Υποπτεύθηκα ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος της Αλβανίας αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας στις 6 Δεκεμβρίου, όταν για πρώτη φορά εδώ και πάνω από 30 χρόνια δεν μου τηλεφώνησε για να μου ευχηθεί για την ονομαστική μου εορτή. Συνεργαζόμασταν στενά από το 1991, όταν του ανατέθηκε η ανασύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία, τη μοναδική χώρα στον κόσμο που είχε απαγορεύσει πλήρως κάθε θρησκευτική πρακτική.
Τότε εγώ ήμουν πρόεδρος της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας Αμερικής. Και χρησιμοποιώντας τις πολιτικές μου επαφές στην Ουάσιγκτον, πίεσα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να δώσει εντολή στη διπλωματική αντιπροσωπεία των ΗΠΑ στα Τίρανα να στηρίξει τις προσπάθειες που κατέβαλλε ο Αρχιεπίσκοπος να ανακτήσει τις εκκλησιαστικές περιουσίες που είχε κατασχέσει το σταλινικό καθεστώς, το οποίο κυβερνούσε τη χώρα επί 45 χρόνια, και να εμποδίσει τις απόπειρες των Αλβανών αξιωματούχων να τον εκδιώξουν από τη χώρα.
Η συνεργασία αυτή λειτούργησε καλά, αλλά με κόστος για τον Αρχιεπίσκοπο, καθώς εγώ σύντομα χαρακτηρίστηκα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αλβανία λόγω των προσπαθειών μου να ενισχύσω τα βασικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Παρ’ όλα αυτά, ο Αρχιεπίσκοπος δεν έπαψε ποτέ να με υποδέχεται θερμά κάθε φορά που επισκεπτόμουν τα Τίρανα, παρά την κριτική που δεχόταν από τον Τύπο της χώρας γι’ αυτό.
«Δεν πρέπει να σπαταλάμε ούτε μία μέρα»
Ούτε η κριτική ούτε ο φόβος, όμως, εμπόδισαν ποτέ τον Αναστάσιο από το να κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό. Στο παράθυρο του λιτού γραφείου του στα Τίρανα βρισκόταν από το 1997 μια σφαίρα: στόχος της ήταν ο ίδιος, αλλά το τζάμι ασφαλείας τη σταμάτησε. Προήλθε από το όπλο ενός ελεύθερου σκοπευτή κατά τη διάρκεια της πολιτικής αναταραχής εκείνης της περιόδου, η οποία βύθισε την Αλβανία στο χάος και παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του Αρχιεπισκόπου. «Τη διατηρώ εκεί», μου είπε σε μια κατοπινή επίσκεψή μου, «για να μου θυμίζει ότι η ζωή μπορεί να τελειώσει σε ένα δευτερόλεπτο. Δεν πρέπει να σπαταλάμε ούτε μία μέρα».
Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να τον κατηγορήσει ότι σπατάλησε μία ώρα, πόσω μάλλον μία ολόκληρη μέρα. Στα 34 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που πρωτοπάτησε το πόδι του στην Αλβανία, όχι μόνο ανέστησε την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά ενέπνευσε και ένα πικραμένο και βασανισμένο έθνος. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν που να έχει συμβάλει περισσότερο από τον Αναστάσιο στην αναγέννηση της Αλβανίας ως ελεύθερης ευρωπαϊκής χώρας», μου είπε ο πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας Φάτος Νάνο σε άρθρο που έγραψα για τον Αρχιεπίσκοπο σε ένα περιοδικό.

Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, το 1991, ο Αναστάσιος στάλθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο για να καταγράψει τη θρησκευτική κατάσταση στη χώρα. Βρήκε 1.600 κατεστραμμένες εκκλησίες και μόλις 22 ηλικιωμένους ιερείς εν ζωή, από τους 440 που υπηρετούσαν στην Αλβανία πριν από την κομμουνιστική περίοδο. Ωστόσο, οι Αλβανοί, διψασμένοι για θρησκευτική ελευθερία, συγκεντρώνονταν για τις ακολουθίες ακόμη και σε χωράφια, όπου το μόνο που είχε απομείνει από τις εκκλησίες τους ήταν σπασμένες καμπάνες.
Έτσι, ο Πατριάρχης ζήτησε από τον Αναστάσιο να παραμείνει και να αναλάβει ο ίδιος το έργο της ανασυγκρότησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όταν ανακοινώθηκε ο διορισμός του, πολλοί αμφέβαλαν αν ο εύθραυστος λόγιος –κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, γεννημένος στον Πειραιά– ήταν ικανός να ανταποκριθεί στην πρόκληση. Έχοντας νοσήσει δύο φορές σοβαρά από ελονοσία, είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ιεραποστολικό του έργο στην Ανατολική Αφρική, αλλά συνέχισε να διδάσκει και να συγγράφει βιβλία – μεταξύ αυτών μια έγκριτη μελέτη για το Ισλάμ.
Όταν έγινε η κλήση να μεταβεί στην Αλβανία, «όλα τα λογικά επιχειρήματα μου έλεγαν ότι αυτή ήταν μια αποστολή χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας», μου εκμυστηρεύθηκε ο Αρχιεπίσκοπος. «Μου ζητήθηκε να αναστήσω την Εκκλησία χωρίς καμία οικονομική υποστήριξη, σε μια εξαθλιωμένη χώρα που βρισκόταν σε μια επώδυνη πολιτική μετάβαση. Έπρεπε σε προχωρημένη ηλικία να μάθω μια δύσκολη γλώσσα, να ζήσω υπό σκληρές συνθήκες και να μην περιμένω καμία προστασία απέναντι στις απειλές για τη ζωή μου. Όλοι μου έλεγαν πως θα ήμουν τρελός αν έμενα». Έπειτα, όπως μου είπε, είδε την απόγνωση στα πρόσωπα των Αλβανών που συναντούσε. «Σκέφτηκα: “Ποιος θα βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους; Ποιος θα τους δώσει ελπίδα;”. Ήξερα ότι ήταν μια δοκιμασία και είπα στον εαυτό μου: “Αν έχεις πίστη, μείνε και πάλεψε. Αν δεν έχεις, πήγαινε σπίτι σου”». Και έτσι έμεινε.
«Υπηρετώντας όλους τους Αλβανούς»
Τα επόμενα 30 χρόνια, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ξεπέρασε αιώνες εθνοτικών και θρησκευτικών αντιπαραθέσεων για να ιδρύσει μια νέα Εκκλησία με παρουσία σε ολόκληρη την αλβανική επικράτεια. Έχτισε 83 νέους ναούς, επισκεύασε άλλους 140 που ήταν ερειπωμένοι, αποκατέστησε πέντε μοναστήρια και κατασκεύασε ένα ιεροδιδασκαλείο, ένα γυναικείο μοναστήρι και τα κεντρικά γραφεία της Αρχιεπισκοπής στα Τίρανα.
«Από την αρχή προσπάθησε όχι μόνο να αναστήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, αλλά και να υπηρετήσει όλους τους Αλβανούς, χτίζοντας σχολεία, κλινικές, κέντρα νεότητας, βρεφονηπιακούς σταθμούς και κατασκηνώσεις», λέει ο π. Λουκάς Βερόνης, ιερέας στο Γουέμπστερ της Μασαχουσέτης, ο οποίος εργάστηκε για εννέα χρόνια με τον Αναστάσιο στην Αλβανία. «Όλες αυτές οι δομές είναι ανοιχτές σε όλους: χριστιανούς, μουσουλμάνους, μη πιστούς».
Αυτό που έσωσε την αποστολή του Αρχιεπισκόπου –και πιθανότατα τη ζωή του– περισσότερες από μία φορές ήταν ο θαυμασμός που κέρδισε από όλους τους Αλβανούς. Επειδή προερχόταν από την Ελλάδα, η οποία είχε διαφορές με την Αλβανία, κι επειδή υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, έγινε στόχος σφοδρών επιθέσεων.
Το 1994, σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από τον Αναστάσιο, ο Σαλί Μπερίσα, ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Αλβανίας, συνέταξε ένα σύνταγμα το οποίο απαιτούσε ο επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας να έχει γεννηθεί στην Αλβανία και να ζει εκεί για 20 χρόνια. Το σύνταγμα τέθηκε σε δημοψήφισμα και όλοι ήταν βέβαιοι ότι θα εγκρινόταν, καθώς είχε την υποστήριξη της κυβέρνησης. Ο Αρχιεπίσκοπος ετοίμασε τις αποσκευές του. Όμως, προς έκπληξη όλων, το σύνταγμα καταψηφίστηκε. Αλβανοί από όλες τις μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες ψήφισαν εναντίον του.
Με τον καιρό, ο Αναστάσιος κέρδισε ακόμη και τον σεβασμό του Σαλί Μπερίσα, ο οποίος σήμερα είναι ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης. «Σέβομαι όσα έχει επιτύχει, ειδικά σε ό,τι αφορά την ανοικοδόμηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας», ομολόγησε διστακτικά ο Μπερίσα σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή μου.

Αφού βγήκε αλώβητος από το δημοψήφισμα, ο Αναστάσιος βρέθηκε αντιμέτωπος με νέα προβλήματα το 1997, όταν η Αλβανία βυθίστηκε στο χάος μετά την κατάρρευση των «πυραμιδικών» οικονομικών σχημάτων, στα οποία είχαν επενδύσει οι περισσότεροι Αλβανοί. Όλοι οι ξένοι, εκτός από είκοσι, εγκατέλειψαν τη χώρα και επικράτησε αναρχία, καθώς ομάδες λεηλατούσαν στρατιωτικές αποθήκες, αρπάζοντας ένα εκατομμύριο όπλα, ενώ στους δρόμους οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Ο Αρχιεπίσκοπος εμφανίστηκε στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση καλώντας τους πολίτες σε ηρεμία. «Κάθε βράδυ, ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν προς το γραφείο και την κατοικία μου», μου είπε αργότερα ο Αναστάσιος, «αλλά, δόξα τω Θεώ, κανείς δεν χτυπήθηκε ποτέ».
Παρά τον κίνδυνο, η εμπειρία αυτή τον έφερε πιο κοντά στους Αλβανούς. «Αποδείξαμε ότι δεν είμαστε εδώ απλώς για να παίξουμε τον ρόλο του καλού Σαμαρείτη, αλλά για να ζήσουμε μαζί τους, να μοιραστούμε τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν και να δείξουμε ότι, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, η ελπίδα δεν θα σβήσει ποτέ», μου είπε.
Δύο χρόνια αργότερα, χιλιάδες Κοσοβάροι Αλβανοί κατέφυγαν στην Αλβανία όταν οι σερβικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην περιοχή τους. Παρότι όλοι ήταν μουσουλμάνοι, ο Αναστάσιος έσπευσε να συγκεντρώσει περισσότερα από 12 εκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να δημιουργήσει καταυλισμούς οι οποίοι φιλοξένησαν, σίτισαν και περιέθαλψαν περισσότερους από 33.000 πρόσφυγες. Αυτή η πρωτοβουλία απέδειξε στους Αλβανούς ότι ήταν διατεθειμένος να διαχειριστεί τους περιορισμένους πόρους του –οι οποίοι προέρχονταν αποκλειστικά από δωρεές– για να βοηθήσει όχι μόνο τους χριστιανούς, αλλά και τους μουσουλμάνους συμπολίτες τους.
Αυτό επιβεβαιώθηκε ακόμη περισσότερο όταν αργότερα άνοιξε μια υπερσύγχρονη κλινική στα Τίρανα, στην οποία κάθε μήνα δέχονταν περίθαλψη 4.000 άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων και μουσουλμάνων. Ανάμεσα στους πρώτους ασθενείς ήταν η σύζυγος και η κόρη του Ενβέρ Χότζα, του αποθανόντος κομμουνιστή δικτάτορα της Αλβανίας, ο οποίος είχε απαγορεύσει πλήρως τη θρησκεία στη χώρα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του.
Ο Αναστάσιος θεωρούσε ως επιστέγασμα της αποστολής του στην Αλβανία την ανοικοδόμηση ενός ορθόδοξου καθεδρικού ναού στο κέντρο των Τιράνων, στη θέση μιας προγενέστερης εκκλησίας που είχε κατεδαφιστεί από το κομμουνιστικό καθεστώς. Βρήκε ένα ιδανικό οικόπεδο, ακόμη πιο κοντά στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας από το σημείο όπου βρισκόταν η παλιά εκκλησία, όμως οι αλβανικές αρχές αρνήθηκαν να το παραχωρήσουν, καθώς βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο υπουργείο Άμυνας.
Ο Αναστάσιος θεωρούσε ως επιστέγασμα της αποστολής του στην Αλβανία την ανοικοδόμηση ενός ορθόδοξου καθεδρικού ναού στο κέντρο των Τιράνων.
Με κάλεσε για να μου εκφράσει την απογοήτευσή του και μετέβην στα Τίρανα, για να δω αν μπορούσα να βοηθήσω. Ευτυχώς, ο Αμερικανός πρέσβης ήταν ιδιαίτερα υποστηρικτικός και οι δυο μας επισκεφθήκαμε τα υπουργεία που ήταν αρμόδια για την έγκριση του έργου. Τελικά, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε όλες τις απαραίτητες υπογραφές για να δοθεί το πράσινο φως.
Τα επόμενα χρόνια, στο εν λόγω σημείο ανεγέρθηκαν ένας επιβλητικός νέος καθεδρικός ναός και ένα πολιτιστικό κέντρο, που εγκαινιάστηκαν στις 2 Ιουνίου 2014. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν ξέχασε τη μικρή μου συμβολή στην υλοποίηση του έργου και με κάλεσε προσωπικά στα εγκαίνια, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα δεχόταν επίθεση από τον αλβανικό Τύπο – την οποία και δέχθηκε πράγματι.
Το όνομα που επέλεξε για τον καθεδρικό ναό συμπυκνώνει πλήρως όσα πέτυχε για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και τον αλβανικό λαό: Ανάσταση. Ο ναός θα στέκεται στο κέντρο της Αλβανίας για γενιές, όχι μόνο ως ένας εξυψωμένος χώρος λατρείας, αλλά και ως σύμβολο του θάρρους, της αφοσίωσης, της ανθρωπιάς και της πίστης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου Γιαννουλάτου.
*Ο Nicholas Gage είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος.

