Στον πόλεμο του Κοσόβου το 1998-1999, οι Σέρβοι, βλέποντας την ήττα να πλησιάζει και την επερχόμενη γι’ αυτούς καταστροφή, δεν θέλησαν να αφήσουν στο έλεος των Αλβανών και του UCK τα άγια των αγίων τους και σήκωσαν ό,τι μπορούσαν για να το σώσουν. Μετέφεραν στο Βελιγράδι χιλιάδες κειμήλια ανυπολόγιστης θρησκευτικής αξίας, πολλά από τα οποία ήταν και παραμένουν καταχωρισμένα σε καταλόγους διεθνών οργανισμών, όπου καταγράφονται σπάνιοι θησαυροί της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι εξελίξεις φαίνεται ότι τους δικαίωσαν, καθώς οι ένοπλοι του UCK επιδόθηκαν στη συνέχεια σε καταστροφές και λεηλασίες ορθόδοξων μοναστηριών και εκκλησιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν ανακοινώσει οι Σέρβοι, καταστράφηκαν ολοσχερώς από Αλβανούς παραστρατιωτικούς ή υπέστησαν μεγάλες ζημιές περισσότερες από εκατόν πενήντα ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια. Κατά τη σερβική πλευρά, εκλάπησαν γύρω στις 10.000 εικόνες και άλλα εκκλησιαστικά ιερά αντικείμενα.
Αν και αυτός ο πόλεμος δεν είχε θρησκευτικό υπόβαθρο, οι φανατικοί Αλβανοί δεν θέλησαν να αφήσουν να πάει χαμένη η ευκαιρία για να εξαλείψουν κάθε τι που θα θύμιζε τη σερβική παρουσία στο Κόσοβο, με πρώτα τα ορθόδοξα θρησκευτικά μνημεία και τους τόπους λατρείας. Κατέστρεψαν ό,τι πρόλαβαν, προτού αναπτυχθεί η διεθνής ειρηνευτική δύναμη για να θέσει τα μνημεία υπό την προστασία της. Ο ορθόδοξος μητροπολίτης Αρτέμιος σώθηκε μόλις την τελευταία στιγμή με τη βοήθεια των ανδρών της ειρηνευτικής δύναμης, όταν ένοπλοι του UCK εισέβαλαν στο μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα για πλιάτσικο.
«Τι σκοπεύετε να κάνετε, αλήθεια, εσείς οι Αλβανοί με τα μοναστήρια και τις εκκλησίες, εφόσον πετύχετε την απόσχιση από τη Γιουγκοσλαβία;», είχα ρωτήσει, διαρκούντων των νατοϊκών βομβαρδισμών, τον πολιτικό μέντορα του UCK, Άντεμ Ντεμάτσι. «Δεν πρόκειται να πειράξουμε τίποτα, θα περιφρουρήσουμε αυτή την κληρονομιά», ήταν η απάντησή του.
Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Ανεξέλεγκτες ομάδες οπλοφόρων ομοεθνών του επιδόθηκαν σε λεηλασίες, διασυρμούς ορθόδοξων ιερών, λεηλασίες, κ.λπ. Μέχρι την έναρξη των βομβαρδισμών, για τους Σέρβους εθεωρείτο αδιανόητο πως θα έφτανε η ώρα που θα έχαναν το λίκνο της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης τους, και το σοκ ήταν στη συνέχεια μεγάλο στον πληθυσμό. Διότι, αν στην Κροατία και τη Βοσνία τραυματίστηκε η εθνική υπερηφάνειά τους και κατέρρευσε ο μύθος του «ανίκητου Σέρβου», στο Κόσοβο συνετρίβη μαζί με όλα αυτά και το θρησκευτικό τους αίσθημα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης για την απώλεια του Κοσόβου. Στη διαδρομή της ταυτίστηκε απολύτως με το εθνικό ζήτημα και δεν επιδίωξε να αγκαλιάσει τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, που ήταν Αλβανοί. Ούτε καν να αποκτήσει πρόσβαση. Η επιρροή της στο αλβανικό στοιχείο ήταν μηδαμινή. Το μήνυμα της Ορθοδοξίας δεν έφτανε ποτέ στους Αλβανούς, τουλάχιστον διά της Σερβικής Εκκλησίας, η οποία, αν δεν ευλόγησε τη μακρόχρονη καταπίεσή τους από τον σερβικό εθνικισμό, σίγουρα την ανέχθηκε.
Και την κρίσιμη ώρα, όταν η ορθόδοξη χριστιανική πίστη δοκιμάστηκε στο Κόσοβο, δεν βρέθηκε ούτε ένας Αλβανός να υπερασπιστεί τις εκκλησίες και τα μοναστήρια από την εκδικητική μανία των φανατικών εθνικιστών συμπατριωτών του. Ο λόγος ήταν απλός: δεν υπήρχε Αλβανός ορθόδοξος στο Κόσοβο ούτε για δείγμα. Και δεν υπήρχε διότι η Σερβική Εκκλησία δεν φρόντισε ή δεν θέλησε να τον φέρει κοντά της. Στο Κόσοβο, η Ορθοδοξία υπήρξε αποκλειστικό προνόμιο της σερβικής μειοψηφίας. Ο Χριστός ήταν μόνο Σέρβος…
Όπως μου αφηγήθηκε ο τότε διοικητής της Ελληνικής Δύναμης Κοσόβου, συνταγματάρχης Γιώργος Χατζηθεοφάνους, σε μια συζήτησή του με τον πανίσχυρο, τότε, ορθόδοξο επίσκοπο Ερζεγοβίνης Αθανάσιο Γέφτιτς, ο οποίος είχε τοποθετηθεί προσωρινός τοποτηρητής του σερβικού Πατριαρχείου, τον ρώτησε γιατί η Σερβική Εκκλησία δεν άνοιξε ποτέ τις πόρτες της στους Αλβανούς, για να λάβει μια απάντηση που τον άφησε άναυδο: «Οι Αλβανοί δεν είναι άξιοι να λέγονται χριστιανοί ορθόδοξοι…».

Ένας από τους λόγους που το χάσμα μεγάλωνε με την πάροδο του χρόνου αντί να αμβλύνεται, ήταν και η απουσία διαύλων επικοινωνίας Αλβανών και Σέρβων μέσω της θρησκείας, οι οποίοι δίαυλοι θα έφερναν κοντά τους ανθρώπους και θα εκτόνωναν το μίσος. Η παραδοσιακή αδιαφορία της Σερβικής Εκκλησίας να προσεγγίσει τους Αλβανούς τούς κατέστησε ακόμη πιο φανατικούς αντιπάλους των Σέρβων και στους κόλπους τους βρήκαν πρόσφορο έδαφος επικίνδυνες θεωρίες για την παρουσία των ορθοδόξων, που τροφοδότησαν την εχθρότητα.
Μία από αυτές, την οποία άκουσα από πολλούς Αλβανούς στην Πρίστινα, έλεγε ότι οι Σέρβοι έχτισαν τα μοναστήρια και τις εκκλησίες τους σε τόπους και σημεία όπου υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις πως οι Αλβανοί προϋπήρχαν των Σλάβων στο Κόσοβο.
Το λογικό συμπέρασμα, λοιπόν, για τους Αλβανούς ήταν: αν εκθεμελιωθούν αυτά τα κτίσματα, τότε θα έρθουν στο φως ευρήματα που θα κάνουν και τον πλέον δύσπιστο να παραδεχθεί ότι το Κόσοβο ανέκαθεν ήταν αλβανικό! Πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτι επ’ αυτού: οι επιθέσεις και οι καταστροφές στα χριστιανικά μνημεία δεν έγιναν στο όνομα του Αλλάχ από φανατικούς ισλαμιστές. Τέτοιοι δεν υπήρχαν στο Κόσοβο ή ήταν απειροελάχιστοι, μολονότι οι Αλβανοί ήταν στο σύνολό τους μουσουλμάνοι ή και άθεοι. Πραγματοποιήθηκαν από φανατικούς εθνικιστές Αλβανούς που τα θεωρούσαν σύμβολα εθνικής καταπίεσης.
Σε κάθε περίπτωση, η πολυεθνική στρατιωτική δύναμη έθεσε εγκαίρως υπό τη φρούρησή της τα μοναστήρια και τις εκκλησίες και έτσι τα γλίτωσε.
Η θέση μερικών ορθόδοξων θρησκευτικών και διπλωματικών κύκλων να τεθούν τα χριστιανικά μνημεία του Κοσόβου υπό καθεστώς αυτοδιοίκησης παρόμοιο με αυτό του Αγίου Όρους αποδείχθηκε τελικά ανέφικτη. Κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο σερβική επικυριαρχία σε έδαφος που οι Αλβανοί πίστευαν ότι ανήκε, αποκλειστικά πλέον, στους ίδιους και έτσι η πρόταση, απ’ όποιον και αν ετέθη, απορρίφθηκε αμέσως. Δεν επλήγησαν, όμως, μόνο τα σερβικά θρησκευτικά μνημεία στον πόλεμο από τους φανατικούς εθνικιστές Αλβανούς. Πριν από την κατάλυση της σερβικής εξουσίας, Σέρβοι παραστρατιωτικοί κατέστρεψαν αρκετά τεμένη των Αλβανών μουσουλμάνων, πυροδοτώντας το πάθος των τελευταίων –που δεν φημίζονταν για τον θρησκευτικό τους φανατισμό– για εκδίκηση.
Η Σερβική Εκκλησία, στο πλαίσιο της γενικότερης περιφρόνησης των ομοεθνών της για τους Κοσοβάρους, όχι μόνο δεν προσπάθησε, όπως προαναφέρθηκε, να τους φέρει κοντά της, αλλά εμπόδισε να ανοίξει κανάλι επικοινωνίας με τους Αλβανούς και τον Αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου, Τιράνων και Πάσης Αλβανίας Αναστάσιο. Οι προσπάθειές του να «πατήσει πόδι» στο Κόσοβο αντιμετωπίστηκαν ως «εχθρικές ενέργειες» από την Εκκλησία του Βελιγραδίου, που δεν ήθελε στα «χωράφια» της τον φωτισμένο αυτόν ηγέτη. Ο οποίος, λόγω της πλούσιας θεολογικής και κοινωνικής δράσης του στην Αλβανία και της παγκόσμιας θρησκευτικής αναγνωρισιμότητάς του, θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να γίνει αποδεκτός από τους Αλβανούς του Κοσόβου.
Οι προσπάθειες του Αναστασίου να «πατήσει πόδι» στο Κόσοβο αντιμετωπίστηκαν ως «εχθρικές ενέργειες» από την Εκκλησία του Βελιγραδίου.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι Σέρβοι θρησκευτικοί ηγέτες που δεν ήθελαν να εμπλακεί ο Αναστάσιος στην υπόθεση του Κοσόβου. Και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, για τους δικούς του λόγους, δεν έβλεπε με καλό μάτι μια τέτοια πρωτοβουλία. Το περιστατικό που μου εξιστόρησε εκείνη την εποχή ένας εκ των πολύ στενών συνεργατών τού Αλβανίας και ο ίδιος δεν μου το διέψευσε –απλώς σιώπησε– όταν το έθεσα υπ’ όψιν του, είναι ενδεικτικό.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Αναστάσιος ταξίδεψε από τα Τίρανα στην Αθήνα και πήγε στο υπουργείο Εξωτερικών για να ζητήσει χρήματα, ώστε να επισκευάσει ένα τζαμί που είχαν κάψει οι Σέρβοι στο Κόσοβο και μια κατεστραμμένη από τους Αλβανούς ορθόδοξη εκκλησία. Μολονότι οι συμβολισμοί μιας τέτοιας πρωτοβουλίας ήταν οφθαλμοφανείς, ο Αναστάσιος βρήκε την πόρτα κλειστή. Του είπαν πως δεν προβλέπονταν κονδύλια από το Εθνικό Σχέδιο για την Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ) για τέτοιες επισκευές. «Πήρε το καλυμμαύχι του και έφυγε. Ύστερα από ένα μικρό διάστημα μάθαμε ότι το υπουργείο Εξωτερικών είχε δώσει στον Χριστόδουλο και στη μη κυβερνητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος Αλληλεγγύη το ποσό των εξήντα εκατομμυρίων δραχμών για να επισκευάσει μια ορθόδοξη εκκλησία κάπου στο βόρειο Κόσοβο. Εμείς θέλαμε να βοηθήσουμε και τις δύο πλευρές, αλλά δεν εισακουστήκαμε. Βλέπετε, εμείς δεν είχαμε να δώσουμε ψήφους στη Β΄ Αθηνών…», μου τόνισε με νόημα ο ιερωμένος συνομιλητής μου.
Πρώτος απ’ όλους ο Αναστάσιος έσπευσε στον αλβανικό βορρά για να «υποδεχτεί» και να βοηθήσει τους δεκάδες χιλιάδες Αλβανούς πρόσφυγες από το Κόσοβο που ο Μιλόσεβιτς εκδίωξε στο πλαίσιο της επιχειρούμενης εθνοκάθαρσης διά του γνωστού σχεδίου «Πέταλο», λίγο πριν αρχίσουν οι εναντίον του βομβαρδισμοί. Πετώντας με ένα στρατιωτικό ελικόπτερο Σινούκ της Ελληνικής Δύναμης Αλβανίας, που είχε εγκατασταθεί έξω από τα Τίρανα στο πλαίσιο της παρουσίας πολυεθνικού εκστρατευτικού σώματος, μετέφερε φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης στην Τροπόγια, στο Κούκσι, στο Μπαϊράμ Τσούρι και αργότερα στα Τίρανα.
Ήταν ο πρώτος «καλός Σαμαρείτης» που αντίκρισαν οι Κοσοβάροι πρόσφυγες, περνώντας τα σύνορα, και ταυτόχρονα το γλυκό πρόσωπο της Ορθοδοξίας. Με την ιδιότητα του προέδρου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, κινητοποίησε αμέσως μετά τα άλλα χριστιανικά δόγματα, με τις Εκκλησίες των σκανδιναβικών χωρών να ανταποκρίνονται πρώτες στέλνοντας βοήθεια στους πρόσφυγες. Ο τελευταίος καταυλισμός που έκλεισε μετά την ομαλοποίηση της κατάστασης στο Κόσοβο ήταν της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, έξω από τα Τίρανα.
Ήταν ο πρώτος «καλός Σαμαρείτης» που αντίκρισαν οι Κοσοβάροι πρόσφυγες, περνώντας τα σύνορα, και ταυτόχρονα το γλυκό πρόσωπο της Ορθοδοξίας.
Περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες πρόσφυγες βρήκαν συνολικά στέγη και περίθαλψη στους καταυλισμούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, τους οποίους διέτρεχε καθημερινά ο Αρχιεπίσκοπος επιβλέποντας τη διανομή της υλικής βοήθειας και ενισχύοντας την ελπίδα στους υποφέροντες συνανθρώπους, ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστης. Ο Αναστάσιος, διορατικός ων, διάβασε σωστά την κατάσταση και δεν άφησε την ευκαιρία της πρώτης επί του πεδίου γνωριμίας των Αλβανών του Κοσόβου με τον ίδιο και την Ορθόδοξη Εκκλησία της οποίας ηγείτο, παρά τις επιφυλάξεις ακόμα και στενών συνεργατών του. Όπως μας έλεγε χαρακτηριστικά ένας εξ αυτών που βρισκόταν στο πλευρό του, «εμάς μας ξένιζε κάπως το ότι ανοίγουμε την αγκαλιά στους Κοσοβάρους, γιατί φοβόμασταν ότι θα έρθουν και θα εγκατασταθούν στον νότο, στα χωριά της ελληνικής μειονότητας, αλλά εκείνος έβλεπε πολύ μακριά. Έτσι ήταν ο Αναστάσιος, προσπαθούσε να κοιτάζει πέρα από τον ορίζοντα».
Με το τέλος του πολέμου προσπάθησε να χτίσει τη σχέση του με τους Αλβανούς του Κοσόβου την οποία δημιούργησε στους καταυλισμούς, με σκοπό να φέρει όσους μπορούσε, ειδικά νέους, κοντά στην Ορθοδοξία. Με κόπο και χρήμα, που δεν του περίσσευε, έφτιαξε αργότερα στην πόλη Πρίζρεν του Κοσόβου μια κατασκήνωση στην οποία διαβιούσαν χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο τα καλοκαίρια.
«Η γνωριμία και η καλή σχέση που αναπτύξαμε με τους Αλβανούς στον πόλεμο, όταν στις κατασκηνώσεις μας έξω από τα Τίρανα φιλοξενήσαμε χιλιάδες πρόσφυγες, συνεχίζεται και μετατρέπεται σιγά σιγά σε φιλία. Ο λόγος του Θεού πρέπει να λειτουργεί πυροσβεστικά και όχι να ρίχνει λάδι στη φωτιά», μου είχε πει σε μια συζήτησή μας στα Τίρανα. Ενδεικτική της αντίληψης του Αναστασίου για τον ρόλο του θρησκευτικού ηγέτη ήταν η διαχείριση της ανθρωπιστικής βοήθειας που έρρεε από την Ελλάδα προς την Αλβανία στις αρχές του ’90, που η φτώχεια θέριζε τον πληθυσμό.
Παρατηρήθηκε τότε το φαινόμενο η βοήθεια σε φάρμακα, τρόφιμα και είδη ρουχισμού να κατευθύνεται μέσω διάφορων ομογενειακών ή και εκκλησιαστικών σωματείων σε «δικούς μας», δηλαδή μειονοτικούς και χριστιανούς. Υπήρξαν κρούσματα, όπως σε ένα μικρό χωριό όπου τα ελληνικής καταγωγής παιδάκια ή τα χριστιανόπουλα να έχουν τρία ζευγάρια παπούτσια και τα Αλβανόπουλα κανένα, τα οποία εξόργισαν τον Αναστάσιο, που αξίωσε και πέτυχε να έχει λόγο στη διανομή της βοήθειας σε πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής ταυτότητας.
*Ο Σταύρος Τζίμας είναι δημοσιογράφος.

