Ο Αναστάσιος και τα πέρατα του κόσμου

Μια εξερεύνηση στο θρησκειολογικό και ιεραποστολικό του έργο

14' 16" χρόνος ανάγνωσης

Καθώς πριν από λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, αναλογίζεται κανείς την προσωπικότητα και το έργο του. Διαπιστώνει λοιπόν αβίαστα ότι, στο διάβα τόσων δεκαετιών, το πέρασμά του από τη ζωή, μακρύ και στέρεο, άφηνε ένα χνάρι που σαν ρυθμική βελονιά σημάδεψε τον χώρο και τον χρόνο. Για την ακρίβεια, σημάδεψε την ιστοριογεωγραφία, τη γραμματική των πολιτισμών και ειδικότερα την ορθόδοξη κοσμοαντίληψη και τη σαρκωμένη ιστορική πραγματικότητα της Ορθοδοξίας. Γεννημένος στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1929) στον Πειραιά, ανήκε στους θεολόγους της αναγέννησης της δεκαετίας του ’60, ενώ η παρουσία του έδωσε πλούσιους καρπούς τη δεκαετία του ’80 και ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του ’90, μέχρι σήμερα, την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Δεν γνωρίζω αν ο θόρυβος του λιμανιού της γενέτειράς του, οι υποσχέσεις που έφερναν τα μεγάλα πλοία που κατέπλεαν ή απέπλεαν, ο σιγανός παφλασμός των κυμάτων που ένωνε μέσω της μεγάλης θάλασσας ηπείρους και πολιτισμούς, όλα τα παραπάνω και το ανοιχτό του πνεύμα επέδρασαν στη σφυρηλάτηση μιας προσωπικότητας ανοιχτής, ενός πνεύματος οικουμενικού και συνάμα πνεύματος καταλλαγής και ειρήνευσης.

Στο διάβα τόσων δεκαετιών, το πέρασμά του από τη ζωή, μακρύ και στέρεο, άφηνε ένα χνάρι που σαν ρυθμική βελονιά σημάδεψε τον χώρο και τον χρόνο.

Για να διεξέλθει κανείς αναλυτικά τη ζωή και τη δράση του, ή και την επιστημονική και ποιμαντική εργογραφία του, δεν είναι αρκετός ο χώρος. Εξάλλου, έχουν γραφτεί και πολλά περισσότερα για τον βίο και το έργο του, φωτίζοντας ποικίλες όψεις του. Εδώ, λοιπόν, θα γράψω ειδικότερα για τη θρησκειολογική και ιεραποστολική του σκέψη και δράση (1).

Η αλφαβήτα της ιεραποστολής

Η ιεραποστολή είναι η ανάσα της Εκκλησίας, η σχέση του ιερού με τον κόσμο. Και ως ανάσα είναι μια λειτουργία συνεχής, αδιάκοπη, όσο και ζωτική. Εντούτοις, η Ορθόδοξη Εκκλησία έμοιαζε επί μακρόν να χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη εσωστρέφεια, ενώ και οι ιστορικές συνθήκες την οδηγούσαν σε περιδίνηση. Ως προς την ελληνόφωνη Ορθοδοξία, ήταν οι αγώνες για την εθνική ολοκλήρωση που την απασχόλησαν όλο τον 19ο αιώνα, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Κατόπιν, η ενσωμάτωση των προσφυγικών πληθυσμών, αλλά και η αφομοίωση και αποδοχή της συρρίκνωσης του Ελληνισμού στο στενό πλαίσιο του ελλαδικού κράτους. Σύντομα προστέθηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ασφαλώς ο Εμφύλιος, που ακολούθησαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο 20ός αιώνας εξάλλου διέκοψε, με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, και την πολύ αξιοσημείωτη και πολύπτυχη ιεραποστολική δραστηριότητα των Ρώσων ορθοδόξων. Οι συνθήκες δεν επέτρεψαν στους ορθοδόξους να παρακολουθήσουν το κύμα των εξερευνήσεων, των ανακαλύψεων και της αποικιοκρατικής κυριαρχίας που άρχισε να ξεδιπλώνεται στη Δύση από την αυγή της Νεωτερικότητας. Έτσι, η εμπειρία της ιεραποστολικής δράσης ήταν ιστορικά πολύ πιο περιορισμένη στην Ανατολή, ακριβώς όταν στη Δύση αποκτούσε την έκταση και τα χαρακτηριστικά που τελικά διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του σύγχρονου κόσμου μας. Συνάμα, η ιεραποστολική δράση των ορθοδόξων δεν μετείχε στη βαθιά όσο και αντιφατική σύνδεση της ιεραποστολής με τις ποικίλες όψεις της αποικιοκρατίας. Αντίθετα, στον 20ό αιώνα συνδέθηκε με αντιαποικιοκρατικά κινήματα. 

Ο Αναστάσιος και τα πέρατα του κόσμου-1
Αύγουστος 1999. Ο Αναστάσιος μπροστά στο Ορθόδοξο Διαγνωστικό Κέντρο «Ευαγγελισμός» στα Τίρανα, το οποίο ίδρυσε. (Φωτογραφία: ΑΠΕ)

Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, με όλη τη μαρτυρική του ιστορία, είχε πάντα έγνοια για την ιεραποστολή. Οι δυνάμεις όμως ήταν μικρές, οριακές ακόμα και για την εξυπηρέτηση των διάσπαρτων ελληνικών κοινοτήτων σε όλη τη Μαύρη Ήπειρο. Εντούτοις, από τη δεκαετία του 1920, μια κοινότητα Αφρικανών διόλου ευκαταφρόνητη, με αρχηγό τον Ρουβήμ Σπάρτας από την Ουγκάντα, απεσχίσθη από τις Εκκλησίες αγγλικανικού τύπου, με τις οποίες ήταν προσδεδεμένη χάρη στο ιεραποστολικό έργο Βρετανών ιεραποστόλων, και ζήτησε να προσδεθεί στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο στο πλαίσιο του αντιαποικιακού αγώνα2. Η ολοκλήρωση αυτής της σύνδεσης πήρε περίπου μία γενιά. Εντούτοις, παράλληλα με άλλες διεθνείς εξελίξεις, ήταν η αφορμή για το άνοιγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε άγνωστους χώρους και λαούς.

Θρησκειολογικά και ιεραποστολικά ενδιαφέροντα του Αναστασίου

Ο νεαρός Αναστάσιος, μετά την αποφοίτηση από τη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ, συνέχισε τις πολύ λαμπρές σπουδές του στο Αμβούργο και το Μαρβούργο της Γερμανίας. Ειδικά στο Μαρβούργο αφομοίωσε μια πολύ μεγάλη θρησκειολογική παράδοση του ιστορικού Πανεπιστημίου, που συνιστά ακόμη σήμερα κέντρο των θρησκειολογικών σπουδών στη Γερμανία. Στοιχείο της ήταν η πρωτογενής έρευνα, και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση στην Αφρική. Ο Αναστάσιος ειδικεύεται στη Θρησκειολογία, έχοντας ως συμμαθητή τον μεταγενέστερο, επίσης πολύ σπουδαίο θρησκειολόγο καθηγητή Hans Jürgen Greschat, και στην Ιεραποστολική, σπουδάζοντας παράλληλα Εθνολογία και Αφρικανολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες του μελέτες αφορούν τα αφρικανικά θρησκεύματα, όπως η διατριβή του Τα πνεύματα M’μπάν’ντουα και τα πλαίσια της λατρείας των: Θρησκειολογική διερεύνησις πλευρών της αφρικανικής θρησκείας («Πορευθέντες», 1970) ή το λίγο μεταγενέστερο Ο Kύριος της λαμπρότητος: O Θεός των παρά το όρος Κένυα φυλών («Πορευθέντες», 1971), το οποίο έκανε τρεις εκδόσεις (³1981 αναθεωρημένη).

Καθοριστική σημασία για τη μετέπειτα πορεία του είχε η εκλογή του το 1972 ως καθηγητή της Iστορίας των Θρησκευμάτων στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ, που ήταν η απαρχή μιας λαμπρής ακαδημαϊκής καριέρας. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος μας έδωσε αξιόλογες μελέτες για το Ισλάμ, τον Ινδουισμό, τον Βουδισμό και άλλα θρησκεύματα, όπως και για τη σχέση της χριστιανικής θεολογίας με αυτά. Η γραφή του διακρίνεται από αρτιότητα, ευκρίνεια, τεκμηρίωση, ενώ συνάμα τα κείμενά του είναι ευανάγνωστα, συγκροτημένα, σαφή και τελικώς προσφέρουν μια αναγνωστική εμπειρία η οποία συνδυάζει τη γνώση με την απόλαυση που προκύπτει από τον όμορφο χειρισμό της γλώσσας.

Πέρα από την ελληνική, ο Αναστάσιος χειριζόταν με άνεση τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, ενώ σπούδασε τη σουαχίλι και την γκάλλα (σήμερα ορόμο), δύο γλώσσες αφρικανικές, ιδίως της Ανατολικής Αφρικής, και τέλος τα αλβανικά. Οι ορίζοντες του Αναστασίου ήταν διεθνείς. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ηγετικό στέλεχος σημαντικών διεθνών οργανισμών. Σπουδαιότητα όμως ιδιαίτερη για τις απαρχές της ιεραποστολικής του δράσης είχε η ενεργός συμμετοχή του στην Πέμπτη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου, της Παγκόσμιας Αδελφότητας Ορθοδόξων Νέων, το 1961, στη Βηρυτό του Λιβάνου, μαζί με τους Ζορζ Κοντρ και Νίκο Νησιώτη, την οποία είχε προετοιμάσει ως γενικός γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής για την «Εξωτερική Ιεραποστολή» του Συνδέσμου το διάστημα 1958-1961. Ακολούθως ίδρυσε το Διορθόδοξο Κέντρο «Πορευθέντες» και εξέδωσε το ομώνυμο περιοδικό (ήδη άτυπα από το 1959). 

Με τη χειροτονία του το 1972 ως (τιτουλάριου) επίσκοπος Ανδρούσης, ανέλαβε τη θέση του γενικού διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποία διατήρησε μέχρι το 1991. Τόσο μέσα από το Κέντρο «Πορευθέντες», όσο και μέσα από την Αποστολική Διακονία μερίμνησε ιδιαίτερα για το ιεραποστολικό έργο και συνέβαλε στην ίδρυση του γραφείου Εξωτερικής Ιεραποστολής της Εκκλησίας (1967), του Κέντρου Ιεραποστολικών Σπουδών (ΚΙΣ, σε συνεργασία με το ΕΚΠΑ, 1970), του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1971) και στην έκδοση του περιοδικού Πάντα τα Έθνη από το 1981, του οποίου είχε τη γενική διεύθυνση, αλλά την ευθύνη της σύνταξης είχε ο καθηγητής της Ιεραποστολικής του ΕΚΠΑ (θεμελιωτής του επιστημονικού αυτού κλάδου και φίλος του Αναστασίου) Ηλίας Βουλγαράκης.

Ο Αναστάσιος και τα πέρατα του κόσμου-2
Άποψη από το εσωτερικό του καθεδρικού Ναού της Αναστάσεως στα Τίρανα. (Φωτογραφία: Ercin Erturk/Anadolu Agency/Afp/Visualhellas.gr)

Ερχόμαστε λοιπόν στα ηγετικά προσόντα του μακ. Αλβανίας Αναστασίου, που ήταν πολύ ουσιαστικά, και στο ιδιαίτερο χάρισμά του να επιλέγει κατάλληλους συνεργάτες. Πυλώνας σε όλο το έργο που γινόταν στην Αθήνα ήταν ο αείμνηστος καθηγητής Ηλίας Βουλγαράκης, ο οποίος είχε στενή συνεργασία και επίβλεψη σε όλα τα παραπάνω, κρατώντας την ακαδημαϊκή τους ποιότητα και κατεύθυνση. Υπήρξαν, όμως, και άλλοι πολλοί συνεργάτες σε πολλά και διαφορετικά πεδία. Θα αναφερθώ άκρως εκλεκτικά στην Αργυρώ Κοντογεώργη, η οποία τον συνόδευσε ως γραμματέας σε όλη τη διαδρομή της ζωής του. Στην αδελφή Γαληνή της Μονής Αγίου Ιωάννη Καρέα, η οποία τον ακολούθησε τόσο στην Αφρική όσο και στην Αλβανία για μεγάλα διαστήματα. Και στην Ανθή Κωνσταντινίδου, σήμερα Φοίβη μοναχή και ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Οσίου Θεοδοσίου του Νέου στην Αργολίδα, για τη συμβολή της στην επιστημονική συγκρότηση του κλάδου της Ιεραποστολικής και στο περιοδικό Πάντα τα Έθνη. Πρόκειται για πρόσωπα και γεγονότα που γνωρίζω σε βάθος από πρώτο χέρι, καθώς τα έζησα από μια ταπεινή γωνιά, ως κόρη του Ηλία Βουλγαράκη, στενού φίλου του «πατρός Αναστασίου», όπως τον αποκαλούσα. Εξάλλου, ανήμερα της κηδείας του πατέρα μου (1999) με διαβεβαίωσε ότι μπορεί πια να θεωρώ τον ίδιο «πατέρα» και εκείνος «κόρη». Μία από τις μεγαλύτερες δωρεές που μου έκανε από νωρίς ο Αναστάσιος ήταν η δυνατότητα να πάω για ένα καλοκαίρι (1982) στην Κένυα και να μείνω για όλο το τρίμηνο στο περιβάλλον της ιεραποστολής. Υπήρξαν όμως και πολλοί άλλοι συνεργάτες, που άλλους γνωρίζω και άλλους όχι, οικονομολόγοι, τεχνικοί, μηχανικοί, γιατροί και κάθε πιθανή ειδικότητα που μπορούσε να συμβάλει στη ζωή μιας τοπικής Εκκλησίας.

Στην Κένυα 

Στην Αφρική ο Αναστάσιος πήγε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1964, την επομένη της χειροτονίας του σε πρεσβύτερο, συνδυάζοντας επίσης τις σπουδές του και τις αφρικανολογικές έρευνές του. Ακολούθησαν επάλληλες επισκέψεις. Γνώρισε κακουχίες, τροπικές αρρώστιες αλλά και ουσιαστικές δυσκολίες του ιεραποστολικού έργου. Ιδιαίτερα η περίπτωση της Ανατολικής Αφρικής ήταν άκρως ελκυστική, καθώς η σύνδεση πολλών γηγενών με το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας γεννούσε μεγάλες ελπίδες και ευκαιρίες για την ορθόδοξη παρουσία εκεί. 

Ο Αναστάσιος έμεινε εκεί περίπου μία δεκαετία από το 1981, ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως, που περιλάμβανε τις χώρες Κένυα, Τανζανία και Ουγκάντα. Κληρονόμησε λάθη που είχαν γίνει από πολλαπλούς παράγοντες, από άγνοια και αστοχίες επικοινωνίας ή χειρισμών, και τα οποία είχαν οδηγήσει σε ένα οδυνηρό σχίσμα στην Κένυα, που παρά τις άοκνες προσπάθειες για καταλλαγή και ειρήνευση ο Αναστάσιος δεν κατόρθωσε να το θεραπεύσει. Καταστάσεις που παγιώνονται τείνουν να παραμένουν επί μακρόν, και όντως το ζήτημα διευθετήθηκε σε πολύ μεταγενέστερους χρόνους. Εντούτοις, το δεκαετές περίπου διάστημα που ο Αναστάσιος έμεινε εκεί, μέχρι την τοποθέτησή του στην Αλβανία, έγιναν πολλά πράγματα, όπως η λειτουργία της Πατριαρχικής Σχολής «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄», που ήταν πολύ σημαντικό παναφρικανικό εργαλείο για την εκπαίδευση των υποψήφιων ιερέων. Η λειτουργία της σχολής ήταν εξάλλου ένα βασικό βήμα στην επιδιωκόμενη πληρέστερη ιθαγενοποίηση και πολιτισμική ένταξη της Ορθοδοξίας στον αφρικανικό κόσμο.

Γνωρίζοντας σε βάθος τις ιδιαιτερότητες της αφρικανικής κοινωνίας και ιδίως τη σημασία των γυναικών και των μητέρων για τη συγκρότησή της, ο Αναστάσιος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτές, προσφέροντας πολυποίκιλα σεμινάρια που τους παρείχαν πρακτικές γνώσεις αλλά και κατάρτιση που άρμοζε σε πρεσβυτέρες και γενικότερα ηγετικές φυσιογνωμίες των τοπικών κοινωνιών. Η Αφρική εξάλλου είναι μια ήπειρος γεμάτη παιδιά. Ο μητροπολίτης φυσικά δεν παρέλειψε να ασχοληθεί με την ίδρυση σχολείων και νηπιαγωγείων, καθώς και κατηχητικών σχολείων, να στηρίξει χορωδίες και γιορτές. Στο διάστημα της εκεί διακονίας του χειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες που προέρχονταν από οκτώ αφρικανικές φυλές. Συνάμα, μερίμνησε για τη μετάφραση της Θείας Λειτουργίας και άλλων λειτουργικών κειμένων σε τέσσερις αφρικανικές γλώσσες. Ίδρυσε επτά ιεραποστολικούς σταθμούς, ανήγειρε δεκάδες ναούς, σχολεία και ιατρικούς σταθμούς, περιόδευσε στην αχανή αυτή περιοχή κατ’ επανάληψη, αντιμετώπισε ασθένειες, ατυχήματα, εγκληματικές απειλές και απόπειρες, το πραξικόπημα του 1982 στην Κένυα και άλλες πολλές αντιξοότητες. Πάνω από όλα, όμως, με το φιλειρηνικό του πνεύμα κατόρθωσε να διαχειριστεί πολύ σοβαρά προβλήματα, τα οποία τον περίμεναν ήδη πριν από την τοποθέτησή του. Αυτό που έχει μείνει στη μνήμη των Αφρικανών είναι η αγάπη του ποιμένα τους προς όλους αδιακρίτως, σε ένα πνεύμα εντελώς ξένο από διαθέσεις ρατσιστικής επιβολής ή υποτίμησης. Αυτό είναι και ο κύριος τόνος που διασώζεται στην εργογραφία Αφρικανών συγγραφέων για την παρουσία του.

Στην Αλβανία

Αν η κατάσταση που αντιμετώπισε στην Αφρική ήταν δύσκολη, στην Αλβανία οι δυσκολίες ήταν απείρως μεγαλύτερες, αλλά άλλου είδους. Εδώ πρόκειται για την ανασύσταση της Εκκλησίας, για μια εντελώς σταυραναστάσιμη εμπειρία. Η Αλβανία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετωπίστηκε, μετά την αλλαγή καθεστώτος, από όλες τις θρησκείες ως περιοχή ιεραποστολής. Ο Αναστάσιος μετέβη εκεί, αρχικά διερευνητικά, υπό την ιδιότητα του πατριαρχικού εξάρχου (Ιούλιος 1991 – Ιούνιος 1992). Το 1992 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου, Τιράνων και πάσης Αλβανίας και πλέον αφοσιώνεται στον τόπο και στους ανθρώπους του σε μια σχέση ζωής. Πέρα από το καθαρά πνευματικό έργο, αξιομνημόνευτη είναι και μια πτυχή αναπτυξιακή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας γίνεται ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές και παράγοντες εισροής συναλλάγματος στη χώρα και συνάμα όχημα πρόσδεσης της Αλβανίας με την Ευρώπη. Ο ειρηνοποιός ρόλος του Αρχιεπισκόπου φάνηκε και στην ανθρωπιστική βοήθεια που προσέφερε απλόχερα στους Αλβανούς πρόσφυγες του Κοσσυφοπεδίου, που ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι, παρά το ότι η αντιπαράθεσή τους ήταν με τους Σέρβους ορθοδόξους. Χώρος για διακρίσεις ή για δεύτερες σκέψεις δεν υπήρχε μπροστά στους ταλαιπωρημένους και πεινασμένους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτόν συνδέθηκε βαθύτατα με τον αλβανικό λαό, προφύλαξε τους μειονοτικούς ελληνικούς πληθυσμούς του νότου, διέλυσε πολλά σύννεφα αμφιβολιών που είχαν εμφιλοχωρήσει στην αρχή. 

Ο καθεδρικός ναός που οικοδομήθηκε σε κεντρικό σημείο των Τιράνων συμβολίζει τη σημασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον αλβανικό λαό. Η Ορθόδοξη Θεολογική Ακαδημία στο Δυρράχιο, οι ναοί, το νοσοκομείο, τα ιατρεία, τα ιδρύματα κ.ο.κ. διακρίνονται για την κατασκευαστική και αισθητική τους ποιότητα. Σε μια, κατ’ ανάγκην, πολύ αδρομερή περιγραφή να πούμε ότι η συντήρηση των μνημείων, η αναζήτηση και συντήρηση κειμηλίων ήταν μέσα στις έγνοιες του Αναστασίου. Η μετάφραση της Θείας Λειτουργίας και άλλων κειμένων, το κατηχητικό και διδακτικό έργο υποστηρίζονται από τυπογραφεία, περιοδικές εκδόσεις και βιβλία. Πάνω από 150 νέοι κληρικοί χειροτονήθηκαν και περίπου άλλοι τόσοι ναοί χτίστηκαν εξαρχής, δεκάδες αναστηλώθηκαν και ακόμα περισσότεροι επισκευάστηκαν.

Ο Αναστάσιος και τα πέρατα του κόσμου-3
Η είσοδος του καθεδρικού Ναού της Αναστάσεως στα Τίρανα. (Φωτογραφία: Godong/Universal Images Group/Getty Images/Ideal Image)

Η διεθνής ακτινοβολία της προσωπικότητάς του επέτρεψε την άντληση πολύ αξιόλογων πόρων από διεθνείς οργανισμούς, έτσι που ο Αρχιεπίσκοπος ανέπτυξε προγράμματα στους τομείς παιδείας και υγείας και άλλα αναπτυξιακά έργα, ανάμεσά τους και δρόμους ή και ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο στο χωριό Λίμπραζ της επαρχίας Ελμπασάν, στα Τίρανα, που εγκαινιάστηκε το 2016. Τα έσοδα από το εργοστάσιο διασφαλίζουν σημαντικούς πόρους για τα ιδρύματα και το συνολικό έργο της Εκκλησίας σε μόνιμη βάση. Σημαντικό εξάλλου επίτευγμα είναι η ίδρυση του Πανεπιστημίου «Λόγος» (Universiteti LOGOS), το οποίο ξεκίνησε με τμήματα θετικών επιστημών, οικονομικών, πληροφορικής, ιατρικής τεχνολογίας και αναπτύσσεται συνεχώς, τόσο σε επίπεδο κτιριακών υποδομών όσο και ποικιλίας και περιεχομένου σπουδών. 

Όσο και αν είναι δύσκολο σε μια τέτοια προσωπικότητα να βρεθεί επάξιος διάδοχος, η υποδομή, η εκπαίδευση και η καλλιέργεια του στελεχιακού δυναμικού επιτρέπουν να αισιοδοξεί κανείς. Σε λίγο παλαιότερη επίσκεψή μου με τη Διαβαλκανική Ομοσπονδία Ορθοδόξων Νεολαιών, περιόδευσα σε όλη τη χώρα και είχα την ευκαιρία να έρθω σε ουσιαστική επικοινωνία με πολλούς ανθρώπους και να διαπιστώσω με πλήρη αμεσότητα ότι η ανθρώπινη ποιότητα του στελεχιακού δυναμικού της Εκκλησίας της Αλβανίας, με την εκπαίδευση και την καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου, μπορεί σήμερα να δημιουργεί αίσθημα ελπίδας.

Αντί επιλόγου

Τη δεκαετία του ’50, δειλά δειλά αναδύονται στην Ελλάδα οι πρώτες σκέψεις για την ιεραποστολή. Όμως, η δεκαετία αυτή χαρακτηρίζεται από την επικυριαρχία των χριστιανικών οργανώσεων που ενδιαφέρονται ιδίως για τη λεγόμενη «εσωτερική ιεραποστολή» και οι σκέψεις περιστρέφονται γύρω από τον εθνικό κορμό. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος και ο Ηλίας Βουλγαράκης ήταν οι κύριες φωνές που είδαν τη διεθνή πραγματικότητα και θέλησαν να ανοίξει η Εκκλησία τους ορίζοντές της στα πέρατα του κόσμου. Στα πρώτα κείμενα φαίνεται καθαρά πόσο πρωτάκουστη και σοκαριστική ήταν η σκέψη αυτή στην εποχή της, πόσο ήταν πρωτοπόροι.

Οι δυσκολίες της ιεραποστολής είχαν κυρίως να κάνουν με την εθνικιστική σκέψη, την καθεστηκυία αντίληψη και νοοτροπία, και με τον εφησυχασμό και την ικανοποίηση από την πρόσδεση της Εκκλησίας στην πολιτική εξουσία ακόμα και σε περιόδους πολιτικής ανωμαλίας. 

Άλλο δρόμο από αυτά πήρε ο Αναστάσιος – χαρακτηριστική και η αλληλέγγυα στάση του στην εξέγερση της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973 ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών. Ενώ το 1991 η ελληνική του ιθαγένεια γέννησε αρχικά πολλές επιφυλάξεις στις αλβανικές αρχές –με δεδομένο εξάλλου ότι δεν έλειπαν οι Έλληνες καλοθελητές, ανάμεσά τους και ιεράρχες–, οι οποίες έθεταν παντελώς ανεπίκαιρα ζητήματα εδαφικών διεκδικήσεων στον νότο της Αλβανίας και ήθελαν την Εκκλησία να εκφύγει της αποστολής της και να διακονήσει αποκλειστικά το λεγόμενο Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, η στάση του Αναστασίου ήταν πάντα συνεκτική πέρα από εθνικισμούς. Διότι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έβλεπε πιο μακριά: τη δυνατότητα κηρύγματος του Ευαγγελίου απ’ άκρου εις άκρον σε μια χώρα που είχε εντελώς ξεχάσει τον Χριστό και ένα ορθόδοξο ποίμνιο που θα έπρεπε να είναι ενωμένο στη βάση της πίστης. Η σθεναρή στάση του Αναστασίου διέλυσε τα σύννεφα της αμφιβολίας και η κατάφαση της προσωπικότητας και του έργου του αναγνωρίζεται ευρέως από τους Αλβανούς πολίτες κάθε εθνικής καταγωγής και θρησκευτικής ταυτότητας.

Η στάση του Αναστασίου ήταν πάντα συνεκτική και πέρα από εθνικισμούς. Διότι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έβλεπε πιο μακριά.

Ακόμα και σήμερα, με τρόπο διαφορετικό από ό,τι χθες, η υπόθεση της ιεραποστολής βασανίζεται από εθνικιστικό ζηλωτισμό. Ακόμα και σήμερα, ορισμένοι θεωρούν την ιεραποστολή μια εξαγωγική δραστηριότητα και μετατρέπουν την πίστη σε commodity, και μάλιστα made in Greece. Αυτό δεν είναι σύμφωνο με το πνεύμα του Ευαγγελίου, αλλά και επαναλαμβάνει τεράστια λάθη που έγιναν από άλλους στον μακρύ αιώνα της αποικιοκρατίας. 
Για όλους αυτούς τους λόγους, η προσωπικότητα και το έργο του Αναστασίου παραμένουν οδοδείκτης για το παρόν και το μέλλον.

*Η Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα είναι δρ Θεολογίας και ΕΔΙΠ στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας του ΕΚΠΑ, με γνωστικό αντικείμενο την «Ιεραποστολική».

(1) Αρκετά αναλυτικότερα και για όλες τις πλευρές της εργοβιογραφίας του έχω γράψει στο λήμμα «Αναστάσιος» στη ΜΟΧΕ, τόμ. 2 (2011), σσ. 407-410.

2. Evi Voulgaraki-Pissina, “Orthodoxy in East Africa beyond Decolonisation”, Salt: Crossroads of Religion and Culture 1 (2022), 159-205, DOI: 10.57577/1-22A11. Σε ελληνική μετάφραση στον τόμο Η Ορθόδοξος Ιεραποστολή εις 
την Αφρικήν, κατά την δύσιν του 20ού και το λυκαυγές του 21ου αι. Αφιερωματικός Τόμος των Οφφικιάλιων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής προς τον Μακαριώτατον Πάπαν και Πατριάρχην Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρον Β΄ (Αθήνα: Έννοια, 2024), σσ. 467-511.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT