληρά προς αυτή την κατεύθυνση. Κάλεσε επανειλημμένα εναγωνίως τις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας να συνεργαστούν και να αναδειχθούν σε εμπνευσμένους εργάτες συμφιλίωσης και ειρήνης. Να πρωτοστατήσουν στην ανοικοδόμηση μιας ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας, που θα σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία και την ιδιαιτερότητα του άλλου.
Ο Αναστάσιος σε χαλεπούς καιρούς για την Αλβανία, όταν εσωτερική κρίση και τρομακτική αναρχία καταπόντιζαν τη χώρα, ύψωσε θαρραλέα προφητική φωνή εναντίον των βιαιοπραγιών. Και όταν (το 1999) εκατοντάδες χιλιάδες θύματα βίας από το Κοσσυφοπέδιο κατέκλυσαν τη χώρα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εξέφρασε την αγάπη της προς τους πρόσφυγες, χωρίς να εξετάζει ποια ήταν η θρησκευτική τους ταυτότητα ή μάλλον γνωρίζοντας ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν μουσουλμάνοι. Κατόρθωσε να συλλέξει περισσότερα από 12 εκατομμύρια δολάρια και ανέπτυξε μια ευρύτατη στοργική φροντίδα που ανακούφισε περισσότερους από 33.000 πρόσφυγες.
Ήταν τότε που με απαράμιλλο και γλαφυρό τρόπο τόνισε: «Η βία φέρνει βία και μέσα στον φαύλο αυτόν κύκλο ο αθώος και ο αδύναμος γίνονται τα θύματα. Η Εκκλησία μας επιμένει ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί το άγιο λάδι της θρησκείας για να δυναμώσει τη φωτιά των ενόπλων συγκρούσεων. Η θρησκεία είναι ένα θείο δώρο, για να γαληνεύει τις καρδιές, να θεραπεύει τις πληγές και να φέρνει πλησιέστερα, εν ειρήνη, άτομα και λαούς». Έκτοτε αυτή η άποψη θα ακουστεί πολλές φορές και θα γίνει κεντρική θέση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας το 2016 στην Κρήτη, η οποία αναγνώρισε την αξία του νηφάλιου διαθρησκειακού διαλόγου στην προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της ειρήνης και της καταλλαγής μεταξύ θρησκειών και λαών.
Η οικουμενική παρακαταθήκη του Αναστασίου για έναν γνησιότερο ανθρώπινο πολιτισμό
Ενώπιον των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα της οικονομικής, η οποία επιβάλλει τα δόγματα του ατομικισμού, της ανταγωνιστικότητας και της μεγιστοποίησης του κέρδους, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υποστήριζε ότι η συμβολή του υγιούς θρησκευτικού βιώματος είναι καθοριστική για να ανάψουν «τα κόκκινα φώτα κυκλοφορίας», ώστε να σταματήσει η λανθασμένη πορεία της. Επέμενε στην άποψη ότι είναι χρέος των ορθοδόξων, μέσα στις σημερινές συνθήκες, να συμμετέχουν στην οικουμενική προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων προς μια παγκόσμια κοινωνία αλληλεγγύης και αγάπης. Για την επικράτηση της ειρήνης και τη συναδέλφωση όλων των λαών θεωρούσε ότι ήταν αναγκαία η νηφάλια μελέτη και κατανόηση των σημείων των καιρών, η ήρεμη κριτική αντιμετώπιση, η συνέπεια και η συνεργασία με όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως. Ιδιαίτερα για το ζήτημα της ειρήνης υπογράμμιζε ότι είναι πολύ σημαντικό θέμα για να αφεθεί μόνο στους πολιτικούς. Η ειρήνη αποτελεί συγχρόνως ευθύνη των Εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων, οι οποίες δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι «κανείς πόλεμος δεν είναι ιερός, μόνο η ειρήνη είναι ιερή». Ο Αναστάσιος φρονούσε ότι ο μόνος θεμιτός πόλεμος είναι η καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας.
Είναι φανερό πως ο ορίζοντας του έργου του Αναστασίου υπερβαίνει τον εκκλησιαστικό και θρησκευτικό χώρο και ανοίγεται στην κυριολεξία προς την οικουμένη∙ απευθύνεται με αγάπη προς κάθε κατεύθυνση, προς κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως.
Ήταν αυτονόητο για τον Αναστάσιο ότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για τα προβλήματα της βίας, της ανισότητας, της αδικίας, της πείνας, της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τελικά ο απανθρωπισμός του ανθρώπου, δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα· απασχολεί όλους τους χριστιανούς, όλες τις θρησκείες και κάτω από διάφορες μορφές και αποχρώσεις εναρμονίζεται προς τον προβληματισμό ολόκληρης της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό και ο ίδιος οραματιζόταν μια πανορθόδοξη, διαχριστιανική, διαθρησκειακή και πανανθρώπινη συνεργασία. Έχοντας ως αφετηρία την ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, με ορίζοντα βεβαίως όλο τον κόσμο, πρότεινε σταθερά: «Με την ενεργό συμβολή όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων και παντός προσώπου καλής θελήσεως, να προχωρήσουμε προς μια μεγαλύτερη κοινοπολιτεία ειρήνης και αλληλεγγύης, η οποία θα εξασφαλίζει δικαιοσύνη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε κάθε πρόσωπο, κάθε λαό και κάθε μειονότητα, οδηγώντας τελικά σε έναν γνησιότερο ανθρώπινο πολιτισμό».
Είναι σίγουρο ότι το φωτεινό όραμα του μακαριστού Αναστασίου αποτελεί σήμερα, και θα αποτελεί και στο μέλλον, συνεχή υπόμνηση του χρέους της Ορθοδοξίας: α) να συνεχίσει χωρίς φοβίες τη διαλογική μαρτυρία της, β) να φανερώσει με περισσότερη τόλμη τη συνείδηση της καθολικότητας, της οικουμενικότητας και της αγάπης της, γ) να αυξήσει τη ζωτικότητά της και να καλλιεργήσει πιο εντατικά τους μεγάλους οραματισμούς της, που τους χρειάζεται η σημερινή και αυριανή ανθρωπότητα για να βρει τον δρόμο της ειρηνικής και δίκαιης συμβίωσης των ανθρώπων.
Οι άοκνες προσπάθειές του και οι δεήσεις του «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου… και της των πάντων ενώσεως…», με άμεσες αντανακλάσεις στην οικουμένη, του έχουν χαρίσει μια ξεχωριστή θέση μεταξύ των αποστόλων της ειρήνης, της καταλλαγής και της συνύπαρξης.
*Ο Στυλιανός Τσομπανίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ.
Χρησιμοποιήθηκαν τα έργα του:
– Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2000.
– Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού. Συλλογή θρησκειολογικών μελετημάτων, εκδ. Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2006.
– Συνύπαρξη: ειρήνη, φύση, φτώχεια, τρομοκρατία, αξίες. Θρησκειολογική θεώρηση, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2015.
– Εγρήγορση: χρέος των ορθοδόξων, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2017.

