Το 1958 συνήλθε στη Θεσσαλονίκη η Τέταρτη Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Οργάνωσης Ορθοδόξων Νεολαιών «Σύνδεσμος». Ο νεανικός αυτός διεθνής οργανισμός ιδρύθηκε το 1953 μέσα στις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό να φέρει σε επικοινωνία, μαζικά, ορθόδοξους νέους και νέες από πολλές χώρες του πλανήτη και να υπηρετήσει το κοινό όραμα για έναν νέο κόσμο ειρήνης και καταλλαγής. Περίπου στα ίδια μεταπολεμικά χρόνια εμφανίζονται πολλές άλλες διεθνείς συλλογικότητες με σκοπό τη συνεργασία των κρατών, αποτέλεσμα της επιθυμίας των λαών για αδελφοποίηση και διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης. Τέτοιος οργανισμός σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ο ΟΗΕ, ενώ στην κατεστραμμένη Ευρώπη γεννιέται η πρώτη μορφή οργανισμού που αργότερα θα εξελιχθεί ως Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διάχυτη αυτή ατμόσφαιρα για συνεννόηση και ειρηνική συνεργασία των λαών δεν άφησε ανεπηρέαστες τις χριστιανικές Εκκλησίες. Το 1948 ιδρύθηκε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ΠΣΕ), με σκοπό αφενός μεν τον διάλογο και την ουσιαστική αλληλογνωριμία των χριστιανικών Εκκλησιών, αφετέρου δε τη συνεργασία για την αντιμετώπιση σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων στον Δυτικό, αλλά κυρίως στον Τρίτο Κόσμο.
Στους επιμέρους στόχους της συνέλευσης, συμβατούς με το ευρύτερο κλίμα δημιουργικής επικοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών που προαναφέρθηκε, ήταν η έμπρακτη καλλιέργεια της ορθόδοξης παράδοσης και η μεταλαμπάδευσή της στα «έθνη» της εποχής, εκφράζοντας και με αυτόν τον τρόπο την ενότητα της πολυεθνικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.
Ένας οραματιστής νεαρός θεολόγος
Ψυχή της αναβίωσης του προβληματισμού και των τρόπων μετάδοσης του ιεραποστολικού μηνύματος με «ορθόδοξους όρους», πολλές φορές εμφανώς διαφορετικούς από εκείνους της δυτικής ιεραποστολικής εμπειρίας, αλλά και της ιεραποστολικής αφύπνισης του ορθόδοξου κόσμου, υπήρξε ο οραματιστής νεαρός θεολόγος Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Με μια αποφασιστική παρέμβαση εισηγήθηκε στη Γενική Συνέλευση την ίδρυση, στο πλαίσιο του «Συνδέσμου», Γενικής Γραμματείας για την Εξωτερική Ιεραποστολή. Η Γενική Γραμματεία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και πρώτος γενικός γραμματέας εξελέγη ο ίδιος, υπηρετώντας στη θέση αυτή έως το 1971.

Τον επόμενο χρόνο, με την παροιμιώδη μεθοδικότητα που τον διακρίνει, άρχισε να ξεδιπλώνει το ιεραποστολικό του πρόγραμμα, με την έκδοση του πρώτου στην οικουμενική Ορθοδοξία ιεραποστολικού περιοδικού με τον εμβληματικό τίτλο Πορευθέντες, ο οποίος παραπέμπει ευθέως στην ευαγγελική εντολή «πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα ταὰέθνη» (Ματθαίου 28, 19). Το εισαγωγικό άρθρο του πρώτου τεύχους, το οποίο υπογράφει ο ίδιος, με τίτλο «Η λησμονημένη εντολή» [Πορευθέντες, τεύχ. 1 και 2 (1959)], λειτούργησε πραγματικά ως η πρώτη θεολογική «διακήρυξη» της αναβίωσης της ορθόδοξης ιεραποστολής στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Το περιοδικό εκδιδόταν σε δύο γλώσσες, στην ελληνική και την αγγλική (ο τίτλος στα αγγλικά ήταν Go Ye), εκφράζοντας έτσι τον διορθόδοξο χαρακτήρα του νέου εγχειρήματος και την πρόθεση του εκδότη και των ενθουσιωδών συνεργατών του να προκαλέσουν την ιεραποστολική κινητοποίηση των ανά τον κόσμο ορθοδόξων, ελληνόφωνων και μη, και το περιοδικό να αποτελέσει το κύριο όργανο σπουδής της ιεραποστολής. Η αρθρογραφία του, η οποία σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από τη γραφίδα του, περιλάμβανε μεταξύ άλλων ιστορικά και θεολογικά κείμενα σχετικά με την εν γένει διαχριστιανική ιεραποστολική εμπειρία, καθώς και ενημερωτική ύλη σχετική με τη ζωή και τη δράση των ανά τον κόσμο νεοπαγών ορθόδοξων ενοριών, π.χ. στην Κένυα, την Ουγκάντα ή την Κορέα. Η εκδοτική περιπέτεια στέφθηκε με επιτυχία. Όπως αποτιμούσε τριάντα αργότερα ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, «κατά την πρώτη δεκαετία όχι μόνο τονίσθηκε η εξωτερική ιεραποστολή ως ορθόδοξη θεολογική και εκκλησιολογική αναγκαιότητα, αλλά έγινε ιδιαίτερη προσπάθεια να μελετηθεί η ιστορία της»*.
Το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες»
Το 1961, έχοντας ήδη χειροτονηθεί διάκονος (1960), στην Πέμπτη Γενική Συνέλευση του «Συνδέσμου» στο Souk-el-Gharb του Λιβάνου, με πρωτοβουλία του ιδίου, αποφασίσθηκε και ιδρύθηκε στην Αθήνα το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες». Ο ίδιος αφηγείται ως εξής την ίδρυση του πρώτου στον ορθόδοξο κόσμο οργανωμένου θεσμού για την εξωτερική ιεραποστολή: «Μετά την περιγραφή όσων είχαν πραγματοποιηθεί από τη μικρή μας ιεραποστολική ομάδα, αποφασίσθηκε να ιδρυθεί το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο με την ονομασία “Πορευθέντες”… Εξαρχής καθορίσθηκαν οι θεμελιώδεις αρχές: α) η βιβλική και πατερική θεμελίωση της εξωτερικής ιεραποστολής, ώστε να μην εξελιχθεί σε ρομαντική φυγή, και β) η σοβαρή μελέτη των θρησκευτικών παραδόσεων των λαών τους οποίους προσεγγίζει η ορθόδοξη ιεραποστολή».
Το Κέντρο, το οποίο ανέλαβε και την έκδοση του ομώνυμου περιοδικού, παρότι στελεχώθηκε κυρίως από Έλληνες εθελοντές, διατήρησε τον έντονα διορθόδοξο χαρακτήρα του. Αξιολογώντας τη δραστηριότητά του, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό δεν έδωσε απλώς ώθηση στην ιεραποστολική κίνηση, αλλά αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το στρατηγείο το οποίο οργάνωσε τις δομές για την πνευματική και υλική υποστήριξη, αλλά και για την ίδρυση νέων εκκλησιαστικών κοινοτήτων στον κόσμο, κυρίως στην Αφρική και την Άπω Ανατολή. Υπό τη διεύθυνση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, παρέμεινε ένας από τους κυριότερους μοχλούς για τη διατήρηση και την ανάπτυξη της ορθόδοξης εξωτερικής ιεραποστολής. Σύμφωνα με τον ίδιο, το Διορθόδοξο Κέντρο μαζί με το ομώνυμο περιοδικό αποτέλεσαν «το καντήλι που άναψε τη φλόγα της ιεραποστολής μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Ιδιαίτερα πρωτοπόρα για τα μέσα του 20ού αιώνα υπήρξε η ευθύς εξ αρχής δραστήρια συμμετοχή γυναικών στο έργο της ιεραποστολής, η οποία μάλιστα συνεχίζεται έως τις ημέρες μας. Εμπνεόμενες από το έργο του Αναστασίου, πλήθος γυναικών εργάσθηκαν και συνεχίζουν να εργάζονται σε έργα πρόνοιας και εκπαίδευσης στις τοπικές ορθόδοξες Εκκλησίες στην Αφρική και την Ασία, αλλά και υποστηρικτικά κυρίως στην Ελλάδα αλλά και σε ορθόδοξα περιβάλλοντα.
Εκτιμώντας συνολικά τα πρώτα βήματα υλοποίησης του ιεραποστολικού του οράματος με το έργο της δεκαετίας του 1960, όπως έχει επισημανθεί, αναδύεται ένας Αναστάσιος ο οποίος «πολεμάει την τάση του απομονωτισμού και του θρησκευτικού επαρχιωτισμού, την οποία θεωρούσε σοβαρή ανάσχεση στην υπόθεση της παγκοσμιότητας του χριστιανισμού. Χάρη στις επίμονες προσπάθειές του, πραγματοποιείται μια δυναμική έξοδος της Ορθοδοξίας στην οικουμένη και αναζητείται εκ νέου η λησμονημένη διάσταση της αποστολικότητας και της καθολικότητάς της».
Ένας νέος οικουμενικός ορίζοντας
Το 1963, ο νεαρός διάκονος Αναστάσιος εισέρχεται δυναμικά στους ανώτερους ιεραποστολικούς κύκλους του παγκόσμιου χριστιανικού κινήματος, διευρύνοντας τα όρια του δικού του ιεραποστολικού οράματος. Το έτος αυτό, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, ορίσθηκε ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ολομέλεια της Επιτροπής Παγκοσμίου Συμβουλίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού (Commission on World Mission and Evangelism) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), που συνήλθε στην Πόλη του Μεξικού. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «η συνάντηση αυτή μου άνοιξε έναν νέο οικουμενικό ορίζοντα, εισάγοντάς με σε μια πολύ σύνθετη προβληματική για την ορθόδοξη μαρτυρία στον ορθόδοξο κόσμο».

Ωστόσο το έργο που είχε ήδη επιτελέσει στο πλαίσιο της διορθόδοξης ιεραποστολικής κίνησης είχε αναγνωρισθεί και εκτιμηθεί ιδιαίτερα από τους διεθνείς χριστιανικούς κύκλους και το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες», μόλις δύο χρόνια μετά την ίδρυσή του, είχε αποκτήσει διεθνή ακτινοβολία. Έτσι, τα ηγετικά στελέχη του ΠΣΕ, θέλοντας να ενισχύσουν την ιεραποστολική του δραστηριότητα και σε διαχριστιανικό επίπεδο, προώθησαν την εκλογή του ως μέλους της Επιτροπής Ιεραποστολικών Μελετών (Working Committee ον Missionary Studies) του ΠΣΕ. Στη θέση αυτή, επανεκλεγόμενος δύο ακόμη φορές, παρέμεινε επί δεκαέξι έτη, προβάλλοντας την ορθόδοξη ιεραποστολική μαρτυρία αλλά και γονιμοποιώντας τις θετικές ιεραποστολικές εμπειρίες του υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου.
Ήδη ευρισκόμενος στο Μεξικό, επιδίωξε και παρέμεινε επί δίμηνο στη ζούγκλα του νότιου Μεξικού, για να παρακολουθήσει το έργο και τις μεθόδους Αμερικανών γλωσσολόγων που για χρόνια εργάζονταν εκεί για τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε παραδοσιακές γλώσσες και διαλέκτους των Ινδιάνων της Κεντρικής Αμερικής, οι οποίοι έως τότε την αγνοούσαν. Εκεί πρωτογνώρισε τις δυσκολίες της διαβίωσης σε εξαιρετικά αντίξοες φυσικές συνθήκες. Όπως ο ίδιος υπογράμμιζε, «από εκείνη την πρωτόγνωρη εμπειρία στη ζούγκλα του Μεξικού έχω κρατήσει μια φράση για την ήρεμη αποδοχή απρόοπτων δυσκολιών: “Accept life”. Σε ελεύθερη απόδοση: Αποδέξου την πραγματικότητα της ζωής ψύχραιμα και αισιόδοξα».
«Σου φτάνει ο Θεός;»
Ωστόσο, το σημαντικό επιτελικό έργο που είχε επιτελέσει στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και οι γόνιμοι προβληματισμοί για τη θεμελίωση και την οργάνωση της ορθόδοξης ιεραποστολής δεν ικανοποιούσαν τους μύχιους πόθους του νεαρού διακόνου για την υλοποίηση του οράματός του. Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ο ίδιος αφηγείται τις εσωτερικές του πνευματικές διεργασίες πριν από την απόφασή του να αναλάβει επί του πεδίου πλέον το έργο της ιεραποστολικής διακονίας:
«Το βασικό που ανέκυψε ήταν το ερώτημα αν είχα το δικαίωμα να μείνω στα μετόπισθεν μιλώντας “περί της ανάγκης ιεραποστολής σε νέα περιβάλλοντα” ή, αντίθετα, όφειλα να προχωρήσω στην πρώτη γραμμή, με συγκεκριμένη ιεραποστολική προσπάθεια στην Αφρική. Για πολλούς μήνες ακολούθησε παρατεταμένος προβληματισμός. Η βιβλική και ιστορική μελέτη σχετικά με τις ορθόδοξες ιεραποστολές και ιδιαίτερα η θεολογική ενασχόληση με την τελευταία εντολή, “Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη”, άνοιγε στον νου και στην ψυχή μου έναν εξαιρετικά ευρύ ορίζοντα… Όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι το όραμα και η πνοή του Ευαγγελίου εκτείνεται και αγκαλιάζει όλη την οικουμένη. Συνεχώς μεγάλωνε η βεβαιότητά μου ότι συνέπεια στο πνεύμα του Ευαγγελίου σήμαινε ευαισθησία και ενδιαφέρον για την οικουμένη…
«Είχα το δικαίωμα να μείνω στα μετόπισθεν ή, αντίθετα, όφειλα να προχωρήσω στην πρώτη γραμμή, με συγκεκριμένη ιεραποστολική προσπάθεια στην Αφρική;»
»Δεν ήθελα όμως να σταθώ σε δικές μου διαπιστώσεις και ερμηνείες, γι’ αυτό αναζήτησα να συναντήσω ορισμένους πνευματικούς και να τους εμπιστευθώ τους λογισμούς μου. Μεταξύ άλλων απευθύνθηκα και στον πατέρα Αμφιλόχιο Μακρή, τον διακριτικό, νηφάλιο γέροντα της Πάτμου, γνωστόν για το ορθόδοξο φρόνημα και τον αποστολικό του ορίζοντα, ο οποίος πρόσφατα κατετάγη μεταξύ των αγίων. Τον Δεκέμβριο του 1962 αποσύρθηκα για λίγους μήνες κοντά του, στο νησί της Αποκαλύψεως.
»Σε ώρες έντονης περισυλλογής αντιμετώπιζα το δίλημμα: να μείνω στην Ελλάδα μέσα στο περιβάλλον που αγαπούσα και με αγαπούσε ή να αναχωρήσω για την Αφρική; Ατενίζοντας τον ορίζοντα του ανοιχτού πελάγους από το μικρό ασκητήριο στην Πάτμο, όπου είχα αποσυρθεί, ζητούσα μέσα μου μια ουσιαστική απάντηση. Ήρθε με τη μορφή ενός ερωτήματος: “Σου φτάνει ο Θεός; Τότε, πήγαινε. Δεν σου φτάνει; Τότε, κάθισε εδώ που είσαι”. Ένα επόμενο ερώτημα έκανε το πρώτο πιο ισχυρό: “Αν, όμως, δεν σου φτάνει ο Θεός, σε ποιον ακριβώς Θεό πιστεύεις;”. Ακολούθησε μια ήρεμη απόφαση, την οποία συζήτησα με τον πατέρα Αμφιλόχιο, να προχωρήσω σε περιοχές της Αφρικής που είχαν ταλαιπωρηθεί από τη φτώχεια και την αδικία. Σε ώρες σκληρές, κατά τις οποίες έφτανα στα όρια της κάμψεως, βασική παρηγοριά μου ήταν η εγγύηση του Αναστάντος Χριστού: “Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽ ἡμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἓως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν” (Ματθαίου 28, 20). Από την καθοριστική αυτή εμπειρία, την οποία συνοψίζει το ερώτημα “Σου φτάνει ο Θεός; Τότε, πήγαινε”, έχω αντλήσει αντοχή και δύναμη σε πολλές κρίσιμες ώρες του βίου μου μέχρι σήμερα».
«Αντιμετώπιζα το δίλημμα: να μείνω στην Ελλάδα ή να αναχωρήσω για την Αφρική; Η απάντηση ήρθε με τη μορφή ενός ερωτήματος: “Σου φτάνει ο Θεός; Τότε, πήγαινε. Δεν σου φτάνει; Τότε, κάθισε εδώ που είσαι”».
Τον Μάιο του 1964, ο Αναστάσιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, προχειρίσθηκε αμέσως σε αρχιμανδρίτη και το βράδυ της ίδιας ημέρας έφυγε για την Ουγκάντα της Αφρικής, με σκοπό, ως ιερέας πλέον, να εκπληρώσει το όραμά του, δηλαδή την έμπρακτη διακονία στο αποστολικό έργο της Εκκλησίας. Όπως ο ίδιος επισήμανε, η δεκαετία του 1950-1960 υπήρξε περίοδος μεγάλων ζυμώσεων και ανακατατάξεων στην Αφρική, και όσον αφορά το θρησκευτικό πρόβλημα εξελισσόταν μια μεγάλη μάχη πνευματικού προσανατολισμού. Έτσι θεωρούσε ότι ήταν άμεσο χρέος των ορθοδόξων να ξεκινήσουν την προσπάθεια για ιεραποστολή σε νέα σύνορα, σε χώρες αδικημένες και εξαθλιωμένες. Επιπλέον υπήρχαν οι επίμονες εκκλήσεις για πνευματική στήριξη από τους πρώτους ορθόδοξους Αφρικανούς της Ανατολικής Αφρικής, οι οποίοι, αφού αποκόπηκαν από την Αγγλικανική Εκκλησία, ασπάσθηκαν οικειοθελώς την Ορθοδοξία και εντάχθηκαν στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.
Συστηματική έρευνα για τη «θεολογία των θρησκειών»
Φθάνοντας στην Ανατολική Αφρική, άρχισε αμέσως το ιεραποστολικό έργο για το οποίο επί χρόνια ετοιμαζόταν: λειτουργίες, κατηχήσεις και κηρύγματα σε απομακρυσμένες μικρές, αγροτικές ορθόδοξες ενορίες στην Ουγκάντα και την Τανζανία, πραγματοποιώντας και τις πρώτες βαφτίσεις και γάμους. Σύντομα όμως, επιστρέφοντας από ιεραποστολικές περιοδείες σε περιοχές της λίμνης Βικτώριας της βορειοδυτικής Τανζανίας, προσβλήθηκε από βαρύτατης μορφής ελονοσία, απειλητική για τη δημιουργία μόνιμων σοβαρών προβλημάτων υγείας, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ευρώπη.

Η αναγκαστική αποχή από τη μάχιμη ιεραποστολική εργασία δεν σήμαινε και παραίτηση από τα αρχικά του οράματα. Για τη βαθύτερη κατανόηση της ουσίας του ιεραποστολικού έργου αλλά και της «θεολογίας των θρησκειών», επιδίδεται συστηματικά στην επιστημονική έρευνα του φαινομένου της θρησκείας στις παγκόσμιες διαστάσεις του. Σπουδάζει εθνολογία και θρησκειολογία, αφρικανολογία και ειδικεύεται στην ιστορία των θρησκευμάτων. Στο πλαίσιο των συστηματικών ερευνών του για την αφρικανική θρησκευτικότητα, επανέρχεται στην Ανατολική Αφρική (Ουγκάντα και Κένυα, 1967), ενώ αργότερα συνεχίζει τις έρευνες στη Νιγηρία, στο Καμερούν και στην Γκάνα. Καρπός των πολυετών ερευνών του είναι πρωτοπόρες συνθετικές μελέτες για τις αφρικανικές θρησκείες, οι οποίες εμπλούτισαν τη διεθνή θρησκειολογική βιβλιογραφία.
Την προσωπική του εμπειρία από την επιστημονική επαφή με τις ζώσες θρησκείες και τη βαθιά του γνώση για το φαινόμενο της θρησκείας στις παγκόσμιες διαστάσεις του, ως καθηγητής πλέον της Ιστορίας των Θρησκευμάτων στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1972 και εξής, μοιράζεται με τους φοιτητές του, στους οποίους διδάσκει την ιστορία ζωντανών θρησκειών, όπως τα αφρικανικά θρησκεύματα, ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός και το Ισλάμ, τη διδασκαλία του οποίου εισήγαγε για πρώτη φορά στα ελληνικά πανεπιστήμια
Την ίδια περίοδο αλλά και έως τον 20ό αιώνα, αξιοποιώντας το χάρισμα της ταχείας γλωσσομάθειας (εκτός από τις κλασικές ευρωπαϊκές γλώσσες, γνώριζε τις αφρικανικές γλώσσες σουαχίλι και γκάλλα), συντόνισε τη μετάφραση, σε πολλές αφρικανικές διαλέκτους και γλώσσες, της Αγίας Γραφής, της Θείας Λειτουργίας, πλήθους εκκλησιαστικών ακολουθιών καθώς και πατερικών κειμένων.
Στην αγαπημένη του Αφρική θα επανέλθει το 1981, όταν κλήθηκε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Νικόλαο να διακονήσει ως τοποτηρητής στην ευρισκόμενη υπό διάλυση Μητρόπολη Ειρηνουπόλεως, η οποία κάλυπτε ποιμαντικά τις περιοχές της Ανατολικής Αφρικής (Κένυα, Ουγκάντα και Τανζανία). Επί μία δεκαετία έως το 1991, οπότε κλήθηκε να αναδιοργανώσει την Εκκλησία της Αλβανίας, ανέπτυξε σπουδαίο ιεραποστολικό έργο, αναπληρώνοντας τον χαμένο χρόνο με την εσπευσμένη αναχώρησή του το 1964.
Κατ’ αρχάς ολοκλήρωσε την οικοδόμηση και έθεσε σε λειτουργία την Ορθόδοξη Πατριαρχική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄», τη μόνη ορθόδοξη θεολογική σχολή σε ολόκληρη την Αφρική, την οποία είχε χρηματοδοτήσει εξ ολοκλήρου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τροφοδοτώντας έτσι την αφρικανική Ορθοδοξία με άξια γηγενή στελέχη. Στα ίδια χρόνια μερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 ενοριών και πυρήνων, χειροτόνησε 62 νέους Αφρικανούς κληρικούς (μεταξύ των οποίων τους τέσσερις πρώτους κληρικούς Τανζανούς), χειροθέτησε 42 αναγνώστες και κατηχητές προερχόμενους από οκτώ αφρικανικές φυλές, ανήγειρε και επισκεύασε πληθώρα ναών και επτά μόνιμους ιεpαποστολικούς σταθμούς σε ισάριθμα κέντρα της Ανατολικής Αφρικής. Επιτελώντας ευρύτερο κοινωνικό έργο, υλοποίησε αναπτυξιακά προγράμματα, καθώς και προγράμματα υγείας και εκπαίδευσης, όπως η δημιουργία ιατρικών σταθμών και η οργάνωση της κλινικής του Τιμίου Σταυρού στην Καμπάλα, αλλά και η ανέγερση ενοριακών σχολείων και νηπιαγωγείων.
Το πολυσχιδές ιεραποστολικό έργο ζωής, η αναγνωρισμένη επιστημονική συμβολή στην εν γένει προσέγγιση των θρησκειών, η συνολική του συμβολή στη χριστιανική ιεραποστολή και η συνεχής και έντονη παρουσία του στα διεθνή εκκλησιαστικά fora ανέδειξαν τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο ως ηγετική μορφή σε διορθόδοξους και διεθνείς εκκλησιαστικούς οργανισμούς όπως το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και αντίστοιχοι φορείς της Καθολικής Εκκλησίας, οι οποίοι του εμπιστεύθηκαν ευαίσθητες ηγετικές θέσεις.
Το έργο του Αναστασίου για τη διαμόρφωση της θεολογίας αλλά και της πράξης της σύγχρονης χριστιανικής ιεραποστολής στηρίχθηκε στη γνώση της τοπικής ιστορίας των λαών και στην πλήρη κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας τους. Γνώση και κατανόηση βρίσκονταν σε συστημική συνάφεια με την αποδοχή της πολιτιστικής πολυμορφίας, η οποία άλλωστε υπήρξε πάντοτε χαρακτηριστικό της ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Με άλλα λόγια, ο «αγωγός» για τη μεταφορά του μηνύματος του Ευαγγελίου είναι «ο ειλικρινής σεβασμός προς την προσωπικότητα των ατόμων και των λαών, ο εξαγιασμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, ώστε να αναπτύξουν την ιδιάζουσα οντότητά τους».
*Ο Κρίτων Χρυσοχοΐδης είναι ομότιμος ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

